Ήταν λαμπρή ιδέα του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης να συγκεντρώσει και να ανατυπώσει —φωτομηχανικά έστω— τα «μελετήματα» του Ε. Κριαρά, όσα από το 1932 ως σήμερα (πενήντα εφτά χρόνια!) δημοσιεύτηκαν διάσπαρτα σε ελληνικά και ξένα, συχνά δυσπρόσιτα, περιοδικά, τιμητικούς τόμους, επετηρίδες κτλ. Οι συνολικά ογδόντα μία μελέτες που αναδημοσιεύονται αφορούν όλες τη «μεσαιωνική» περίοδο της ελληνικής γραμματείας, όπου κατά το συγγραφέα ανήκει, ως ένα σημείο βέβαια, και ολόκληρη η «υστεροβυζαντινή» ή «πρωτονεοελληνική», όπως ο ίδιος την ονόμασε, περίοδος από το 1204 ως το 1669, με τα πολλά «δημώδη» και με τα αριστουργήματα της κρητικής λογοτεχνίας. Ξεχωρίζουμε τρεις γενικές κατηγορίες μελετών: (α) τα γραμματολογικά, που αφορούν την ιστορία προσώπων και πραγμάτων της λογοτεχνίας (έτσι π.χ. το μεγάλο εγκυκλοπαιδικό άρθρο για τον Μιχαήλ Ψελλό, αλλά και η μελέτη για τη «Διγλωσσία στα υστεροβυζαντινά γράμματα»)· (β) τα καθαυτό φιλολογικά ή κειμενολογικά, όπου ο συγγραφέας μελετά τα μεσαιωνικά έργα σε μια προσπάθεια να τα αποκαταστήσει στην αρχική τους μορφή («Παρατηρήσεις», «Διορθώσεις») και να τα φωτίσει σε βάθος («Ερμηνευτικά»)· (γ) γλωσσικά ή γλωσσοφιλολογικά («Ετυμολογικά και σημασιολογικά», «Λεξικογραφικά») — αλλά βέβαια ο χωρισμός είναι σχηματικός, οι κατηγορίες αλληλένδετες, και πολλές μελέτες αποτελούν διασταύρωση (μερικές και εξαίρεση) των παραπάνω.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.12.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η βυζαντινή περίοδος, όσο και αν οι ερευνητές την ανακάλυψαν στις αρχές του αιώνα και από τότε τη δούλεψαν πολύ, εξακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος της να αποτελεί άγνωστη γη, και είναι συχνό φαινόμενο οι φιλόλογοι να μεταβαίνουν από τον αρχαίο στο νεότερο ελληνικό κόσμο, παραλείποντας ίσα-ίσα το μεγάλο κρίκο που τους συνδέει. Όμως δεν είναι μόνο το αντικείμενο του Κριαρά, που κάνει το έργο του ιδιαίτερα πολύτιμο· είναι και ο τρόπος που το εξετάζει. Συνηθισμένοι στις βαθυστόχαστες αναλύσεις των έργων της αρχαιότητας, στους μεγάλους συσχετισμούς και στις συνθέσεις μιας από χρόνια «ώριμης» κλασικής φιλολογίας, το ξεχνούμε συχνά πως nihil parvum in litteris (τίποτα δεν είναι στα γράμματα μικρό — και αμελητέο!), πως η κατανόηση της γραπτής μας κληρονομιάς ξεκινά από το μικρόκοσμο του φθόγγου και της λέξης, από τον εντοπισμό και τη διόρθωση των σφαλμάτων που κρύβονται στα χειρόγραφα, από την επίπονη αναζήτηση παράλληλων χωρίων, προτύπων και πηγών. Για τους κλασικούς συγγραφείς αυτό το έργο ξεκίνησε με τους αλεξανδρινούς, συνεχίστηκε με τους βυζαντινούς και ολοκληρώνεται με τους νεότερους φιλολόγους· στα μεσαιωνικά όμως κείμενα βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή και χρειάζεται ο μόχθος, η επιμέλεια και η αυταπάρνηση των ερευνητών που θα αγαπήσουν τη λεπτομέρεια, θα  εφαρμόσουν τις αυστηρές αρχές της κριτικής των κειμένων, θα αποδελτιώσουν και θα συγκρίνουν — προσεκτικά. Σε αυτόν τον τρόπο δουλειάς ο Ε. Κριαράς είναι μεγάλος δάσκαλος, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, καθώς στο εργαστήρι του έχουν μαθητέψει και μαθητεύουν πολλοί σύγχρονοι και αυριανοί ερευνητές.


Ξεχωριστό λόγο αξίζουν οι γλωσσικές εργασίες. Το συγγραφέα τον ξέρουμε ως πρόμαχο της Δημοτικής και του μονοτονικού, ως θεματοφύλακα και προπαγανδιστή ενός ελεύθερου αλλά αυτοπειθαρχημένου λόγου, που αξιοποιεί την παράδοση χωρίς να νοθεύει τους φωνητικούς, γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της νέας γλώσσας. Στα γλωσσικά του μελετήματα τον βλέπουμε την ώρα της δουλειάς, ανασκαλεύοντας το υλικό, παρακολουθώντας τη μετάβαση από την Αρχαία στη Βυζαντινή και στη Νεότερη γλώσσα, μελετώντας μικροσκοπικά τις σημασιολογικές κ.ά. εξελίξεις. Στα μελετήματα αυτά ο Κριαράς καταθέτει τα διαπιστευτήριά του, τη μακρόχρονη προεργασία που από τη μια του επιτρέπει να καθοδηγεί και να διεκπεραιώνει τεράστιο λεξικογραφικό εγχείρημα, το «Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας» (10 ως τώρα τόμοι!), από την άλλη του δίνει το δικαίωμα να μας κανοναρχεί όλους, μικρούς-μεγάλους, σπουδαγμένους κι ασπούδαγους, στα τηλεοπτικά του Πεντάλεπτα — άσχετο αν η εκπομπή σταμάτησε, γιατί πιστός στο ήθος του δε θέλησε να την ηδύνει με ζαχαρωτά και κανέλα. Ο Εμμανουήλ Κριαράς δούλεψε, και δουλεύει ακόμα, σωστά.

*Κείμενο του διαπρεπούς φιλολόγου και πανεπιστημιακού δασκάλου Φάνη (Θεοφάνη) Κακριδή (1933-2019), που έφερε τον τίτλο «Καλοσοδειά» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 10 Δεκεμβρίου 1989.


Ο Φάνης Κακριδής

Ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλος και μελετητής της ελληνικής γλώσσας Εμμανουήλ Κριαράς απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 2014, πλήρης ημερών, βιωμάτων και αρετών.