Βγαίνει το επιστημονικό περιοδικό του ΚΕΠΕ, οι «Οικονομικές Εξελίξεις», ένα από τα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά στη χώρα μας και δημοσιεύει δύο μελέτες που έρχονται να υπογραμμίσουν αυτό που διαισθητικά όλοι αντιλαμβανόμαστε ως προς την κατάσταση των μισθωτών στη χώρα: το γεγονός δηλαδή ότι παρά τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών έχουμε να κάνουμε όλο και περισσότερο με εργαζόμενους φτωχούς ως προς το πώς μπορούν να τα φέρουν βόλτα με τους μισθούς που παίρνουν, ακόμη και εάν αυτοί είναι υψηλότεροι σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Αντιγράφω χαρακτηριστικές φράσεις από το ένα άρθρο, αυτό του Βλάση Μισσού: «συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας –για συντομία, ωρομισθίου– υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης». Και λίγο παρακάτω: «Δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009».

Αντιγράφω και από το άλλο άρθρο, αυτό του Ιωάννη Χολέζα: «παρά τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την αύξηση των αποδοχών που τη συνόδευσε, επειδή ο ρυθμός αύξησης των αποδοχών ήταν μικρότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η διαφορά στις αποδοχές μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ27 διευρύνθηκε».

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πρώτον ότι όταν δεν κοιτάζουμε τους ονομαστικούς μισθούς, αλλά την αγοραστική τους δύναμη και κάνουμε συγκρίσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη σε αυτή τη βάση, οι μισθωτοί στην Ελλάδα βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις. Αυτό σημαίνει ότι με πραγματικούς όρους ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων είναι εργαζόμενοι φτωχοί. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα παρά τις ονομαστικές αυξήσεις τους μισθούς η απόκλιση ως προς τις αποδοχές ανάμεσα στην ΕΕ-27 και την χώρα μας να μεγαλώνει.

Αυτό εξηγεί το καθημερινό βίωμα των μισθωτών που ενώ ξέρουν ότι παίρνουν μεγαλύτερους μισθούς σε σχέση με μερικά χρόνια πριν, βλέπουν το μισθό να τελειώνει αρκετά πριν τελειώσει ο μήνας και έχουν μια διαρκή αίσθηση ότι τα πάνε χειρότερα.

Αυτό έχει να κάνει με διάφορες παραμέτρους. Έχει να κάνει με το ότι οι νέες θέσεις εργασίας δεν είναι απαραίτητα καλοπληρωμένες και δεν αναλογούν σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Έχει να κάνει με την εξέλιξη του κόστους ζωής. Και σίγουρα έχει να κάνει με το ότι επί της ουσίας το τεράστιο πλήγμα σε βάρος των μισθωτών στην περίοδο των μνημονίων δεν έχει επουλωθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υποστηρίζει, με βάση τους δικούς του υπολογισμούς ότι στην περίοδο 2015-2023 η πραγματική αποζημίωση της εργασίας κατέγραψε πτώση 8,3% και βρίσκεται στο κατώτερο επίπεδο σε όλη την Ευρώπη. Αντιθέτως τη μεγαλύτερη αύξηση καταγράφουν η Ρουμανία με 33,9%, η Λιθουανία με 31,8%, η Λετονία 30,5%, η Πολωνία με 26% και η Βουλγαρία με 25,3%.

Και ποια είναι η απάντηση του αρμόδιου υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών; Να προσπαθήσει να μας πείσει με σχετική ανακοίνωσή του ότι όλα πάνε καλά, κάνοντας ουσιαστικά επιλεκτική χρήση στατιστικών δεδομένων.

Γιατί ναι, όντως στην Ελλάδα το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα έχει αυξηθεί (δεδομένου ότι η αφετηρία ήταν ιδιαίτερα χαμηλή εξαιτίας της καταβαράθρωσης του ΑΕΠ στην περίοδο των μνημονίων) αλλά καθαυτό ως μέγεθος το κατά κεφαλή ΑΕΠ δεν σημαίνει ότι βελτιώνεται αντίστοιχα η θέση των μισθωτών. Γιατί εάν πάμε στο πώς κατανέμεται πραγματικά το ΑΕΠ, θα δούμε, με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ότι το μερίδιο των μισθών (και του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων) στο ΑΕΠ υποχώρησε το 2023 στο 47,5%.

Έπειτα, ακόμη και εάν έχουμε ονομαστική αύξηση των μέσων μισθών και των κατώτερων μισθών σε σχέση με την περίοδο πριν το 2019 και ακόμη και εάν αυτή είναι πάνω από τον αθροιστικό πληθωρισμό, αυτό δεν σημαίνει και αντίστοιχη πραγματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης και σίγουρα δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας επιμένει ότι το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί και μάλιστα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: «Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί για όλους τους τύπους νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, και πάλι με βάση τα στοιχεία της Eurostat, από το 2019 ως το 2023 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχουν αυξηθεί μεταξύ 12,3% έως 15,7%, ανάλογα με τον τύπο/σύνθεση του νοικοκυριού. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, οι αποδοχές αυτές το 2023 βρίσκονται στη 16η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 για τρεις από τις τέσσερις κύριες κατηγορίες αναφοράς, ενώ στην τέταρτη βρίσκεται στην 19η. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, η Ελλάδα είναι στη μέση της κατανομής, αφού επί συνόλου 22 κρατών-μελών με νομοθετημένο κατώτατο μισθό, σε ονομαστικά μεγέθη (δηλαδή σε ευρώ) η χώρα βρίσκεται στην 11η θέση, ενώ σε όρους αγοραστικής δύναμης η Ελλάδα βρίσκεται στην 12η θέση.»

Εδώ είναι σαφές ότι το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κάνει επιλεκτική χρήση δεικτών, απλώς και μόνο για να μπορέσει να πει ότι: «Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός ότι το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα».

Βεβαίως, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σπεύδει να διαψεύσει έναν ισχυρισμό που κανένας δεν διατύπωσε. Κανείς δεν είπε ποτέ ότι η χώρα είναι στην προτελευταία θέση ως προς το βιοτικό επίπεδο. Και όντως οι δείκτες που αναφέρει το υπουργείο ισχύουν και δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι σε σχετικά χαμηλή θέση. Όμως την ίδια στιγμή είναι η Eurostat που λέει ότι η Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση ως προς το κατά κεφαλή ΑΕΠ το 2023 υπολογισμένο με όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (pps).

Όμως, αυτή τη στατιστική, όπως και αυτή για το μέσο ωρομίσθιο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης, όπως και αυτές για την πραγματική αποζημίωση της εργασίας ή αυτή για το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ, το υπουργείο Εθνικής Οικονομία και ο Κωστής Χατζηδάκης δεν θέλουν να τις παραδεχτούν.

Και ο λόγος είναι ότι δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα της κατάστασης των εργαζομένων αλλά και τις επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής που ακολουθούν.

Γιατί εάν κοιτούσαν όλες τις άλλες στατιστικές που υπάρχουν τότε θα έπρεπε να αναμετρηθούν με άλλα πολιτικά ερωτήματα:

Πρώτον, ότι σήμερα στη χώρα χρειάζεται αναδιανομή εισοδήματος. Δηλαδή, χρειάζεται μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου πλούτου να πάει προς τη μεριά των εργαζομένων. Και αυτό θέλει πολιτική βούληση.

Δεύτερον, ότι χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στη δημιουργία θέσεων εργασίας σχετικά κακοπληρωμένων και σε κλάδους υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός. Χρειαζόμαστε στροφή σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, άρα κλάδους παραγωγικούς, τεχνολογικούς και εξαγωγικούς. Αυτοί θα δώσουν άλλη δυναμική και στην οικονομία γενικά και στο εισόδημα των εργαζομένων και προφανώς επίσης θα ανακόψουν και τη συνεχιζόμενη φυγή εξειδικευμένου δυναμικού.

Τρίτον, χρειαζόμαστε επιτέλους βιομηχανική πολιτική. Και βιομηχανική πολιτική δεν σημαίνει real estate, δεν σημαίνει χαμογελαστές σέλφι των υπουργών με όποιον δηλώνει «επενδυτής», δεν σημαίνει απλώς άλλον έναν γύρο ιδιωτικοποιήσεων (ιδίως όταν αυτός θα σημαίνει απλώς αλλαγή ιδιοκτησίας υποδομών που ήδη υπάρχουν και όχι νέα επένδυση). Σημαίνει στήριξη της δημόσιας παιδείας και έρευνας, νέες συνέργειες μεταξύ εκπαίδευσης και επιχειρήσεων, θέλει μελέτη και σχεδιασμό κλαδικό, θέλει πραγματική βελτίωση των υποδομών, θέλει ουσιαστικά κίνητρα για νέες παραγωγικές επενδύσεις σε δυναμικούς τεχνολογικούς κλάδους.

Διαφορετικά η χώρα ακόμη και εάν κατά καιρούς επιδεικνύει βελτίωση στον έναν ή τον άλλο «γενικό δείκτη», στην πραγματικότητα θα είναι μια χώρα σε αναπτυξιακή στασιμότητα, με εργαζόμενους φτωχούς να κάνουν δύο και τρεις κακοπληρωμένες δουλειές για να τα φέρουν πέραν, με διαρκή και αυξανόμενη απόκλιση από την υπόλοιπη Ευρώπη. Μια χώρα που δεν θα εμπνέει και που τελικά θα διώχνει τα παιδιά της.