Μια από τις κορυφαίες μορφές του κινήματος του δημοτικισμού και της ελληνικής διανόησης του 20ού αιώνα, ο Δημήτρης Γληνός, γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 22 Αυγούστου 1882.

Ο Γληνός πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η οικογένειά του, ανδριώτικης καταγωγής, ζούσε σε κατάσταση πενίας.


Αφού ήλθε στην Αθήνα, ο Γληνός ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να διακόψει δύο φορές τις φιλολογικές σπουδές του, για να εργαστεί ως δάσκαλος.

Υπήρξε αρχικά υπέρμαχος της καθαρεύουσας και οπαδός της περιβόητης Μεγάλης Ιδέας, αλλά σταδιακά πέρασε στο στρατόπεδο των δημοτικιστών.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο Γληνός νυμφεύτηκε την Άννα Χρόνη (1908) και αναχώρησε μαζί με εκείνη για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Ιένα και ακολούθως Λιψία), χάρη στην οικονομική στήριξη του πεθερού του.

Εκεί γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σκληρό (Γεώργιο Κωνσταντινίδη) και τον Φώτο Πολίτη και ήλθε σε επαφή με τη σοσιαλιστική ιδεολογία.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ακολούθως επέστρεψε στην Αθήνα (1911), όπου αποτέλεσε μαζί με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και τον Αλέξανδρο Δελμούζο ένα από τα κορυφαία στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Ο Γληνός, που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, ήταν τοποθετημένος στην αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού.

Σε συνεργασία με τους Τριανταφυλλίδη και Δελμούζο κατά κανόνα, ο Γληνός έδρασε από διοικητικές και μη θέσεις για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος και την αναμόρφωση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.1.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το 1926, αφού συνειδητοποίησε ότι η δυνατότητα προώθησης και στερέωσης μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μέσω των κρατικών μηχανισμών ήταν μηδαμινή, ο Γληνός αποφάσισε να απομακρυνθεί οριστικά από τα δημόσια αξιώματα.

Έχοντας πλέον περάσει σε μια περίοδο διαρκών αναζητήσεων και αμφισβήτησης του Βενιζέλου και της μοναρχίας, ο Γληνός οδηγήθηκε στη διαπίστωση πως το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο μέσα από την πάλη των τάξεων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, και αφού προηγήθηκε η έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», με το οποίο συνεργάστηκαν κατά καιρούς σημαντικοί διανοούμενοι, ο Γληνός στράφηκε σαφέστερα προς το μαρξισμό και προσέγγισε σταδιακά το ΚΚΕ.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σε αυτό το πλαίσιο, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και με την εφημερίδα του κόμματος, τον «Ριζοσπάστη».

Το καλοκαίρι του 1934 ο Γληνός επισκέφθηκε μαζί με τον Κώστα Βάρναλη τη Σοβιετική Ένωση, κι αυτό ήταν ένα ταξίδι που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα επιλογές του.

Το 1935 ο Γληνός εξορίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Κονδύλη και τον Ιανουάριο του 1936 εξελέγη βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.1.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε εκ νέου, αλλά παράλληλα γνώρισε και την πιο γόνιμη από συγγραφικής απόψεως περίοδο της ζωής του.

Επί Κατοχής ο Γληνός συνελήφθη από τους Ιταλούς και πρωταγωνίστησε στις διεργασίες για την ίδρυση του ΕΑΜ, συντάσσοντας το ιδεολογικο-πολιτικό μανιφέστο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».

Στις 26 Δεκεμβρίου 1943, κι ενώ ετοιμαζόταν να μεταβεί στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, προκειμένου να αναλάβει ηγετικά καθήκοντα, ο Γληνός, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, έφυγε από τη ζωή.

Στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 15 Ιανουαρίου 1981 υπήρχε ένα αφιέρωμα στον Δημήτρη Γληνό που είχε επιμεληθεί ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάσος Βουρνάς, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της νεοελληνικής ιστορίας.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.1.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από το εν λόγω αφιέρωμα προέρχεται το ακόλουθο απόσπασμα, που αναφέρεται στο περίφημο γλωσσικό ζήτημα, στη διαμάχη που ταλάνισε επί μακρόν τον ελληνισμό:


Διχασμός: 1916-1920. Το αντεπαναστατικό κύμα που σάρωσε τον Βενιζέλο σαρώνει και την εκπαιδευτική του πολιτική. Ο λογιοτατισμός επανέρχεται πανηγυρικά. Και ιδού πώς περιγράφει (σ.σ. ο Γληνός) την επάνοδό του στον αριστουργηματικό του λίβελλο «Οι χοίροι υίζουσιν…»*

«Τι συνέβαινε λοιπόν; Ο Παπαμάρκου (σ.σ. Χαρίσιος Παπαμάρκου, εξέχων παιδαγωγός) εβεβαίωνεν ότι χωρίς την άδειαν του Ομήρου, του Ησιόδου, του Σοφοκλέους, του Ευριπίδου, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, των λυρικών ποιητών, του Πλουτάρχου, του Αιλιανού, του Ιαμβλίχου, του Πορφυρίου, δεν είχε παραλάβει τίποτε εις τα βιβλία του. Ο Οικονόμου (σ.σ. Παναγιώτης Οικονόμος ή Οικονόμου, διακεκριμένος παιδαγωγός) εζήτει προς τούτοις και την άδειαν του Ερβάρτου (σ.σ. ο γερμανός φιλόσοφος και παιδαγωγός Γιόχαν Φρίντριχ Χέρμπαρτ ελληνιστί). Όλα έξοχα, ιατροί, φάρμακα, εργαλεία, και όμως… ο ασθενής απέθνησκε. Τα παιδιά ενύσταζαν, ενύσταζαν, ενύσταζαν. Θεέ μου, πώς ενύσταζαν. Ωσάν η ελληνική φυλή να είχεν αγρυπνήσει επί χιλιετηρίδας και να είχε συγκεντρωθεί όλη η κόπωσίς της εις τους συγχρόνους Ελληνόπαιδας. Τα παιδάρια, τα οποία εις την αυλήν του σχολείου ήσαν ζωηρότατα, ευφυέστατα, ευγλωττότατα, δαιμονιώδους ταχύτητος σκέψεως, ακατασχέτου ευκινησίας και ευθυμίας, μόλις ελάμβανον ανά χείρας τα υψηλά αυτά αποστάγματα της προγονικής γλώσσης, αρετής και σοφίας επάθαιναν ακαριαίαν νάρκωσιν, δυσθυμίαν, ανορεξίαν ψυχικήν, κόρον, γλωσσοδέτην, ανικανότητα σκέψεως. Η σκιά της ηλιθιότητος εκάλυπτε την τάξιν και τα παιδιά εξέσπων εις κακίας διαφόρους. Εγένοντο δύστροπα, αφηρημένα, τυραννικά διά τον διδάσκαλον. Τα καλύτερα επαπαγάλιζον ευσυνειδήτως «Το βόδι λέγεται καλύτερον βους, το πόδι λέγεται καλύτερον πους». Ωσάν ρητά του Κορανίου, τα οποία αποστηθίζουν κεχηναίοι (σ.σ. ή κεχηνότες, αυτοί που μένουν με ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, χάνοι, αποβλακωμένοι) ανατολίται, χωρίς να κατανοούν το περιεχόμενόν των. Φράσεις ωσάν βελόναι εις πάγον εμπηγνύμεναι εις τον παιδικόν εγκέφαλον.

— Τα κέρατα τού; Του βου! Οι δάκτυλοι τού; Του που! Ω Θεέ μου! Τι λες παιδί μου; Πρόσεχε. Ο βους, του βοός, ο πους, του ποδός. Λοιπόν: Τα κέρατα τού… του βοδός. Οι δάκτυλοι τού… του… του… πους. Α! Μα είσθε κτήνη! Είσθε ζώα! Δεν υποφέρεσθε. Γκαπ! Γκουπ!»

*Ο πλήρης τίτλος του συγγράμματος του Γληνού (έκανε σε αυτό χρήση του ψευδωνύμου Αντ. Γαβριήλ), όπου εκείνος κατέκρινε τα παλαιά αναγνωστικά (μεταξύ αυτών, το «Ελληνικόν Αλφαβητάριον» του Παπαμάρκου), ήταν ο ακόλουθος: «Οι χοίροι υίζουσιν – Τα χοιρίδια κοΐζουσιν – Οι όφεις ιύζουσιν».