Η Ελλάδα στη μετα-πανδημική εποχή κατέγραψε μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη εξασφαλίζοντας μια από τις καλύτερες επιδόσεις στην ευρωζώνη. Πριν από μερικούς μήνες (Απρίλιος 2024) ο οίκος αξιολόγησης S&P ήταν ο τελευταίος που έπλεξε το εγκώμιο της χώρας, καθώς αναθεώρησε τις προοπτικές της χώρας σε «θετικές».

Αυτό συνέβη λόγω της ανάληψης από τις ελληνικές αρχές «μιας ευρείας κλίμακας ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (…)» η οποία ενίσχυσε την ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Όμως, οι εργαζόμενοι δεν καρπώθηκαν στο μέτρο που τους αναλογεί την ανάκαμψη αυτή.

Οι αριθμοί ευημερούν… οι άνθρωποι;

Τα τελευταία ενθαρρυντικά για την ελληνική οικονομία στοιχεία θα περίμενε κανείς να είχαν αντίκτυπο και στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Όμως, τα στοιχεία δείχνουν πως η πρόοδος ήταν αναιμική, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, τα τελευταία δύο χρόνια και όχι αρκετά για να μας βγάλει από τη θέση τους φτωχότερου συγγενή της ευρωζώνης, έγραφαν προ ολίγων μηνών οι Financial Times σε εκτενή αναφορά τους στη χώρα μας.

Πώς συμβαδίζει η ισχυρή ανάκαμψη και η φτώχεια;

Η Ελλάδα πληρώνει ακριβά τη μνημονιακή εποχή και τη βάναυση λιτότητα που επέβαλαν οι δανειστές της μέσω των «προγραμμάτων διάσωσης». Οι ελληνικές δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η «διάσωση» της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της οικονομικής ζημίας ήταν εξαιρετική μεγάλη εν καιρώ ειρήνης.

Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα συρικνωμένη κατά περίπου 19% από το 2007 ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%

Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 30%. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών.

Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα συρικνωμένη κατά περίπου 19% από το 2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία – ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.

Οι FT μιλούν για ένα πρωτοφανές πλήγμα στη σύγχρονη εποχή και βάζουν κάτω τα μισθολογικά στοιχεία για τους εργαζομένους που μειώνονται σταθερά μέχρι το 2022 αφήνωντας τη χώρα μας με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Μισθοί στα τάρταρα

Σήμερα, έξι χρόνια από την ημέρα που η τρόικα μας απάλλαξε από την παρουσία της η χώρα συνεχίζει την προσπάθεια για να ορθοποδήσει αλλά τα στοιχεία είναι απογοητευτικά. Σύμφωνα με ειδική ανάλυση που δημοσιεύεται στο τελευταία τεύχος του οικονομικού δελτίου του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση και από τους εργαζόμενους στη Βουλγαρία και έχουν πλέον τη μεγαλύτερη απόσταση στα μέσα ωρομίσθια από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την ανάλυση των δεδομένων η επιδείνωση αυτή οφείλεται στο ότι κατά τα δύο πρώτα χρόνια οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, οι εργοδότες επέβαλαν επιμήκυνση των ωρών εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση αμοιβών.

Το 2009 ξεκινά η καθοδική πορεία

Σύμφωνα με ειδική ανάλυση που δημοσιεύεται στο τελευταία τεύχος του οικονομικού δελτίου του ΚΕΠΕ («Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα», Βλάσης Μισσός) στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης «η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης».

Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών σημειώνει πως από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ 27 και την υποσημείωση πως η συγκεκριμένη επίδοση δεν αντικατοπτρίζει κάποιο ιδιαίτερα υψηλό, συγκριτικό επίπεδο αποδοχών.

Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.

Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου. Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Παράλληλα, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα μας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).

Χαμηλότερες αποδοχές και περισσότερες ώρες εργασίας

Η μελέτη του ΚΕΠΕ, μεταξύ άλλων καταλήγει: «Δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ (27), η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009».