Σε στοίχημα εξελίσσεται το επερχόμενο φθινόπωρο για το υπουργείο Υγείας, ύστερα από ένα ακόμα δύσκολο καλοκαίρι που ανέδειξε τη γύμνια των νοσηλευτικών δομών σε έμψυχο προσωπικό, με την έμφαση να δίνεται στην Περιφέρεια και στη νησιωτική χώρα.

Οι αλλαγές που δρομολογούνται στο… και πέντε – καθώς η τουριστική σεζόν φτάνει στην κορύφωσή της χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις σε νησιά που τους θερινούς μήνες κατακλύζονται από χιλιάδες επισκέπτες – προσδοκάται να δώσουν λύση σε μία σειρά χρόνιων προβλημάτων που ταλανίζουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, με τους γιατρούς, εντούτοις, να εκφράζουν έντονες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που έρχονται.

Στον απόηχο των υψηλών υπουργικών τόνων, που κορυφώθηκαν ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού και απαιτούσαν από τους ιδιώτες γιατρούς να συνδράμουν στις εφημερίες των δημόσιων νοσοκομείων υπό την απειλή κυρώσεων (διακοπής της σύμβασης με τον ΕΟΠΥΥ και απαγόρευσης της πρόσβασής τους στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση), η εικόνα της διογκούμενης μαύρης τρύπας που καταπίνει τις υπηρεσίες του ΕΣΥ έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί.

Το πλέον πρόσφατο επεισόδιο του… ίδιου έργου έλαβε χώρα στο Νοσοκομείο Σάμου, όπου μία – η μοναδική για την ακρίβεια – παιδίατρος διακομίστηκε στην Αθήνα με προβλήματα υγείας, λόγω της πίεσης που είχε υποστεί το τελευταίο διάστημα. Μοιραία, τα κενά της Παιδιατρικής Κλινικής επιχειρείται να καλυφθούν άρον άρον με μετακινήσεις από άλλα νοσοκομεία, την ώρα που η Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών του νησιού επιμένει πως όλα τα τμήματα λειτουργούν με το ελάχιστο ιατρικό προσωπικό.

Η εικόνα της διογκούμενης μαύρης τρύπας που καταπίνει τις υπηρεσίες του ΕΣΥ έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί

Ετσι, στο μόνο που φαίνεται να συμφωνούν η ηγεσία της οδού Αριστοτέλους και οι εκπρόσωποι των γιατρών του ΕΣΥ είναι ότι τα νοσοκομεία παρουσιάζουν μια δυστοπική εικόνα που πρέπει να ανατραπεί.

Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν έχει εξασφαλιστεί κλίμα συναίνεσης ανάμεσα στις δύο πλευρές, δεδομένου πως οι προτεινόμενες πολιτικές απαντήσεις στα προβλήματα αντιμετωπίζονται από την πλειονότητα των επαγγελματιών της υγείας ως «μπαλώματα», «πυροτεχνήματα» ή έστω αντιπερισπασμοί χωρίς αντίκρισμα, απουσία ενός συνολικότερου σχεδίου.

Οι χαμηλές απολαβές και το ντόμινο παραιτήσεων

Αναξιοπρεπείς χαρακτηρίζουν οι γιατροί του ΕΣΥ τους μισθούς που λαμβάνουν, ιδίως όταν συγκρίνουν τις απολαβές τους με ευρωπαίους – και όχι μόνο – συναδέλφους τους.

Κάπως έτσι εξηγείται και το ντόμινο παραιτήσεων ειδικευμένων στα δημόσια νοσοκομεία, που προσπαθούν με αυτή την έσχατη λύση να σβήσουν τη ματαίωσή τους –τόσο μισθολογική όσο και εργασιακή, λόγω των ασφυκτικών συνθηκών (υπερ)εργασίας – και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στον πιο… φιλόξενο ιδιωτικό τομέα ή σε δομές της αλλοδαπής.

Οι τεχνοκράτες της οδού Αριστοτέλους, ακολουθώντας την πολιτική της δημοσιονομικής σύνεσης που δεν επιτρέπει οριζόντιες αυξήσεις και διαπιστώνοντας τις τάσεις φυγής σε πιο δελεαστικά εργασιακά περιβάλλοντα, φαίνεται να επενδύουν τελικά τις ελπίδες τους στην άρση της απαγόρευσης της παράλληλης απασχόλησης των δημόσιων γιατρών στον ιδιωτικό στίβο.

Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό και ενώ η σχετική υπουργική απόφαση – που ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την απασχόληση του ιατρικού προσωπικού στον ιδιωτικό τομέα – προέβλεπε πως οι γιατροί μπορούσαν να καταθέσουν το αίτημά τους έως τις 9 Αυγούστου, δόθηκε εν τέλει παράταση έως τα τέλη του μήνα.

Αναξιοπρεπείς χαρακτηρίζουν οι γιατροί του ΕΣΥ τους μισθούς τους ιδίως σε σύγκριση με αυτούς των ευρωπαίων

Μέχρι και σήμερα πάντως, παρά τις προσδοκίες, παραμένει αμφίβολη η ανταπόκριση των δημόσιων γιατρών, καθώς έχουν μαζικά εκδηλώσει έντονη αμφισβήτηση. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, έως τις αρχές του μήνα ενδιαφέρον είχε εκδηλώσει το 15% των γιατρών κλάδου ΕΣΥ.

Το αντίστοιχο ποσοστό για τους γιατρούς των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (π.χ. Κέντρα Υγείας) υπολογιζόταν πως έφτανε το 5% έως τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου.

Σημαντικές ελλείψεις

Πολλοί ωστόσο είναι εκείνοι που δείχνουν να μην πείθονται, κάνοντας λόγο για μέτρα ανεφάρμοστα. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη τοποθέτηση του Σωματείου Ειδικευμένων Γιατρών ΕΣΥ του Νομού Μεσσηνίας.

Περιγράφοντας τις σημαντικές ελλείψεις των δομών εκεί (σ.σ.: αριθμούν περί τις 40 κενές οργανικές θέσεις γιατρών, την ώρα που το 1/3 της δύναμης καλύπτεται από επικουρικό προσωπικό), υπογραμμίζουν πως στην πράξη δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος για ιδιωτικό έργο. «Απλώς δεν γίνεται να δουλέψεις παραπάνω. Συμφέρον δικό μας και αναπόφευκτα και των ασθενών μας είναι να έχουμε ανθρώπινα ωράρια, αξιοπρεπείς μισθούς και ελεύθερο χρόνο» σημειώνουν χαρακτηριστικά.

Πάντως τις επόμενες δύο εβδομάδες αναμένεται και η επικαιροποιίηση της ίδιας υπουργικής απόφασης, που θα συμπεριλαμβάνει σε κοινή λίστα τους ειδικευόμενους, επικουρικούς αλλά και γιατρούς του ΕΚΑΒ, δίνοντάς τους επίσης τη δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου σε μια προσπάθεια να μετριαστεί το αρνητικό κλίμα, που γιγαντώθηκε μετά την πανδημία.

Ανεπαρκές μοντέλο διοίκησης

Μετά τη ΔΕΘ και σε κάθε περίπτωση εντός του φθινοπώρου θα ξεκινήσει ο νέος κύκλος συνεντεύξεων που θα καθορίσει τους νέους διοικητές και υποδιοικητές των νοσοκομείων όλης της χώρας.

Υπενθυμίζεται πως έχει προηγηθεί η τοποθέτηση των νέων διοικήσεων των Υγειονομικών Περιφερειών (ΥΠΕ) ανά την επικράτεια, οι οποίοι και θα συμμετέχουν στη διαδικασία επιλογής των επόμενων διοικητών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της περιοχής τους.

Η εν εξελίξει διαδικασία ωστόσο προχωρά με χαρακτηριστικά αργούς ρυθμούς, δεδομένου πως οι υποψήφιοι τόσο για τις ΥΠΕ όσο και για τα νοσοκομεία έδωσαν γραπτές εξετάσεις στο ΑΣΕΠ στα τέλη του περασμένου Μαρτίου. Το χρονοδιάγραμμα πάντως θέλει τη νέα φουρνιά διοικητών και υποδιοικητών να αναλαμβάνει καθήκοντα έως τα τέλη του 2024.

Εντός του φθινοπώρου θα ξεκινήσει ο νέος κύκλος συνεντεύξεων που θα καθορίσει τους νέους διοικητές και υποδιοικητές των νοσοκομείων

Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος του υπουργείου Εργασίας για την επιλογή διοικήσεων σε κρίσιμους φορείς του Δημοσίου στοχεύει στην ενίσχυση της διοικητικής αποτελεσματικότητας με γνώμονα την αξιοκρατία και τη διαφάνεια. Υπό το πρίσμα αυτό, τα όσα δρομολογούνται προλογίζουν και την ανάγκη ενός διαφορετικού μάνατζμεντ στο ΕΣΥ, που αριθμεί σημαντικά λειτουργικά προβλήματα.

Τα σχέδια που μελετώνται είναι πολλά και δίνουν το στίγμα των αναγκαίων αλλαγών στην επόμενη φάση. Οι ικανότεροι διοικητές – σε σχέση με το παρελθόν, όπου στο τιμόνι διοικήσεων του ΕΣΥ έχουν βρεθεί μέχρι και πολιτευτές, κομμωτές ή ιδιοκτήτες… βουλκανιζατέρ – θα επιδοθούν σε ένα ακόμα πιο σφιχτό μοντέλο αξιολόγησης κρίσιμων δεικτών, με στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι νοσηλείες, οι πληρότητες, τα ιατρικά λάθη, οι αναμονές στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) και η οικονομική διαχείριση. Οι υψηλές ή χαμηλές επιδόσεις στα κρίσιμα – και όχι μόνο – πεδία θα καθορίζουν και το μέλλον των ιδίων.

Παράλληλα, ο πολυαναμενόμενος – πλην ακόμη άφαντος – Υγειονομικός Χάρτης προλογίζει και την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αναμένεται να επιδιώξουν την ορθολογικότερη κατανομή δημόσιων δομών και υπηρεσιών υγείας. Εφόσον τα σχέδια αυτά δεν καταχωνιαστούν και πάλι στα υπουργικά συρτάρια, λόγω των αντιδράσεων που νομοτελειακά θα πυροδοτήσουν, η νέα στρατιά διοικητών θα παίξει σημαντικό ρυθμιστικό και λειτουργικό παράγοντα την επόμενη μέρα.

Kίνητρα για την κάλυψη κενών θέσεων σε άγονες περιοχές

Τον γόρδιο δεσμό των κενών στο ΕΣΥ, με έμφαση στην Περιφέρεια και στη νησιωτική χώρα, επιχειρούν να λύσουν οι ιθύνοντες του υπουργείου Υγείας, θεσπίζοντας οικονομικά κίνητρα για την πλήρωση των θέσεων με μόνιμο προσωπικό. Η πολυδιαφημιζόμενη ΚΥΑ, που… άργησε ένα καλοκαίρι, αναμένεται να εκδοθεί – εκτός απροόπτου – πριν από την εκπνοή του Αυγούστου σε μια προσπάθεια η έναρξη της επόμενης τουριστικής περιόδου, το 2025, να βρει τα νοσοκομεία στελεχωμένα, ιδίως σε απομακρυσμένους αλλά δημοφιλείς προορισμούς.

Αναλυτικότερα, η πρόταση του υπουργείου Υγείας που αναμένεται να αποτυπωθεί το επόμενο διάστημα σε ΚΥΑ και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προβλέπει τον τριπλασιασμό των επιδομάτων που λαμβάνουν οι γιατροί οι οποίοι εργάζονται σε άγονες περιοχές – δηλαδή, σε σημεία του χάρτη όπου λόγω γεωγραφικών, συγκοινωνιακών και άλλων συνθηκών τα νοσοκομεία ή τα Κέντρα Υγείας αντιμετωπίζουν προβλήματα στελέχωσης. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι έως και σήμερα για άγονες περιοχές του λεγόμενου «καταλόγου Α» οι γιατροί λαμβάνουν ως επίδομα περίπου 1.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ εκείνοι που έχουν προσληφθεί σε περιοχές του «καταλόγου Β» λαμβάνουν αντίστοιχο επίδομα μειωμένο κατά 50%.

Παράλληλα όμως αναμένεται να θεσπιστεί ένα ακόμα δέλεαρ για εκείνες τις ειδικότητες αιχμής που βρίσκονται πλέον στα αζήτητα, δεδομένου πως οι νέοι γιατροί τις απορρίπτουν. Η συνέπεια είναι να καταγράφονται πλέον σημαντικά κενά, ιδίως στις νοσηλευτικές δομές της Περιφέρειας, σε παθολόγους, αναισθησιολόγους, νεφρολόγους, ακτινολόγους και βιολόγους. Την ίδια στιγμή μάλιστα που η δεξαμενή των ειδικοτήτων αυτών συρρικνώνεται, οι γιατροί που τις επιλέγουν συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα. Ετσι προωθούνται διπλάσια επιδόματα για έξι ιατρικές ειδικότητες, ώστε το Επίδομα Αγόνου για τους συγκεκριμένους ειδικευμένους γιατρούς να ξεπερνά τα 7.000 ευρώ ετησίως.

Οι εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών όμως εκτιμούν πως για να διορθωθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα του αναιμικού ενδιαφέροντος των γιατρών για προσλήψεις σε «δύσκολες» περιοχές θα πρέπει παράλληλα να τρέξουν ενιαίες προκηρύξεις ανά ειδικότητα για την κάλυψη των κενών θέσεων πανελλαδικά. Και προσθέτουν πως μόνο έτσι οι γιατροί που εκδηλώνουν ενδιαφέρον θα έχουν τη βεβαιότητα πως δεν θα εργάζονται υπό επισφαλείς συνθήκες, καλούμενοι να καλύψουν ανάγκες που ξεπερνούν τις δυνατότητές τους λόγω υποστελέχωσης.

Οι εφημερίες δοκιμάζουν την υπομονή ασθενών

Πρόκειται ίσως για μία από τις μεγαλύτερες σπαζοκεφαλιές που έχουν κληθεί να διαχειριστούν οι τεχνοκράτες της οδού Αριστοτέλους. Δεν είναι τυχαίο πως έπειτα από έναν χρόνο και πλέον (για την ιστορία, το κρίσιμο αυτό θέμα είχε ήδη ανοίξει η πρώην ηγεσία του υπουργείου Υγείας στις αρχές του καλοκαιριού του 2023) το ζήτημα αυτό παραμένει μετέωρο και ανοιχτό, αφού δεν έχουν ληφθεί οριστικές αποφάσεις.

Μοιραία έως και σήμερα τα όσα εξελίσσονται στις εφημερίες των κομβικών νοσοκομείων της πρωτεύουσας δοκιμάζουν την υπομονή και την ανοχή των ασθενών αλλά και τις αντοχές του υγειονομικού προσωπικού.

Αναμονή ενός ασθενή – κατά κανόνα περιστατικό ήπιας βαρύτητας – στα ΤΕΠ ώσπου να εξεταστεί μπορεί να αγγίξει ακόμα και τις έξι ώρες

Αποτελεί άλλωστε κοινό μυστικό ότι η αναμονή από την ώρα προσέλευσης ενός ασθενή – κατά κανόνα περιστατικό ήπιας βαρύτητας – στα ΤΕΠ ώσπου να εξεταστεί μπορεί να αγγίξει ακόμα και τις έξι ώρες. Επειτα, το ίδιο σενάριο, που συχνά επαναλαμβάνεται, θέλει τον ίδιο ασθενή να περιμένει έως και έξι επιπλέον ώρες ώσπου να λάβει την τελική διάγνωση.

Νέο μοντέλο

Οι αναμονές, η γκρίνια και η δυσαρέσκεια που τσαλακώνουν την εικόνα του ΕΣΥ ήταν και οι λόγοι που πέρυσι το καλοκαίρι συγκροτήθηκε ομάδα εμπειρογνωμόνων για την εξεύρεση ενός νέου μοντέλου εφημέρευσης. Μήνες μετά όμως οι ιθύνοντες συνεχίζουν να γράφουν και έπειτα να απορρίπτουν προτάσεις, όπως ο ενιαίος τρόπος εφημέρευσης σε 1η και 2η ΥΠΕ ή η δημιουργία αυτόνομων ΤΕΠ στην Αττική, χωρίς να έχουν κλειδώσει τις τελικές αποφάσεις. Αιτία αποτέλεσαν για μία ακόμα φορά οι ελλείψεις σε κρίσιμο προσωπικό και συνεπακόλουθα οι αντιδράσεις των υγειονομικών, καθώς εντόπιζαν σημαντικές δυσλειτουργίες στα προτεινόμενα σχέδια. Πάντως, σύμφωνα με πηγές της οδού Αριστοτέλους, εντός του φθινοπώρου θα πρέπει να λήξουν οι σχετικές διαδικασίες εξέτασης των εναλλακτικών σεναρίων, ώστε να διατυπωθεί ένα νέο μοντέλο που θα αντικαταστήσει το ξεπερασμένο σύστημα εφημεριών στο Λεκανοπέδιο.

Την ίδια ώρα ωστόσο γιατροί που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή επιμένουν πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, καθώς κάθε προσπάθεια για βελτίωση των εφημεριών θα σκοντάφτει στο κενό εξαιτίας των αποτελεσματικών πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας. Και επικαλούνται στοιχεία που δείχνουν πως οι προσελεύσεις στα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής αγγίζουν ακόμα και τις 1.200 σε κάθε εφημερία. Ωστόσο το δεδομένο-κλειδί για να διαπιστώσει κανείς τις παθογένειες του συστήματος συνολικότερα είναι πως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 25%-45%, ανά περίπτωση, είναι περιστατικά ήπιας βαρύτητας που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τον προσωπικό γιατρό ή σε μια πρωτοβάθμια δομή.

Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ»