Το 1956 το περιοδικό «Time» είχε φιλοξενήσει στο εξώφυλλό του τον Σταύρο Νιάρχο, τον Έλληνα μεγιστάνα της ναυσιπλοΐας, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του έναν από τους πιο ιδιοφυείς αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες της εποχής του.

Ο Σταύρος και η Ευγενία Νιάρχου την πρώτη, ευτυχισμένη περίοδο του γάμου τους.

Εκτός από πανίσχυρος παίκτης στο διεθνές τερέν, jet setter και συλλέκτης έργων τέχνης, ήταν ο ιδιοκτήτης ενός μικρού ιδιωτικού παραδείσου στη θάλασσα της Ελλάδας, ενός καταπράσινου νησιού στον Σαρωνικό που ήρθε στην κατοχή του στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο μεγάλος αντίπαλος του εφοπλιστή, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, είχε ήδη τον Σκορπιό στο Ιόνιο, κι έτσι ο Νιάρχος δεν μπορούσε να μείνει άπρακτος. Την ίδια εποχή που αγόρασε τα ναυπηγεία στον Σκαραμαγκά, απέκτησε και το δικό του ιδιωτικό νησί.

Το καταπράσινο νησί της Σπετσοπούλας, που ήρθε στην κατοχή της οικογένειας τη δεκαετία του ’50

Στο νησί φυτεύτηκαν γεράνια, αμυγδαλιές, συκιές, οπωροφόρα, ακόμα και φοίνικες που ήρθαν από τις Σπέτσες

Η Σπετσοπούλα, έκτασης 2.300 στρεμμάτων, ανήκε μέχρι τότε στον Γιάννη Λεωνίδα. Όταν πήγε εκεί για πρώτη φορά ο Σταύρος Νιάρχος, το νησί απείχε κατά πολύ από τον παράδεισο στον οποίο θα το μεταμόρφωνε με την τελειομανία του. Το λιμανάκι δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα σκάφος με το βύθισμα της Κρεολής, της περίφημης θαλαμηγού του εφοπλιστή.

Στο χώρο του λιμανιού υπήρχαν μερικά σπιτάκια που φιλοξενούσαν το προσωπικό του προηγούμενου ιδιοκτήτη, αποθήκες, ηλεκτροστάσιο και μια μικρή εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος. Ο χωματόδρομος που ξεκινούσε από το λιμάνι κατέληγε στην έπαυλη που είχε ανεγείρει ο Λεωνίδας. Από το ύψωμα στο οποίο βρισκόταν, είχε μοναδική θέα, γεμάτη από το πράσινο του πεύκου και της ελιάς και το γαλάζιο της θάλασσας, με το Τρίκερι, τον Δοκό και τις ακτές της Πελοποννήσου να προβάλλουν.

Ο Νιάρχος ξεκίνησε αμέσως τις μετατροπές δίνοντας εντολές και μεταφέροντας το όραμά του για το νησί σε αρχιτέκτονες και τεχνικούς. Προσέλαβε επίσης το Γάλλο κηπουρό Σαρλ ντε Νοβάντα, ο οποίος επιμελήθηκε με τέχνη και φροντίδα τη φύτευση σπάνιων καλλωπιστικών εκεί όπου πρώτα υπήρχαν άγρια φυτά και θάμνοι. Στο νησί φυτεύτηκαν γεράνια, αμυγδαλιές, συκιές, οπωροφόρα, ακόμα και φοίνικες που ήρθαν από τις Σπέτσες. Οι ρυθμοί των εργασιών, έντονοι: το μικρό λιμάνι απέκτησε αποβάθρα, προβλήτες και κυματοθραύστη παρέχοντας προστασία στα κότερα των φιλοξενούμενων και τα σκάφη της Σπετσοπούλας.

«Το πλακόστρωτο στην αποβάθρα και οι προβλήτες, οι όμορφοι φανοστάτες γύρω γύρω, τα παρτέρια με τα λουλούδια και τα καλλωπιστικά δέντρα έδιναν στον επισκέπτη που έφθανε με το σκάφος του ένα αίσθημα γαλήνης και ευχαρίστησης και ανυπομονούσε να αποβιβαστεί και να εξερευνήσει τις άλλες κρυφές ομορφιές του νησιού, που η φαντασία του έπλαθε με το πρώτο αντίκρισμα του γύρω χώρου στο λιμάνι», γράφει ο στενός συνεργάτης του εφοπλιστή Γιάννης Κ. Φραγκούλης στο βιβλίο του «Ο Σταύρος Νιάρχος όπως τον έζησα».

Η έπαυλη του Λεωνίδα αναπαλαιώθηκε, οι τοίχοι της διακοσμήθηκαν με πίνακες των Ντελακρουά, Κίρχνερ, Κίσλινγκ και άλλων διάσημων ζωγράφων, πάντα με θεματολογία από την Ελλάδα. Ο μικρός ξενώνας που υπήρχε συμπληρώθηκε από άλλους δύο, οκτώ και τεσσάρων δωματίων, χτισμένους μέσα στα δέντρα, περιτριγυρισμένους από παρτέρια και με καταπληκτική θέα στη θάλασσα. Κατασκευάστηκε επίσης ένας περιφερειακός τσιμεντένιος δρόμος στο χρώμα της τερακότας, που έκανε ευχάριστη αντίθεση με το πράσινο του νησιού.

Λάτρης του κυνηγιού, ο Νιάρχος ήθελε να εμπλουτίσει την πανίδα της Σπετσοπούλας προκειμένου να έχει περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα θηράματα. Γι’ αυτό, μεταφέρθηκαν εκεί ελάφια, ζαρκάδια, λαγοί, φασιανοί, πέρδικες και ορτύκια, που γρήγορα εγκλιματίστηκαν στο νέο τους περιβάλλον.Όταν η παλιά βίλα αναπαλαιώθηκε και ολοκληρώθηκε η επέκτασή της και, αφού πλέον το νησί είχε ηλεκτρικό και τηλέφωνο, ο εφοπλιστής άρχισε να περνά το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού εκεί.

Οικογενειακή εκδρομή: Ο Σταύρος Νιάρχος οδηγεί το ανοιχτό αυτοκίνητό του στους δρόμους της Σπετσοπούλας. Δίπλα του, η σύζυγός του, Ευγενία. Στο πίσω κάθισμα, τα δύο μικρότερα παιδιά τους, Κωνσταντίνος και Μαρία. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι τους τους συνοδεύουν πάνω στις μοτοσικλέτες τους, ο Σπύρος προπορευόμενος, με τον Φίλιππο να ακολουθεί.

Μαθημένος να λαμβάνει αλληλογραφία δύο φορές την ημέρα στα γραφεία των επιχειρήσεών του, δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει συνήθειες στη Σπετσοπούλα. Έτσι, αρχικά τα γράμματα έρχονταν οδικώς μέχρι την Κόστα και μετά περνούσαν απέναντι με ταχύπλοο, αλλά μετά αγοράστηκε ένα υδρόπτερο που μετέφερε επιβάτες και αλληλογραφία από τη Φρεαττύδα στις Σπέτσες. Κι αυτός ο τρόπος όμως δεν τον ικανοποιούσε, οπότε στο τέλος κατασκεύασε ελικοδρόμιο στο νησί προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση και από αέρος.

Με όλες αυτές τις μετατροπές να εμπλουτίζουν το φυσικό περιβάλλον και να διευκολύνουν τη ζωή των κατοίκων, η Σπετσοπούλα μπήκε στη χρυσή της περίοδο και έγινε τόπος χαλάρωσης για τον Έλληνα εφοπλιστή και την οικογένειά του και φιλοξενίας για τους φίλους και τους συνεργάτες του.

Η Ευγενία Νιάρχου με τους γιους της, Σπύρο και Φίλιππο, στο κατάστρωμα της Κρεολής.

Οικοδέσποινα ήταν φυσικά η όμορφη σύζυγος του Σταύρου Νιάρχου. Η Ευγενία Νιάρχου ήταν η γοητευτική μεγάλη κόρη του Σταύρου και της Αριέττας Λιβανού. Ο πατέρας της θεωρούνταν ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών και είχε τη βάση του στη Νέα Υόρκη. Η Ευγενία και η μικρότερη αδελφή της Τίνα, πριγκίπισσες στην τάξη των Ελλήνων πλοιοκρατόρων που κατακτούσαν την υδρόγειο, μεγάλωσαν μεταξύ Αγγλίας και Νέας Υόρκης με όλες τις ανέσεις.

Μιλούσαν ελληνικά με τη μητέρα τους, αγγλικά στο σχολείο και γαλλικά με τις γκουβερνάντες τους. Ήταν κοσμικές, ντύνονταν σε μόδιστρους όπως ο Έλληνας Jean Dessès και, ήδη από τα εφηβικά τους χρόνια, έγιναν αντικείμενο πολιορκίας και θαυμασμού από δύο μεγάλους αντιζήλους στο χώρο της ναυτιλίας, που ήθελαν στο πλευρό τους μια κόρη Λιβανού. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος όμως κονταροχτυπήθηκαν για την ξανθιά Τίνα και όχι για την πιο συνεσταλμένη μελαχρινή Ευγενία.

Ο Νιάρχος είχε ζητήσει την Τίνα σε γάμο από τον Λιβανό, αλλά εκείνος αρνήθηκε καθώς η κόρη του δεν ήταν ούτε 18 ετών. Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, ο Λιβανός αποδέχθηκε την πρόταση του Ωνάση, που παντρεύτηκε την Τίνα το 1946. Ο Νιάρχος δεν μπορούσε να μείνει πίσω, και ξαφνικά η Ευγενία τού αποκαλύφθηκε υπό νέο φως. Τη ζήτησε σε γάμο και την παντρεύτηκε ένα χρόνο αργότερα.

Η ιστορία του Σταύρου Νιάρχου με την κόρη του Χένρι Φορντ, ιδρυτή της περίφημης αυτοκινητοβιομηχανίας, επέφερε ανήκεστο βλάβη στο γάμο του. Έπειτα από δεκαοκτώ χρόνια και έχοντας αποκτήσει τέσσερα παιδιά με την Ευγενία –στον ερχομό του πρώτου τους γιου, της είχε χαρίσει ένα διαμάντι 128 καρατίων–, έκανε τη μεγάλη ανατροπή αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Τον Αύγουστο του 1965 συνάντησε την κόρη του Χένρι Φορντ, την 20χρονη τότε Σαρλότ Φορντ, την οποία άφησε έγκυο. Έπειτα από πίεση του πατέρα της νεαρής, ζήτησε από την Ευγενία να του δώσει διαζύγιο στο Μεξικό. Εκείνη, ταπεινωμένη καθώς τα νέα είχαν κάνει το γύρο του κόσμου, δεν αρνήθηκε, κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον Έλληνα κροίσο για να παντρευτεί τη Σαρλότ, η οποία του χάρισε μια κόρη, την Έλενα.

Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, ο Νιάρχος άφησε τη νέα του σύζυγο για να επιστρέψει στη νόμιμη – η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε αναγνωρίσει ποτέ το μεξικανικό διαζύγιο του εφοπλιστή. Η Ευγενία Νιάρχου δέχθηκε ξανά το σύζυγό της στην οικογενειακή εστία έχοντας συγχωρήσει την πράξη του και, φαινομενικά, αγνοώντας τα σχόλια της κοινής γνώμης.

Η βίλα του Σταύρου Νιάρχου, όπου βρέθηκε νεκρή η σύζυγός του, Ευγενία, τον Μάιο του 1970.

Το πρωί της 4ης Μαΐου 1970, ήρθε η ανακοίνωση των νέων που έκαναν τους πάντες να παγώσουν. Η Ευγενία Νιάρχου, μόλις 43 ετών, είχε βρεθεί νεκρή στο δωμάτιό της στη Σπετσοπούλα, έπειτα από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Αυτό που την είχε πιθανόν ωθήσει στο απονενοημένο διάβημα, σύμφωνα με την Καρολίν Πιγκοτζί και το «Paris Match», ήταν η πληροφορία ότι ο σύζυγός της είχε προσκαλέσει για το καλοκαίρι την 4χρονη τότε κόρη του, Έλενα, και τη μητέρα της, Σαρλότ Φορντ.

Το πόρισμα ανέφερε ότι ο θάνατός της είχε προκληθεί από τα βαρβιτουρικά. Ο Τύπος της εποχής όμως είχε άλλη άποψη προβάλλοντας ως αιτία θανάτου της τον ξυλοδαρμό της από το σύζυγό της.

Ο Νιάρχος βρέθηκε στο στόχαστρο του Τύπου. Η υπόθεση είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά για να είναι συναρπαστική: ένα πολυτελές ιδιωτικό νησί, έναν περιβόητο και εκκεντρικό Έλληνα κροίσο, την όμορφη σύζυγό του και έναν αινιγματικό, όσο και ξαφνικό θάνατο. To μυστήριο έφτασε μέχρι το πρωτοσέλιδο των «Times» του Λονδίνου. «Οι ανταγωνιστές μου με κατηγορούν και με διαβάλλουν», δήλωνε ο επιχειρηματίας, τη στιγμή που το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το θάνατο της Ευγενίας δεν έμοιαζε να εμπεριέχει συμπόνια για εκείνους που είχε αφήσει πίσω της, ούτε καν για τα παιδιά της.

Η ταφή της Ευγενίας Νιάρχου έγινε στη Σπετσοπούλα, όπου μεταφέρθηκε η σορός της με την Κρεολή, έπειτα από τρεις νεκροψίες. Ήταν το τελευταίο ταξίδι για το σκάφος.Η ελληνική Δικαιοσύνη απάλλαξε τελικά τον Σταύρο Νιάρχο από κάθε ευθύνη για το θάνατο της συζύγου του λίγο πριν από το τέλος του 1970. Αν η κοινή γνώμη εξακολουθούσε να έχει ερωτήματα –άλλωστε το ότι οι έρευνες έγιναν υπό το καθεστώς των συνταγματαρχών άφηνε κάποιο περιθώριο αμφιβολίας–, δεν ίσχυε το ίδιο για την οικογένεια της Ευγενίας.

Ο Σταύρος Νιάχρος κάνοντας ηλιοθεραπεία με όμορφη παρέα στην πλαζ της Σπετσοπούλας.

Ο Γιώργος Λιβανός, αδελφός της Ευγενίας και της Τίνας, είχε μιλήσει σχετικά στον Νίκο Γκατζογιάννη, για το βιβλίο «Ελληνική Φλόγα». «Πολλοί έλεγαν τότε ότι ο Νιάρχος ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της Ευγενίας, αν όχι στην πράξη, τουλάχιστον εμμέσως, για ψυχολογικούς λόγους, αλλά όλα αυτά είναι σαχλαμάρες. Αν κάποιος είναι δυστυχής και θέλει να αυτοκτονήσει, δεν μπορεί να πει ότι κάποιος άλλος τον ώθησε σε αυτό. Είχαμε κληθεί να καταθέσουμε στις Αρχές και ποτέ δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι εγώ, η αδελφή μου ή η μητέρα μου κατηγορούσαμε τον Νιάρχο».

Πράγματι, μεγαλύτερη ένδειξη για την αθωότητα του Σταύρου Νιάρχου δεν θα μπορούσε να υπάρξει από τη στήριξη που του έδειξε η πεθερά του, Αριέττα Λιβανού, η οποία μάλιστα ήταν από τους πρώτους που επικρότησαν και την ιδέα να παντρευτεί ο εφοπλιστής την αδελφή της Ευγενίας, Τίνα. Αυτό ήταν κάτι που επιθυμούσαν τόσο ο Νιάρχος, που από την αρχή την είχε ως στόχο, όσο και η Τίνα, που, έπειτα από δύο διαζύγια, αναζητούσε την ασφάλεια που θα της πρόσφερε ο εφοπλιστής.

«Εδώ θα ήθελα να ταφώ όταν πεθάνω», έλεγε ο Σταύρος Νιάρχος για το σημείο κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στη Σπετσοπούλα. Η επιθυμία του όμως δεν πραγματοποιήθηκε

Στο μυαλό της Αριέττας, ο γάμος με τη μικρότερη κόρη της, την αδελφή της πρόωρα χαμένης συζύγου του, θα έδειχνε ξεκάθαρα ότι ο Νιάρχος έχαιρε της απόλυτης αποδοχής της οικογένειάς της και θα υπογράμμιζε το γεγονός ότι δεν τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το θάνατο της Ευγενίας. Η ένωσή τους το 1971 ωστόσο δεν καθάρισε τα σκοτάδια και τη φημολογία που βάραιναν τους Έλληνες μεγιστάνες. Αντίθετα, ενέτεινε τη μυθολογία που ήθελε την τραγωδία να αγγίζει συχνότερα εκείνους που διέπρατταν την ύβριν του να ξεχωρίζουν, ειδικά όταν, το 1974, η Τίνα ακολούθησε τα βήματα της αδελφής της έχοντας και η ίδια πρόωρο τέλος.

Πάντα κομψή, ως κυρία Νιάρχου πλέον, έδειχνε, παρ’ όλα αυτά, πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία της. Τα χτυπήματα της μοίρας, ο θάνατος του γιου της και οι απόπειρες αυτοκτονίας της κόρης της έφεραν τη μοιραία δόση βαρβιτουρικών που έβαλε το 1974 άδοξο τέλος στη συναρπαστική ζωή της Τίνας Λιβανού, σε ηλικία μόλις 45 ετών.

Τα επόμενα χρόνια, η οικογένεια εξακολουθούσε να επισκέπτεται το ιδιωτικό νησί της, με τα μέτρα ασφαλείας να αυξάνονται δραματικά στη δεκαετία του ’80, όταν έγινε γνωστό ότι το όνομα του Νιάρχου βρισκόταν στη λίστα των υποψήφιων θυμάτων της 17 Νοέμβρη. Τα δρακόντεια μέτρα στο αγαπημένο του νησί δεν ενθουσίασαν τον εφοπλιστή, παρότι ένιωθε περισσότερο ασφαλής. Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το τελευταίο που θα περνούσε ο ίδιος εκεί.

«Εδώ θα ήθελα να ταφώ όταν πεθάνω», έλεγε για το σημείο κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στη Σπετσοπούλα. Η επιθυμία του όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Όταν πέθανε, τον Απρίλιο του 1996, πλήρης ημερών και μετά από αρκετή ταλαιπωρία, ετάφη στη Λοζάνη. Η Σπετσοπούλα όμως εξακολουθεί πάντα να είναι ο ιδιωτικός παράδεισος της οικογένειας, η δική της άγκυρα στην Ελλάδα του σήμερα.

Ωστόσο οι εποχές που το επίθετο τόσο του Νιάρχου όσο και του Ωνάση ήταν συνώνυμο του πολυτάραχου και πολυτελούς βίου τους ή των περίφημων ιδιωτικών νησιών τους έχει πλέον παρέλθει. Οι αλλοτινοί επιχειρηματικοί αντίπαλοι κληροδότησαν στο ελληνικό κράτος μεγάλα ιδρύματα που φέρουν τα ονόματά τους, τα οποία είναι σήμερα η πιο ουσιαστική τους κληρονομιά, επιδεικνύοντας ακάματη δραστηριότητα και έχοντας προσφέρει πολλαπλά και ποικιλοτρόπως στη χώρα και στους πολίτες της εδώ και δεκαετίες.

Πηγή: GRACE