Κάποιες φορές όλα είναι θέμα αφήγησης. Η Χεζμπολάχ ανακοίνωσε ότι εξαπέλυσε 320 ρουκέτες προς το Ισραήλ και χτύπησε 11 στρατιωτικούς στόχους. Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι χτύπησε προληπτικά σηκώνοντας 100 αεροσκάφη σημεία εκτόξευσης της Χεζμπολάχ αποτρέποντας μια μεγάλη επίθεση. Λίγο μετά έκανε και συμπληρωματικούς βομβαρδισμούς. Και τα δύο μέρη δήλωσαν ότι πέτυχαν τους στόχους τους.

Στην πραγματικότητα αυτό που είδαμε έμοιαζε με μια ιδιότυπη χορογραφία κλιμάκωσης της σύγκρουσης στα σύνορα Λιβάνου και Ισραήλ, αλλά με τρόπο που αυτή δεν θα ξεφύγει από συγκεκριμένα όρια και δεν θα γίνει ένα κανονικό «δεύτερο μέτωπο».

Η Χεζμπολάχ είχε δηλώσει εκ των προτέρων ότι θα προχωρούσε σε αντίποινα για την δολοφονία του Φουάντ Σουκούρ από τις Ισραηλινές δυνάμεις ενώ είχε δώσει στη δημοσιότητα και βίντεο που δείχνουν υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους των πυραύλων της για διαψεύσει τη ρητορική του Ισραήλ ότι αποθηκεύει οπλισμό σε κατοικημένες περιοχές. Την ίδια στιγμή φαίνεται να επιμένει στην τακτική που υιοθέτησε από την επαύριον της 7ης Οκτωβρίου, που είναι να συντηρεί το μέτωπο στα σύνορα Ισραήλ και Λιβάνου, υποχρεώνοντας, εκτός των άλλων, το Ισραήλ να διατηρεί σε συνθήκη εκτοπισμού ένα σημαντικό αριθμό πολιτών του από εκείνη την περιοχή, αλλά και να μην μπορεί να στείλει τις δυνάμεις που έχει εκεί στη Γάζα, χωρίς όμως να επιδιώκει έναν πλήρη πόλεμο. Την ίδια ώρα το Ισραήλ προσπαθεί διαρκώς να πλήττει τη Χεζμπολάχ, συνήθως ως «αντίποινα», αποφεύγοντας όμως να προχωρά σε πλήρη πολεμική κλιμάκωση όσο διατηρεί μεγάλες δυνάμεις  στη Γάζα και έχοντας πάντα την οδυνηρή ανάμνηση της αποτυχημένης εκστρατείας του 2006.

Με αυτή την έννοια, είναι ακόμη ασαφές εάν η επίθεση της Χεζμπολάχ ήταν προάγγελος της απάντησης του «άξονα της αντίστασης» στην δολοφονία Χανίγια στην Τεχεράνη. Και αυτό όπως έχει φανεί μέχρι τώρα το Ιράν δεν επέλεξε το δρόμο της γρήγορης απάντησης. Αυτό αντιστοιχεί σε μια εκτίμηση ότι ούτως ή άλλως όσο συνεχίζεται η Ισραηλινή επιχείρηση στη Γάζα διαμορφώνεται ένας συσχετισμός σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών Συμμάχων του, τόσο ως προς την παγκόσμια κοινή γνώμη όσο και ως προς το διπλωματικό πεδίο. Ρόλο σίγουρα έπαιξε και το γεγονός ότι το Ιράν ήταν σε μεταβατική περίοδο για τη συγκρότηση νέας κυβέρνησης υπό τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Μασούντ Πεζεσκιάν, η έγκριση της οποία από την Ιρανική βουλή έγινε στις 21 Αυγούστου, με σαφή την προσπάθεια να καταγραφεί εικόνα ενότητας μεταξύ του νέου προέδρου και του Ανώτατου Ηγέτη Χαμενεΐ.

Όμως, η πιο βασική παράμετρος που επικαθορίζει τις εξελίξεις είναι η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για την εκεχειρία που ακόμη συνεχίζονται. Η δυσκολία των διαπραγματεύσεων έχει να κάνει ακριβώς με το πώς θα αποτυπωθεί ο πραγματικός συσχετισμός στη Γάζα όπου παρά τους μακρόχρονους ανελέητους βομβαρδισμούς και τους πάνω από 40.000 νεκρούς, το Ισραήλ δεν έχει πετύχει να «διαλύσει τη Χαμάς» που υποτίθεται ότι είναι ο στρατηγικός του στόχος. Επομένως, οι απαιτήσεις ιδίως της ισραηλινής πλευράς αντιμετωπίζονται ως προσπάθεια να παγιώσει μια συνθήκη αναντίστοιχη της πραγματικής.

Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι πιέσεις στο Ισραήλ να δεχτεί την εκεχειρία, καθώς όλοι καταλαβαίνουν ότι εάν καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις για την εκεχειρία, η πιθανότητα και το Ιράν και οι υπόλοιπες δυνάμεις του «άξονα της αντίστασης» θα είναι αρκετά πιο πιθανό να προχωρήσουν σε εκείνη την κλιμάκωση που θα οδηγούσε σε μια περιφερειακή σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες.

Όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να πάμε σε εκεχειρία κυρίως γιατί η δυναμική της στρατηγικής που έχει επιλέξει η συμμαχία του Νετανιάχου με την ακροδεξιά είναι πολύ περισσότερο η προσπάθεια μα κάθε τρόπο να εξωθηθούν οι Παλαιστίνιοι σε μαζική αποχώρηση, στην προσπάθεια για έναν ορίζοντα όπου πολύ απλά δεν θα μπορεί να τεθεί οποιοδήποτε θέμα για «λύση δύο κρατών».

Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι τη στιγμή που θα τερματιστεί ο πόλεμος στη Γάζα, το Ισραήλ θα βρεθεί αντιμέτωπο με την τεράστια εσωτερική του διαίρεση και πόλωση, ο δε Νετανιάχου αντιμέτωπος όχι μόνο με την μεγάλη δυσαρέσκεια από σημαντικό μέρος της κοινωνίας αλλά και την ενδεχόμενη δικαστική παραπομπή του.

Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ένα μέρος της Ισραηλινής ηγεσίας όχι μόνο επιδιώκει την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων, παρά την πίεση από την κοινή γνώμη για εκεχειρία και επιστροφή των ομήρων που παραμένει ζωντανοί, αλλά και θα ήθελε το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης με το Ιράν.

Και αυτό γιατί μια τέτοια περιφερειακή σύγκρουση θα εξασφάλιζε την εμπλοκή των συμμάχων και κυρίως τον ΗΠΑ στη σύγκρουση, αλλά και θα επέτρεπε στο Ισραήλ να συνεχίσει τις επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις στη Γάζα χωρίς πίεση για ανακωχή.

Όλα αυτά μεταφέρονται ως πίεση προς την αμερικανική πλευρά. Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν θέλει πάρα πολύ την εκεχειρία ακριβώς γιατί οι Δημοκρατικοί είναι το κόμμα που «εσωτερικεύει» τη σύγκρουση, καθώς μια παραδοσιακή στάση πλήρους στήριξης του Ισραήλ, την ώρα που ένα μέρος της εκλογικής του βάσης σήμερα είναι αλληλέγγυο στους Παλαιστινίους.

Όμως, η ικανότητα των ΗΠΑ, σε αυτή τη βάση, να πιέσουν το Ισραήλ δεν είναι τόσο μεγάλη, ακριβώς επειδή την ίδια στιγμή παραμένουν η δύναμη που στηρίζει το Ισραήλ περισσότερο από κάθε άλλη.