27 Αυγούστου, Σάββατον. Ο μητροπολίτης κάτωχρος από την νηστείαν και την αϋπνίαν εισέρχεται την 7ην πρωινήν ώραν εις το ιερόν του ναού διά να προσευχηθή. Ο ναός επληρώθη ασφυκτικώς από τον κατηυλισμένον εις την μητρόπολιν κόσμον. Μετ’ ολίγην ώραν εμφανίζεται ο μητροπολίτης από της ωραίας πύλης, με στερεόν το γόνυ, φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας τους οφθαλμούς.

Εγονυπέτησεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος. «Η θεία πρόνοια», λέγει προς τους εκκλησιαζομένους, «δοκιμάζει την πίστιν μας, και το θάρρος μας, και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Αλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθη το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.2.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Την μεσημβρίαν ο μητροπολίτης διανέμει εις όλους φρυγμένον (σ.σ. ξεραμένον) άρτον και ελαίας, και όρυζαν (σ.σ. ρύζι) εις τα μικρά παιδία. Μετά τούτο, από το ύψος της κλίμακος του προαυλίου της Αγίας Φωτεινής, αναγινώσκει και ερμηνεύει εις τους συγκεντρωμένους πρόσφυγας περικοπάς του ευαγγελίου.

Κατόπιν προχωρεί προς τον Γολγοθάν απτόητος, χωρίς την παραμικρή σκέψι του τρόμου και της φυγής. Ο κλητήρ του μητροπολίτου, ο πιστός του από μιας εικοσαετίας Θωμάς Βουλτσίου, ως εξής αφηγείται τας τελευταίας ημέρας του μάρτυρος ιεράρχου:

«Ο αστυνόμος ωδήγησε τον δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυρειδερό Αλβανό. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε για τον δεσπότη βυσσινάδα. Έπειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο, έλειπε το αμάξι μας. Καλή τύχη, έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικανοί αξιωματικοί, και είχαν την καλωσύνη να μας δώσουν το αυτοκίνητό τους να γυρίσωμε.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.2.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εφθάσαμε στη μητρόπολι η ώρα πέντε. Χαρά όλων που μας είδαν. Ο μητροπολίτης διάβασε την προκήρυξι που του έδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξις έλεγε να μείνουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία.

Στις οκτώ το βράδυ έρχεται ένα αυτοκίνητο στην μητρόπολι με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες ωπλισμένους με λόγχες. Ήλθαν να πάρουν τον δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάη στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Επήραμε τον Ν. Τσουρουκτζόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρεις και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο· για μένα δεν είχε θέσι και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολι.

Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες που ήλθαν το απόγευμα έφερε μια κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: Αγαπητέ αδελφέ. Μας εκράτησαν απόψε, εμέ ως πρόεδρον της μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μη ανησυχήτε. Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίη. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8, με στέλλει να μάθω για τον δεσπότη. Ευρήκα τον ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον αστυνόμο που είχε πάρη τον δεσπότη. Αυτός του είπε πως τον δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δύο δημογέροντας. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη που έφυγα δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλλο».


Ο πιστός υπηρέτης του Χρυσοστόμου δεν γνωρίζει περισσότερα να μας ιστορήση. Αλλά είνε βέβαιο ότι ο Νουρεντίν, αντί άλλης δίκης, επροτίμησε να παραδώση τον ιεράρχη της Σμύρνης στον φανατισμένο όχλο να τον δικάση σύμφωνα με τους νόμους της ψυχής του.

Από διάφορες αξιόπιστες πηγές έμαθα —και τόγραψα στη μικρασιατική μου ιστορία— ότι μετά τους εμπτυσμούς και τους ραβδισμούς, μετά την αφαίρεσιν του σταυρού και του εγκολπίου, το ξερίζωμα των τριχών κεφαλής και γενειάδος, το σώμα του κατεκρεουργήθη και διεσύρθη κατά μήκος του τουρκικού μαχαλά μέχρι του Τιρκιλίκ. Το πολυβασανισμένο σώμα του άγνωστον πού ερρίφθη ή πού εξηφανίσθη.

Το σώμα του υπέστη εμπτυσμούς, ραβδισμούς, χλευασμούς, εσύρθη και διεπομπεύθη, αλλά η ψυχή του έμεινε αγνή και η ιστορία του αστιγμάτιστη, αμόλυντη, λευκή περιστερά, που θα φτερουγίζη γύρω από τα ερείπια της Αγίας Φωτεινής.

Οι Έλληνες καλούμεθα, όχι από εκδίκησιν, αλλ’ από ευγνωμοσύνην, από σεβασμόν προς ένα ήρωα, ο οποίος έλαμψε ανάμεσα στο μικρασιατικό σκοτάδι, να στήσωμεν το εθνικό μνημείο του μάρτυρος Χρυσοστόμου. Εις την ιστορίαν της καταστροφής και της ατιμώσεως, εις την συμφοράν και τον όλεθρον, υπάρχει μια φωτεινή σελίδα αυτοθυσίας και πίστεως, ορθώνεται η πελωρία μορφή του Χρυσοστόμου —ανωτέρα και του Γρηγορίου του Ε’— η οποία εξαγνίζει μια ολόκληρη φυλή.


Υπάρχει η αυτοθυσία ενός ήρωος, ο οποίος εδίδαξε με την πίστιν του ότι παραπάνω από τα ταπεινά ανθρώπινα πάθη και την μικρολογία της ζωής είνε η Ιδέα και η Πίστις, είνε η εκπλήρωσις ενός καθήκοντος υπερτέρου και μαρτυρικού.

Γιατί, όπως επιγραμματικά το είπε ο ποιητής, «θεία είνε η δόξα, μια φορά κανείς πεθαίνει…»

*Απόσπασμα από άρθρο του δημοσιογράφου, συγγραφέα και θεατρικού κριτικού Μιχαήλ Ροδά (1884-1948), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 1929, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος» (συγγραφέας του ο Σπυρίδων Λοβέρδος, υπεύθυνος εικονογράφησης ο Κωνσταντίνος Παρθένης).

Ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (Χρυσόστομος Καλαφάτης) γεννήθηκε στην Τρίγλια της Προποντίδας (περιοχή αρχαίας Βιθυνίας) στις 8 Ιανουαρίου 1867.

Ο Χρυσόστομος Σμύρνης οδηγήθηκε στο θάνατο από απηνείς διώκτες του ελληνισμού και του χριστιανισμού, υπό φρικιαστικές συνθήκες, στις 27 Αυγούστου 1922.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, έργο του Μανόλη Μεγαλοκονόμου, προέρχεται από το Ψηφιακό Αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».