Παραδοξολογημάτων συνέχεια: Η οριακή κρίση που αντιμετωπίζει ο πολιτισμός μας (ο τρόπος της ζωής μας) σήμερα, καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο δίλημμα: Αν θα επιμείνουμε στη δυτική κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου ως προσωπείου (persona) ή αν θα ξαναγυρίσουμε στην ελληνική κατανόηση του προσώπου, στην ταύτιση προσώπου και υποστάσεως, στο πρόσωπο ως υπόσταση τού Είναι, υπόσταση της ύπαρξης ως ζωής πέρα από χώρο και χρόνο.

Η δυτική (και αρχαιοελληνική) αντίληψη για το πρόσωπο ως προσωπείο, δηλαδή επίθεμα κοινωνικό πάνω στην προκαθορισμένη οντότητα του ανθρώπου, εκφράζεται στον πολιτισμό των «δικαιωμάτων του ατόμου»: στην ορθολογική ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απρόσωπης κοινωνικής μονάδας, στην αλλοτρίωση του ανθρώπου από την «πολιτικοποίηση», δηλαδή την ατέρμονη διεκδίκηση περισσότερων απρόσωπων δικαιωμάτων, στην ουδετεροποίηση του ανθρώπου σε καταναλωτική μονάδα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.8.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από την άλλη μεριά, πάνω στην ταύτιση προσώπου και υποστάσεως από την ελληνική πατερική θεολογία του 4ου και 5ου αιώνα οικοδομείται ο χιλιόχρονος βυζαντινός πολιτισμός, η υψηλότερη έκφραση ποιότητας του ανθρώπινου βίου. Και αυτός ο πολιτισμός επέζησε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τα σημάδια του σώθηκαν ως πριν από δυο γενεές, προτού ο εκχυδαϊσμός της χρησιμοθηρίας και ο μηδενισμός της αυτονομημένης οικονομίας κατακλύσει και παραμορφώσει και το χώρο της ελληνικής ανατολής.

Αγνοώντας σήμερα τη δυναμική ανασύνθεση της αρχαιοελληνικής παράδοσης από την πατερική θεολογία των μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, παραδινόμαστε άφωνοι στην αλλοτρίωσή μας από το καταναλωτικό σύστημα. Γιατί ένας ουσιαστικά ελληνικός λόγος σήμερα, αναιρετικός της καταναλωτικής μας αφωνίας, δεν είναι δυνατό να αρθρωθεί παρά μόνο μέσα από το χώρο της ορθόδοξης θεολογικής Παράδοσης, μόνο ως έκφραση και μαρτυρία της απόλυτης οντολογικής προτεραιότητας του προσώπου-υποστάσεως.

Οι Νεοέλληνες σήμερα αναζητάμε μια υποτυπώδη ταυτότητα ελληνικού λόγου στη γλωσσική συνέχεια που σώζεται στα χείλη του λαού, έστω και εξευρωπαϊσμένου. Ή επικαλούμαστε το στοιχείο του «μέτρου» και της «αρμονίας» που χαρακτήριζε τον αρχαιοελληνικό λόγο τόσο στην ποιητική – καλλιτεχνική του διατύπωση όσο και στις κοινωνικοπολιτικές – «δημοκρατικές» του εφαρμογές.

Αλλά το «μέτρο» και η «αρμονία» είναι ο αισθητικός τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να συλλαβίσει τον ελληνικό λόγο η ευρωπαϊκή «Αναγέννηση». Και η Ελλάδα ως γενέτειρα της δημοκρατίας των Ευρωπαίων είναι μάλλον μια πλαστογραφία των πολιτικών προεκτάσεων του ελληνικού λόγου από τον δυτικό «Διαφωτισμό». Αγνοείται τραγικά και στις δυο περιπτώσεις το μέγιστο των αρχαιοελληνικών επιτευγμάτων: ο δυναμικός χαρακτήρας της γνώσης και η άρνηση να αντικειμενοποιηθεί η αλήθεια σε εννοιολογικές κατασκευές ή σε πολιτικά συστήματα «γενικής ευτυχίας». Όπως αγνοείται και το αδιέξοδο της αρχαιοελληνικής ανθρωπολογίας, η αδυναμία της να λυτρώσει υπαρκτικά τον άνθρωπο, να δει την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ως υπόσταση ζωής πέρα από χώρο και χρόνο.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.8.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αν λοιπόν ξαναγυρίσουμε σήμερα στον ελληνικό λόγο της πατερικής θεολογίας, θα είναι ακριβώς γιατί ζητάμε μια φιλοσοφία, δηλαδή ένα περιεχόμενο ζωής, με οικουμενικό δυναμισμό και πανανθρώπινη καθολικότητα. Ένα λόγο «σοφίας» και «τέχνης» που μπορεί να απαντήσει καίρια και ουσιαστικά όχι σε αφηρημένες απορίες ή στους ιδεολογικούς ακροβατισμούς νοησιαρχικών «συστημάτων», αλλά στα οριακά προβλήματα ζωής και θανάτου που αντιμετωπίζει ο πολιτισμός μας: Στην απανθρωπία των πολιτικών και οικονομικών ολοκληρωτισμών, στη θανατερή απειλή της μόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος, στην αλλοτρίωση του ανθρώπου από τις αυτονομημένες δομές «γενικής ευτυχίας», στην απειλή του πυρηνικού αφανισμού του πλανήτη.

Το παραδοξολόγημα αυτής εδώ της «αντιεπιστημονικής» επιφυλλίδας είναι πως μόνο η ταύτιση προσώπου και υποστάσεως μπορεί να σημαίνει έμπρακτα τη ριζοσπαστική άρνηση της αντικειμενοποίησης του ανθρώπου και του κόσμου, και επομένως μια θεμελιακή αλλαγή στη λειτουργία της οικονομίας και των πολιτικών και κοινωνικών δομών. Όχι αυτόματα και μηχανιστικά, όπως το θέλουν οι συμπαθείς αλλά αφελείς θιασώτες των ποικίλων «επαναστατικών αλλαγών». Αλλά με εκείνο τον παράδοξο και αντικειμενικά απροσδιόριστο δυναμισμό που έχει η στάση του ανθρώπου απέναντι στην αλήθεια — το μόνο δυναμισμό που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς.

Το πέρασμα από τη θεολογία της οντολογικής προτεραιότητας του προσώπου στις πολιτιστικές και κοινωνικοπολιτικές της συνέπειες μπορεί να μοιάζει αυθαίρετο παραδοξολόγημα, αλλά δεν είναι ουτοπική και νεφελώδης νοσταλγία. Λίγο να καθαρίσουμε το πρόσωπο του τόπου μας από τα ευρωπαϊκά φτιασίδια που το παραμορφώνουν και το διαβρώνουν, λίγο να σκύψουμε στις ρίζες της ελληνικής παραδοσιακής κοινότητας και οικογένειας, θα βρούμε αυτή τη θεολογία να είναι τρόπος ζωής και οργάνωσης του καθημερινού βίου. Οπωσδήποτε, να ξαναγίνει αυτός ο τρόπος ζωής άξονας της παιδείας μας και παράγοντας πολιτικών μετασχηματισμών και κριτήριο για μια διπλωματία με ουσιώδεις στόχους, δεν είναι κάτι που κατορθώνεται εύκολα και ανώδυνα. Χρειάζεται μακρόχρονη και επίπονη δουλειά από ανθρώπους υποψιασμένους για τα μέγιστα και τίμια της πνευματικής μας παράδοσης και με θετική και δημιουργική αγωνία για την εθνική και πολιτιστική μας επιβίωση.

Αλλά από την άλλη μεριά το αδιέξοδο γίνεται όλο και πιο πνιγηρό, και η ανάγκη της αλλαγής ή «μετάνοιας» όλο και πιο φανερή. Η κατανάλωση, αποκλειστικό πια ιδανικό της σημερινής ζωής μας των Νεοελλήνων και μοναδικός στόχος των πολιτικών προγραμμάτων, αποδείχνεται κάθε μέρα και περισσότερο δηλητηριασμός της ζωής και θανατερή ασφυξία. Οι διαπιστώσεις είναι κοινός τόπος: Η καταναλωτική υστερία τρέφει την αλόγιστη βουλιμία του εύκολου κέρδους, ασχημονεί πάνω στο απαρόμοιαστο κάλλος της γης μας, οδήγησε στον εκβαρβαρισμό της καλαισθησίας των Νεοελλήνων, μεταμόρφωσε σε βούρκο τις ελληνικές θάλασσες, τις πόλεις σε τσιμεντένιες φυλακές, φαρμακώνει τον αέρα που ανασαίνουμε. Η ίδια αυτή βουλιμία συντηρεί τον παρασιτισμό, την κοινωνική αναταραχή, την ανισότητα και την αδικία.


«Να εργαζόσαστε περισσότερο και να καταναλώνετε λιγότερο», μας είπαν προ καιρού υπεύθυνα χείλη. Αλλά γιατί; Ποιο άλλο περιεχόμενο ζωής έχουμε να βάλουμε στη θέση της κατανάλωσης; Ποιαν άλλη υπαρκτική ή ψυχολογική δικαίωση της ατομικής του ζωής μπορεί να βρει ο Νεοέλληνας σήμερα; Το αφιόνι της πολιτικοποίησης για την πνευματική αποχαύνωση της νεολαίας ή η τηλεόραση για τις μεγαλύτερες ηλικίες αποδείχνεται η πιο αμφίβολη και οπωσδήποτε αναξιόπρεπη λύση των προσωπικών προβλημάτων. Την παιδεία και καλλιέργεια την απορρόφησε κι αυτήν η κατανάλωση, την παραμόρφωσε σε ωμή χρησιμοθηρία, σε «εφόδιο» επαγγελματικής (δηλαδή καταναλωτικής) επιτυχίας.

Μέσα σε αυτό τον πνιγμό μπορεί να υπάρξει ελπίδα για κάποια ρήγματα που θα φέρουν στην επιφάνεια τα θαμμένα στρώματα της πολιτιστικής μας συνείδησης. Εξ άλλου, υπάρχουν ακόμα οι θεσμοί, έστω και σε τραγική αφασία, που συντηρούν τη ζωντανή ζύμη. Υπάρχει η Εκκλησία, που σώζει κάτω από τη σκέπη της τουλάχιστον την ταυτότητα τριών εκατομμυρίων Ελλήνων της διασποράς. Υπάρχει το Άγιον Όρος, συγκλονιστική πρωτοπορία ενός πολιτισμού στους αντίποδες της κατανάλωσης. Υπάρχουν οι θεολογικές Σχολές, έστω με αφανέρωτο τον ριζοσπαστικό δυναμισμό της Παράδοσης που εκπροσωπούν. Μπορεί η πολιτεία σήμερα να αποδυναμώνει συστηματικά ή να εξευτελίζει την Εκκλησία, να επιβουλεύεται αδιάκοπα το χαρακτήρα της αγιορείτικης πολιτείας, να υποβιβάζει τη θεολογία σε ασήμαντη ιεροσπουδαστική σκοπιμότητα. Αλλά όσο η ορθόδοξη λειτουργία «λειτουργεί» και η θεολογία πραγματώνεται με άξονα τον τρόπο ζωής που σώζει η λατρεία, ένας πολιτισμός στους αντίποδες της κατανάλωσης επιβιώνει μυστικά και ένας λόγος ελληνικός, σωστικός του ανθρώπου, κυοφορείται δυναμικά.

Αυτά όλα είναι σήμερα «ρήματα ωσεί λήρος» (σ.σ. λήρος σημαίνει ανόητα λόγια, μωρολογία), αυθαίρετα παραδοξολογήματα «αντιεπιστημονικής» επιφυλλίδας. Ίσως και κάποιος σπασμός οδύνης του ελληνικού προσώπου κάτω από το καταναλωτικό προσωπείο. Ίσως και ελπίδες πολύ πρώιμες για μια πάρα πολύ όψιμη άνοιξη.

*Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, που έφερε τον τίτλο «Το ελληνικό πρόσωπο και το καταναλωτικό προσωπείο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 6 Αυγούστου 1977.

Ο Χρήστος Γιανναράς, πνεύμα σπινθηροβόλο και αιρετικό, έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο, 24 Αυγούστου 2024, σε ηλικία 89 ετών. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στη μνήμη του.