Στις 23 Αυγούστου 1945 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος λόγιος, λογοτέχνης και αρχειονόμος Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος), ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη συλλογή, την έρευνα και την έκδοση αρχειακού υλικού αναφορικά με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821.

Γεννημένος στη Ναύπακτο το 1867, με καταγωγή εκ πατρός (Οδυσσέας Βλάχος ονομαζόταν ο πατέρας του) από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης, ο Βλαχογιάννης υπήρξε ο πρώτος διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), που συστάθηκαν το 1914, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, κατόπιν δικής του εισηγήσεως.


Στο σύνολο των γραπτών του Βλαχογιάννη περιλαμβάνονται ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, καθώς και ένα μονόπρακτο για το θέατρο.

Σε ένα από τα συγγραφικά έργα του Βλαχογιάννη, στη συλλογή διηγημάτων που έφερε τον τίτλο «Τα παληκάρια τα παλιά» (έκδοση του 1931), ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο του δημοσιογράφου, συγγραφέα και θεατρικού κριτικού Μιχαήλ Ροδά (1884-1948), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το Σάββατο 25 Ιουλίου 1931.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.7.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ροδάς έγραφε για τον Βλαχογιάννη τα εξής:


Ένα ακόμα βιβλίο του Γιάννη Βλαχογιάννη με τον τίτλο «Τα παληκάρια τα παλιά» βγαλμένο από τον κύκλο της κλεφτουριάς, απ’ τα μεγάλα χρόνια. Δεκατέσσερα διηγήματα γραμμένα, θάλεγα, αρρενωπά, ζωγραφιά αδρή προσώπων και πραγμάτων, βουνών, αισθημάτων, στην γλώσσα του λαού που αφήνει χαρές και συγκινήσεις.

Έτσι όπως περιγράφει την αρματωλική ζωή ο Βλαχογιάννης, βλέπει κανείς διαβάζοντας τα «Παληκάρια τα παλιά» τα πρόσωπά του να κινούνται προς τον μεγάλον αγώνα, δένεται η ψυχή του με την ανδρεία των, με την αταραξία των μπροστά στον κίνδυνο, μπροστά στον χαλασμό. Πνευματική τροφή για τους μεγάλους και τους μικρούς, η ποίησις συντροφευμένη με την ζωή της κλεφτουριάς, με την ελευθερία μας.

Από τα δεκατέσσερα διηγήματα δύσκολο είνε να ξεχωρίση κανείς το καλλίτερο, γιατί όλα έχουν την ψυχική και πνευματική ενότητά τους, όλα πηγαίνουν στην πρώτη γραμμή. Μα δεν μπορώ παρά ν’ αναφέρω ιδιαίτερα το σύντομο διήγημα «Του προδότη η πληρωμή» ως αδρή περιγραφή και εικόνα και τον «αγωνιστή» ως αίσθημα. Να πώς περιγράφει τον καπετάν Θανάση, την ταραχή της ψυχής και την απόφασί του για την προδοσία που σέρνεται γύρω του:


«Ο καπετάν Θανάσης, της χώρας ο πρωτόγερος, που ζώστηκε το σπαθί σαν παληκάρι, δε συνείθιζε λόγια πολλά, κι’ άμα γύριζε τα ταμπούρια και βλογούσε παρά διάταζε, κι’ άμα στον τούρκικο καναπέ καθότανε σα βοϊβόντας καλόγνωμος κι’ άκουγε τον καθένα, κ’ έδινε συβουλές ή προσταγές. Και τώρα είχε να μιλήση ο γέροντας. Πρώτη φορά ήταν που καλούσε τη φρουρά να τον ακούση.

Μαζεύονται στην ώρα τα παληκάρια, και προσμένουν. Οι αρχηγοί πήγαν ως το κονάκι και γυρίσανε χωρίς να τον απαντήσουν πουθενά. Στείλανε και τονέ ζητήσανε στο σπίτι του, αλλά δεν τονέ βρήκαν ούτ’ εκεί.

Πέρασε όχι λίγη ώρα ανήσυχα. Κι’ άξαφνα ο γέρος φάνηκε απόνα στενοδρόμι νάρχεται μονάχος, σκυφτός, κατάχλωμος.

Τα παληκάρια, που ήτανε στρωμένα καταγής, τινάχτηκαν ορθά. Βρόντησαν τ’ άρματά τους. Οι αρχηγοί βγήκανε μπροστά να τον καλοδεχτούνε. Βαθειά σιωπή βασίλευε. Με την παλάμη κατάστηθα, μ’ άσκεπο κεφάλι, χαιρέτισαν τον καπετάνο πέρα και πέρα τα παληκάρια. Με κόπο, με πόνο ανέβηκε ο γέρος το πεζούλι. Στάθηκε απάνω αμίλητος, με πρόσωπο σκαμμένο από τα βάσανα, θανάσιμα θλιμμένο κι’ άγριο μαζί, σα νάκρυβε χίλιες φοβέρες.


Άξαφνα τα μάτια του, κάτου από τα πυκνά λευκόφρυδά του, βγάλανε φωτιές. Σείστηκε η γενειάδα του σαν ανεμόδαρτη καλαμιά. Μ’ ένα του χεριού του κίνημα έπεσε η φλοκάτα κρεμαστή απ’ τον ώμο του· έβγαλε φωνή απόκουφη ο γέρος κ’ είπε:

— Παιδιά μου! Κρυφός οχτρός ανάμεσό μας κρύβεται! Φείδι φαρμακερό μάς φοβερίζει. Ως τώρα πολεμώντας είχαμε τα μάτια μπρος κατά τους Τούρκους· τώρα πρέπει να βλέπουμε και κατά πίσω. Δικέφαλος ο κίντυνος μάς περιζώνει. Φωτιά και πλάνη οι δύναμές του. Από της περασμένης νύχτας το παιχνίδι, που μας έπαιξαν οι Τούρκοι, και δε φτάσανε να κάμουν τον σκοπό τους, είδα κ’ ένοιωσα. Σήμερα έχω ξάστερα σημάδια.

— Τι σημάδια, καπετάνε, κράζουν πολλοί ανυπόμονα. Κρίνε πιο καθαρά.

— Κάποιος από μας, άπιστος σύντροφος, μας προδίνει στον Τούρκο γι’ άσπρα. Μολύνει τον αγώνα μας· ντροπιάζει τ’ όνομά μας. Άτιμα μάς κιντυνεύει.

Μια φωνή μανιασμένη πετιώται από τα στήθια των παληκαριών. Με θεριομένο μάτι, με το χέρι στο σπαθί, κυτάζει ένας τον άλλον, έτοιμος να σφάξη ή να σφαχτή.

— Ποιος είνε; Ποιος;

— Γι’ άσπρα θανατώνει την πατρίδα του, παραδίνει στην κόλαση την ψυχή του. Πού κρύβεται όμως; Άσπρα γυρεύει; Καίγεται για τον παρά; Να, όσα θέλει άσπρα, κι’ ας ξαναγοράση την πατρίδα του, που γι’ άσπρα την πουλάει. Άσπρα γυρεύει; Ας πάρη, ας πάρη.

Κι’ ο καπετάνος ρίχνει πέρα τη φλοκάτα κι’ είν’ άγριος έτσι, φοβερός. Ένα κοντόγιομο σακκούλι στο πλευρό του κρέμεται. Χώνει το χέρι ο καπετάνος, βγάνει χούφτες ασημένια γρόσια, και τα χύνει στα κεφάλια απάνου των παληκαριών με κυκλωτό ένα κίνημα, σαν τον γιωργό που σπέρνει.


Ο προδότης πέφτει στην παγίδα του καπετάνου γιατί αναζητάει τα πεταμένα γρόσια και την αυγή κρεμασμένον τον αγνάντεψαν οι Τούρκοι όξω από το κάστρο».

Τέτοια η περιγραφή του Βλαχογιάννη, αδρή και στερεά, επιγραμματική και ζωντανή.

[…]

Έργο αρρενωπό είνε τα νέα διηγήματα απ’ τα μεγάλα χρόνια που φανερώνουν για μια φορά ακόμα την δυνατή πνευματική δημιουργία του Βλαχογιάννη, την ποίησι και την πλατειά ψυχή του, την γνήσια και πάναγνη ελληνική καρδιά του.


Ο Μιχαήλ Ροδάς