Ερημιά… Και φόβος… Ακόμη κι’ οι αναπνοές λες κι’ είχαν σταματήσει. Και μόνον τα καρφοπέταλα των αλόγων στο καλντερίμι τάραζαν την σιγή του θανάτου πούχε κι’ όλας απλώσει τα φτερά του πάνω απ’ την πόλη. Οι Τούρκοι έμπαιναν στην Σμύρνη. Κι’ έξαφνα ακούστηκε μια έκρηξη, μια χειροβομβίδα. Ποιος την έριξε δεν έχει σημασία. Ήταν το σύνθημα. Κι’ η σφαγή άρχισε, κι’ η φωτιά, και βιασμοί, λεηλασίες, ένα αποκορύφωμα θηριωδίας που κράτησε δέκα ολόκληρες ημέρες. Μα και τότε ακόμη δεν τέλειωσε. Ακολούθησαν οι φάλαγγες των ενόπλων που οι Τούρκοι τούς έσυραν στην Ανατολία, για να μην ακούση κανείς, ποτέ πια, γι’ αυτούς.

Ο Μπουρνόβας, το ωραιότερο, το πολυτραγουδισμένο προάστιο της Σμύρνης, εκεί που είχαν τις βίλλες τους οι ξένοι διπλωμάτες, οι πλούσιοι έμποροι, γνώρισε, πριν την υπόλοιπη πόλη, την τουρκική θηριωδία. Ήταν απομεσήμερο της 26ης Αυγούστου όταν οι προφυλακές, οι Τσέτες, μπαίνουν στον Μπουρνόβα. Κανείς δεν φέρνει αντίσταση. Κι’ αρχίζουν αμέσως το έργο τους. Δεν πειράζουν τους ξένους. Μα σέρνουν στους δρόμους τις Ελληνίδες υπηρέτριές τους. Κι’ εκεί, στο καλντερίμι, αρχίζει το μαρτύριό τους. Δεν τις σκοτώνουν αμέσως. Πριν να βάψουν τα γιαταγάνια τους στο άλικό τους αίμα, διασκεδάζουν με την αγωνία τους — την αγωνία της παρθένας που προσπαθεί να κρύψη την γύμνια της. Ξεσχίζουν τα ρούχα τους, τις βιάζουν, κι΄ύστερα δοκιμάζουν την πολεμική τέχνη τους κόβοντας με τα σπαθιά τους τούς παρθενικούς μαστούς.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ελπίδα δεν υπήρχε πια. Κι’ οι Σμυρνιοί το είχαν πάρει απόφαση να μην αντισταθούν. Μα μπρος στο μαρτύριο εκείνο δεν κρατιέται ο καπετάν Ξηρός. Ήταν ένας Σεβδικιανός κοντραμπατζής (σ.σ. λαθρέμπορος από το Σεβδίκιοϊ ή Σεβντίκιοϊ, αμιγώς ελληνική κωμόπολη στα περίχωρα της Σμύρνης). Οι Τούρκοι τον είχαν πάρει από φόβο. Και πριν ακόμη ελευθερωθή η Σμύρνη, είχε ελευθερωθή ο ίδιος. Τον άφηναν ανενόχλητο να κυκλοφορή με τ’ άρματά του. Μπρος στο μαρτύριο των κοριτσιών του Μπουρνόβα δεν μπορεί να μείνη αδιάφορος. Μαζεύει βιαστικά μερικά παλληκάρια του και χτυπά τους Τσέτες, τους αιφνιδιάζει. Αυτοί πούδειχναν την αντριωσύνη τους στις απροστάτευτες ελληνοπούλες πηδούν στ’ άλογά τους και φεύγουν. Πολλοί Μπουρνοβαλιώτες προφθαίνουν να φύγουν. Μα οι Τούρκοι επιστρέφουν. Τα παλληκάρια του Ξηρού πολεμούν απεγνωσμένα. Κι’ όταν πέφτει κι’ ο τελευταίος, η σφαγή γενικεύεται.

«Οι Τούρκοι», θα γράψη ένας νεαρός Άγγλος στον πατέρα του, «κατέσφαξαν χωρίς έλεος όλους τους Έλληνες και Αρμενίους του Μπουρνόβα. Ούτε οι δυστυχισμένες υπηρέτριες των αγγλικών οικογενειών δεν διεσώθησαν. Ο κ. Στάικς, ένας από τους πιο διακεκριμένους κατοίκους του Μπουρνόβα, είδε τους Τούρκους να σφάζουν μπροστά του 26 δυστυχισμένα κορίτσια. Άλλες 30 υπηρέτριες, που πρόφθασαν να καταφύγουν σ’ ένα αγγλικό σπίτι, σύρθηκαν στους δρόμους και κατασφάγηκαν αφού υπέστησαν βιασμούς και βδελυρές προσβολές που είναι αδύνατον να περιγραφούν».


Η επιστολή δημοσιεύθηκε στους «Τάιμς» του Λονδίνου με την προσθήκη του ανταποκριτού της εφημερίδος ότι η περιγραφή αυτή ήταν μια μόνον πτυχή της τραγωδίας. Κι’ ήταν, πράγματι, μόνον η αρχή.

Η είδηση της σφαγής στον Μπουρνόβα έφτασε σαν αστραπή στην πόλη. Πανικόβλητοι οι κάτοικοι, αναζητούσαν μια ελπίδα σωτηρίας. Πολλοί έτρεξαν να κλειστούν στις εκκλησίες — στην Αγία Φωτεινή, την μητρόπολή τους, οι περισσότεροι. Άλλοι ζήτησαν προστασία στα ξένα ιδρύματα, τα ξένα προξενεία — άδικος ο κόπος τους. Οι κυβερνήτες των ξένων πολεμικών —κι’ υπήρχαν αγγλικά, γαλλικά, αμερικάνικα κι’ ιταλικά σκάφη— είχαν βγάλει αγήματα αλλά κι’ αυστηρές εντολές: θα προστάτευαν μόνον τους υπηκόους των. Έτσι, οι περισσότεροι διπλομαντάλωσαν τις πόρτες των σπιτιών τους και κρύφτηκαν στα κελλάρια τους.

Ψυχή στους δρόμους την επομένη, σαν μπαίνουν στην πόλη οι Τούρκοι. Δεν είναι Τσέτες, άτακτοι. Είναι πεζικό, τμήματα πειθαρχημένα, στρατιώτες με καινούργιες αμερικάνικες στολές — είναι οι στολές που είχαν στείλει οι Αμερικανοί στους Ρώσους, κι’ ο Λένιν στον Κεμάλ, τον πρώτο που ανεγνώρισε το νέο ρωσικό καθεστώς. Κι’ ο Νουρεντίν Πασάς τοιχοκολλά στους δρόμους προκηρύξεις με διαταγή του Κεμάλ ότι ο στρατιώτης που θα τολμούσε να κάνη οποιαδήποτε βιαιοπραγία, θα εξετελείτο επί τόπου.


Ήταν μια ελπίδα. Αναθάρρησαν οι τρομαγμένοι χριστιανοί. Κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθή την παγίδα: ήθελαν οι Τούρκοι να τους βγάλουν στους δρόμους, ν’ ανοίξουν τα σπίτια τους, έτσι που να τους εξοντώσουν ευκολώτερα, ταχύτερα — έτσι που κι’ έγινε.

[…]

Σάββατο άρχισε η σφαγή. Την Δευτέρα βογγούσε ολόκληρη η πόλη. Ήταν το κορύφωμα της σφαγής. Ήταν η ημέρα που έφθασε ο Κεμάλ. […] Γεμάτη πτώματα και φωτιές, αίματα και στάχτες η Σμύρνη ολόκληρη.

[…]


Όταν η φωτιά αγκάλιασε ολόκληρο το κέντρο της πόλης, δεκάδες χιλιάδες χριστιανοί χύθηκαν πανικόβλητοι στους δρόμους. Σπρωγμένοι από το ένστικτό τους, έτρεξαν στην προκυμαία. Οι λιγοστές βάρκες, τα καΐκια γρήγορα γέμισαν, όσα δεν βούλιαζαν από το βάρος. Οι πιο νέοι ρίχτηκαν στο νερό κι’ άρχισαν να κολυμπούν προς τα ξένα πολεμικά. Οι Τούρκοι τούς πυροβολούσαν απ’ την στεριά. Κοκκίνισε η θάλασσα. Αλλά κι’ όσοι κατώρθωναν να φθάσουν στα ξένα καράβια δεν είχαν καλύτερη τύχη. Κανείς δεν τους έδινε βοήθεια, δεν τους άφηναν ν’ ανεβούν να σωθούν. Οι διαταγές, όχι πια των ναυάρχων αλλά των κυβερνήσεών τους —είχαν εν τω μεταξύ ζητήσει οδηγίες—, ήταν κατηγορηματικές: θα παρείχαν προστασία μόνο στους υπηκόους τους.

*Αποσπάσματα από κείμενο του αείμνηστου δημοσιογράφου, συγγραφέα και πολιτικού Γιάννη Καψή, που έφερε τον τίτλο «Κάψτε την άπιστη Σμύρνη» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 25 Αυγούστου 1972, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την κορύφωση της ελληνικής τραγωδίας στη γη της Ιωνίας.