Τα παραμύθια που ο μικρός Ανδρέας Βουτσινάς άκουγε από τη μητέρα του δεν είχαν για ήρωες τους συνηθισμένους Κοντορεβυθούληδες και τις Κοκκινοσκουφίτσες. Υπάρχουν ωραιότατα παραμύθια από αρχαίες τραγωδίες και όπερες. Αφήστε που η σκληρότητα και η φρίκη είναι κοινός τόπος και των δύο ειδών. Οι άσπλαχνοι γονείς του Κοντορεβυθούλη εγκατέλειπαν τα παιδάκια τους στο δάσος, η Μήδεια σκότωσε τα δικά της.

Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Για τον Ανδρέα Βουτσινά, πάντως, όχι. Η δικιά του Μήδεια, η Μήδεια που πρωτογνώρισε μέσα από ένα μητρικό παραμύθι, τίποτα το κοινό δεν είχε με εκείνη την ώριμη δολοφόνο που αντίκρυσε κάποτε στη σκηνή ενός θεάτρου και την απέρριψε αμέσως. «Μου φάνηκε ότι είδα την ιστορία μιας άρρωστης γυναίκας που σκοτώνει τα παιδιά της», θυμάται σήμερα.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η προσωπική σχέση του Ανδρέα Βουτσινά με τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, η βαθιά πίστη του ότι, δεν μπορεί, η παιδική του διαίσθηση ήταν δικαιωμένη, άργησε να αποκτήσει καθαρό, λογικό σχήμα. Άργησε, ακόμα, να καταλήξει σε παράσταση. Κι όμως, ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στην καριέρα του που ο ίδιος ζήτησε να σκηνοθετήσει ένα έργο. Και έχει μέχρι σήμερα σκηνοθετήσει 74. […]


«Η κοινωνία, πόσο μάλλον που είναι ανδροκρατούμενη, έχει δημιουργήσει το μύθο ότι η γυναίκα είναι πάντοτε μάνα και πολύ λίγο γυναίκα. Ο φόνος των παιδιών από μια μάνα-γυναίκα είναι ένα φρικτό έγκλημα, ένα έγκλημα που μόνο μια ψυχολογική διαστρέβλωση μπορεί να φέρει, αλλά και να εξηγήσει. Όταν, όμως, οδηγείται σε τέτοια πράξη μια νέα γυναίκα, μια γυναίκα-μάνα, το βάρος δεν πέφτει στην ίδια την πράξη, αλλά στο αίσθημα από το οποίο ξεκίνησε».


Και το αίσθημα αυτό, το καθαρτήριο και δικαιωμένο, είναι ο έρωτας, που σε κάνει να δώσεις τα πάντα σε έναν άλλο, μόνο και μόνο για να καταλάβεις κάποτε ότι σε χρησιμοποίησε και πλέον δεν σε έχει ανάγκη. Μια ερωτική ιστορία είναι για τον Ανδρέα Βουτσινά η «Μήδεια». Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αρκεί, άλλωστε, ένας προδομένος έρωτας για να βρεθεί σε δεύτερη μοίρα η μάνα, και να αναλάβει δράση η γυναίκα.

«Ο Ευριπίδης το λέει καθαρά: Θέλω να του δώσω τις λύπες μου και να πάρω την απάθειά του», θυμίζει τα λόγια του συγγραφέα ο σκηνοθέτης. Όσο για το «βάρβαρον» της πράξης; «Μα υπάρχει τίποτα το πιο βάρβαρο από το αίσθημα του έρωτα; Μετά δώδεκα τόσα χρόνια ψυχανάλυσης το νιώθω πια καλά. Όταν είναι κανείς ερωτευμένος, τίποτα δεν υπάρχει γύρω του. Λογική δεν υπάρχει, κοινωνία με τους νόμους της δεν υπάρχει…»


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ακόμα και σήμερα;

«Ευτυχώς, σήμερα δεν αφήνουμε το βάρβαρο αυτό αίσθημα να κυριαρχήσει. Θα υπήρχε το τέλειο χάος. Η Μήδεια, βεβαίως, εκφράζει μια εποχή που ο έρωτας δεν είχε ακόμα οριστεί με βάση τη λογική και τις αρχές που στηρίζουν τις κοινωνικές σχέσεις. Ο Ιάσων αποκαλεί τον τρόπο της βάρβαρο. Η λέξη δεν είναι βρώμικη και υποτιμητική. Βάρβαρος είναι ο μπρούτος, αυτός που διατηρεί μια σχέση με την καταγωγή μας, τη φύση, τη γη, τον εαυτό του. Όλα αυτά για τα οποία έχουν κατηγορήσει τη Μήδεια ως μάγισσα δεν είναι παρά οι νόμοι της φυλής της».

*Απόσπασμα από άρθρο που ήταν αφιερωμένο στον Ανδρέα Βουτσινά και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 26ης Ιουλίου 1990.


Αφορμή για τη συνομιλία του Βουτσινά με τη δημοσιογράφο Βένα Γεωργακοπούλου είχε σταθεί το ανέβασμα της «Μήδειας» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο (27-28 Ιουλίου 1990, παράσταση του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Βουτσινά και με τη Λυδία Φωτοπούλου στο ρόλο της Μήδειας).

Ο Ανδρέας Βουτσινάς, διεθνώς καταξιωμένος σκηνοθέτης, γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1932 (στις σχετικές πηγές αναφέρεται ως έτος γεννήσεώς του και το 1930) και απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 2010.