Το πρώτο από τη σειρά των ανεκδότων του Βενιζέλου που δημοσιεύομε σήμερα τοποθετείται μέσα στις δραματικές ώρες της εκλογικής αποτυχίας του, τον Νοέμβριο του 1920, και μας το αφηγήθηκαν πρόσωπα που έζησαν τα γεγονότα της ιστορικής αυτής εποχής, που παρακολούθησαν μάλιστα από κοντά τις αντιδράσεις εκείνου που βρισκότανε στο κέντρο τους.

Ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να φαντασθή το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου. Όταν την παραμονή μιλούσε από τον εξώστη του υπουργείου Συγκοινωνίας της πλατείας του Συντάγματος, είπε:

— Δεν πρόκειται να σας κουράσω, αγαπητοί μου Αθηναίοι. Είμαι κουρασμένος άλλωστε από την περιοδείαν μου ανά την Ελλάδα. Έχετε εμπρός σας χειροπιαστά τα αποτελέσματα της ιδικής μου πολιτικής. Η πολιτική των αντιπάλων μου εχρεοκόπησε παταγωδώς. Επίστευσαν εις την γερμανικήν νίκην και εγώ επίστευσα εις την νίκην της Αντάντ. Αυτοί ηθέλησαν να οδηγήσουν την Ελλάδα εις το στρατόπεδον των ηττημένων και εγώ ωδήγησα την Ελλάδα εις το στρατόπεδον των νικητών.

Και δείχνοντας τον φωτισμένο χάρτη της Μεγάλης Ελλάδος, που ήταν σχεδιασμένος στο μέγαρο Γιάνναρου, επρόσθεσε:

— Βλέπετε εκεί ότι παρέλαβα την Ελλάδα με τα σύνορά της εις την Μελούναν, ολίγες ώρες μακρυά από τη Λάρισα. Και βλέπετε πού τα ετοποθέτησα…

Όταν στο σπίτι του Ζωγράφου, της οδού Πανεπιστημίου, επληροφορήθη την εκλογική ήττα του, ένοιωσε μια βαθύτατη ψυχική συντριβή. Τα αστραφτερά μάτια του κάτω από τα ματογυάλια επήραν αμέσως κάτι το στυγνά πικραμένο και πένθιμο. Θρονιασμένος σε μια πολυθρόνα ξανάλεγε διαρκώς:

— Ώστε λοιπόν έκαμα τόσο κακό εις τον ελληνικόν λαόν κι’ εγώ δεν το ήξερα;

Μαθαίνοντας τη νίκη των Φιλελευθέρων στην Ήπειρο αισθάνθη μια ζωηρή ανακούφιση κι’ είπε για τους Ηπειρώτες:

— Οι αιώνιοι πατριώται!

Την ίδια βραδυά πήρε την απόφαση να παραδώσει την εξουσία, χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας του στρατού. Και σχηματίστηκε η κυβέρνηση Δ. Ράλλη. Την άλλη μέρα που πήγε να τον ιδή ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρεταννίας είχε ξαναβρή την ηρεμία του, κι’ εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να δικαιολογήσει την ψήφο του ελληνικού λαού.

— Φυσικόν ήτο να με καταψηφίσει ο ελληνικός λαός, έλεγε. Τον εκούρασα πολύ, γιατί τον εκράτησα υπό τα όπλα οκτώ χρόνια. Πρέπει να του δώσετε όλη σας την υποστήριξη. Και ο Κλεμανσώ και ο Λόυδ Τζωρτζ αν ευρίσκοντο στη θέση μου, θα κατεψηφίζοντο και εκείνοι.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.9.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»


Κάθε εβδομάδα ή κάθε δύο εβδομάδες εθεωρούσε απαραίτητο να επισκεφθή τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στο σπίτι του, στην οδόν Ηρώδου του Αττικού.

— Πάμε, έλεγε στον διευθυντή του πολιτικού του γραφείου, να βαφτιστούμε στην κολυμπήθρα του πατριωτισμού που συμβολίζει ο Ναύαρχος. Τι μεγάλη ψυχή! Τι μεγάλος Έλλην! Άμα τον βλέπω, νομίζω πως επικοινωνώ με το Εικοσιένα.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.9.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»


Ήταν αφάνταστη η ευλάβειά του προς τον πολίτη, όπως επίσης ήταν αφάνταστη η εξέγερσή του εναντίον του κράτους, όταν το έβλεπε να στραγγαλίζει τον πολίτη με την παντοδυναμία του. Κάποτε ένας υπουργός έφερε στο Υπουργικό Συμβούλιο μια απόφαση που εδικαίωνε έναν πολίτη και επρόσθεσε ότι έχει ακόμη περιθώριο «για να του στρίψει τον λαιμό». Ο Βενιζέλος ανατινάχτηκε μονομιάς και τον διέκοψε:

— Κυττάξετε, κύριοι, μήπως είναι ανοιχτά τα παράθυρα κι’ ακουσθή έξω αυτό που είπε ο συνάδελφος. Για να βρη ο πολίτης αυτός το δίκηο του, εν αντιδικία με το παντοδύναμον Δημόσιον, το οποίον δεν πληρώνει δικαστικά έξοδα και έχει τους νομικούς του συμβούλους διά τας υποθέσεις του, καταλαβαίνετε πόσο μεγάλο θα ήτανε το δίκηο του. Αυτό που ελέχθη είναι φοβερόν. Εγώ εν πάση περιπτώσει θα εντρεπόμουν να κυβερνώ ένα κράτος μπαταξήδων!



Καθώς είναι γνωστό, ο αείμνηστος βασιλιάς Αλέξανδρος, ενώ άμα ανέβη στον θρόνο ήταν εναντίον του Βενιζέλου, ύστερα από τον θρίαμβο του Βενιζέλου άρχισε να του δείχνει μεγάλη αφοσίωση και θαυμασμό. Ο Βενιζέλος είχε συγκινηθή γι’ αυτά τα αισθήματα του Αλέξανδρου και μια μέρα είπε στον Ρέπουλη:

— Σήμερα, φίλτατε, ο Αλέξανδρος μού εξωμολογήθη τον έρωτά του για την «Ασπασίτσα» και κατόπιν εζήτησε την άδεια να την παντρευτή. Του την έδωσα με όλη μου την καρδιά και του είπα ότι θα κάμω το παν για να πραγματοποιηθή αυτός ο γάμος. Γιατί όχι; Θα είναι ένα ζευγάρι χαριτωμένο. Ο Αλέξανδρος είναι ένα ωραίο παιδί και η Ασπασία μία γλυκύτατη Ελληνίδα από άριστο σπίτι. Τι καλύτερο γάμο μπορούμε να φαντασθούμε; Να ζήσουν και να ευτυχήσουν τα παιδιά!



Ξαναγυρίζομε στο Παρίσι, τον καιρό που έγινε η Διάσκεψη της Χάγης για το περίφημο ζήτημα των επανορθώσεων, τότε που αντιμετωπίσαμε τον κίνδυνο να μειωθούν τα ποσά μας. Και χάρη σ’ ένα δεξιώτατο χειρισμό του Βενιζέλου πετύχαμε όχι μόνο την αύξηση του ποσοστού μας, αλλά και την κάλυψη με τας επανορθώσεις άλλων μας υποχρεώσεων, ακόμη κι’ ένα περίσσευμα υπέρ του προϋπολογισμού.

Θυμόμαστε ότι από έναν απεσταλμένο γαλλικής εφημερίδος, τον αρχισυντάκτη του «Εντράν» Μωρίς ντε Βαλέφ, που είχε πεταχτή στη Χάγη για να περιγράψει την πρώτη συνεδρίαση, εζητήσαμε πληροφορίες για τα ζητήματα της Ελλάδος. Μας καθησύχασε απόλυτα. Και όμως ο ίδιος έσπευσε να βεβαιώσει ότι δεν εμίλησε για την Ελλάδα με κανέναν επίσημο. Ούτε επεκοινώνησε με ξένες αποστολές, για να υποτεθή ότι είχε αυτή την εντύπωση από εκείνες. Ούτε την ελληνική άποψη για τις επανορθώσεις ήξερε καλά-καλά.

— Τότε πώς μας δίνετε, τον ρωτήσαμε, μια τόσο καθησυχαστική πληροφορία;

— Γιατί, απλούστατα, είδα τον Βενιζέλο.

— Και σας εδήλωσε πως είναι αισιόδοξος;

— Όχι. Άλλωστε δεν τον είδα παρά μόνο από μακρυά. Αυτό όμως φτάνει. Το να είναι παρών ο Βενιζέλος αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύηση.



Σε κάποια συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήρθε προς έγκριση μία εμπορική σύμβαση με την Περσία, όπου υπήρχε η διάταξη ότι παρέχονται στην Περσία τα δικαιώματα «του μάλλον ευνοουμένου κράτους». Ύστερα από την έγκρισή της ο Βενιζέλος είπε γελαστά:

— Ωραία τα καταφέραμε! Φαντασθήτε να ερχόντανε αυτή τη στιγμή οι αρχηγοί των Μαραθωνομάχων, των Σαλαμινομάχων, ο Λεωνίδας από τις Θερμοπύλες, και να μας εύρισκαν να δίνωμε τόσο φιλικά προνόμια στους Πέρσες. Με τι μούτρα θα τους εβλέπαμε;



Μια φορά που ταξίδευε μ’ ένα βαπόρι της γραμμής πηγαίνοντας στα Κύθηρα για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στρατηγού Κορωναίου, καθώς έκανε βόλτες τη νύχτα στο κατάστρωμα, κατάλαβε πως κάποιο χέρι τον έπιασε ελαφρά. Εγύρισε το κεφάλι του και είδε μια γρηούλα.

— Τι θέλεις, γιαγιά; της λέει.

— Τίποτε, γυιόκα μου! Ήθελα η καημένη να ιδώ αν είσαι κι’ εσύ από κρέας.

Η απορία της γρηάς εξέφραζε τον θαυμασμό που ένοιωθε ο λαός για τον Βενιζέλο, τόσο που πολλοί ν’ αναρωτιούνται κάποτε αν ήταν φτιαγμένος κι’ αυτός σαν τους άλλους ανθρώπους.



Ο αείμνηστος Εμμ. Τσουδερός διηγείτο ότι σε μία διάσκεψη όπου συνεζητούντο τα συμμαχικά χρέη, είδε τον Βενιζέλο, την ώρα που ο εκπρόσωπος των συμμαχικών χωρών ανέπτυσσε τις συμμαχικές απόψεις, να ανεβοκατεβάζει τον σκούφο του, πράγμα που εσήμαινε πως είχε γίνει μπαρούτι. Συγχρόνως επρόσεξε και τον σβέρκο του που είχε κοκκινίσει, όπως εκοκκίνιζε πάντα άμα εθύμωνε. Όταν του εδόθη ο λόγος μετεχειρίσθη την αυστηρότερη γλώσσα, έφτασε μάλιστα να ειπή ότι μόνο Σάυλωκ θα μπορούσαν να ζητήσουν ό,τι ζητούν οι σύμμαχοι.

— Μας ζητάτε να σας πληρώσωμε για τα γεφύρια και τους δρόμους που κατασκευάσαμε μαζί για να περάσει ο στρατός μας και τα κανόνια μας. Να σας πληρώσωμε για τις βόμβες και για τις σφαίρες που ερρίξαμε εναντίον του κοινού εχθρού. Εχώρισα το κράτος μου σε δύο για τον κοινόν αγώνα και τολμάτε να μου ζητάτε αυτά τα πράγματα; Δεν θέλω να δώσω στην τακτική σας τον αρμόζοντα χαρακτηρισμό. Σας προειδοποιώ πάντως ότι, αν ποτέ ευρίσκομαι εις την εξουσίαν και μου ζητήσετε την βοήθειάν μου, δεν πρόκειται βέβαια να την έχετε.

Ο Τσουδερός εβεβαίωνε πως ένα ελάχιστο μέρος απ’ αυτά που είπε ο Βενιζέλος να έλεγε οιοσδήποτε άλλος, θάχε άσχημα ξεμπερδέματα. Μ’ εκείνον συνέβη το αντίθετο: οι εκπρόσωποι των συμμάχων επήγαν κοντά του και τον παρακαλούσαν να μην ταράζεται γιατί όλα θα εκανονίζοντο καλά.



Και το τελευταίο τούτο ανέκδοτο, που κάνει αντικειμενικά αισθητό πόσο επί ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η έννοια της Ελλάδος και το όνομα του Βενιζέλου είχαν συγχωνευθή.

Είχε φτάσει στο Παρίσι ο Παναγής Τσαλδάρης, πρωθυπουργός τότε, και με την ιδιότητά του αυτή επισκέπτης επίσημος. Ο διευθυντής της Γκαρ ντε Λυόν πήγε ο ίδιος να επιβλέψει την αποβίβαση και να δώσει τις δέουσες διαταγές. Τις έδωσε αλλά ανάποδα, σαν να μην επρόκειτο για τον Τσαλδάρη αλλά για τον Βενιζέλο:

— Vite, vite, εφώναζε, les bagages de monsieur Venizelos.

— Γρήγορα, γρήγορα, τις αποσκευές του κυρίου Βενιζέλου.

Είχε γίνει ωστόσο γνωστό από τις εφημερίδες ότι δεν ήταν ο Βενιζέλος πρωθυπουργός. Αλλά η πραγματικότης δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Την παραμέριζε ο θρύλος, και σύμφωνα με τον θρύλο πολιτικός αρχηγός της Ελλάδος δεν μπορούσε νάναι, δεν μπορούσε να νοηθή κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

*Κείμενο του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967, δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή), που έφερε τον τίτλο «Χαρακτηριστικά ανέκδοτα του Ελευθερίου Βενιζέλου» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 5 Σεπτεμβρίου 1964.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας από τους επιφανέστερους πολιτικούς άνδρες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων στις 23 (11 με το παλαιό ημερολόγιο) Αυγούστου 1864 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936.