Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού υπήρξε η γνώση και των δύο κυρίαρχων γλωσσών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της λατινικής και της ελληνικής, από άτομα ή και ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες. Η παράλληλη γνώση των δύο γλωσσών, φαινόμενο που αποδίδεται σε λόγους ιστορικούς, πολιτιστικούς ή απλώς πρακτικούς, πρωτοεμφανίστηκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Ρώμης, που στράφηκαν πρώιμα προς την ελληνομάθεια επιθυμώντας να γνωρίσουν έναν πολιτισμό με μακραίωνη παράδοση. Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι νέοι της πόλης διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα –παράλληλα ασφαλώς με τη λατινική– και έρχονταν έτσι σε επαφή με την ελληνική παιδεία. Η τελευταία άρχισε να καλλιεργείται ακόμα περισσότερο μετά την κατάκτηση της Ανατολής, καθώς πολλοί από τους αμέτρητους ελληνόφωνους δούλους που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη ανέλαβαν παιδαγωγικά καθήκοντα σε οικογένειες της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας.

Η διάδοση αυτή της ελληνικής γλώσσας στη Ρώμη, που κατέστη ιδιαίτερα αισθητή μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη της άρχουσας τάξης, που αναγνώριζαν την υψηλή παιδευτική αξία της. Η ελληνική εισχώρησε και στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας της Ρώμης, καθώς η πλειονότητα των χιλιάδων δούλων της πόλης προερχόταν από τις ελληνόφωνες επαρχίες της Ανατολής.

Πέραν της Ρώμης, το φαινόμενο της διγλωσσίας παρατηρήθηκε και στη Νεάπολη, αρχαιότατη ελληνική αποικία. Η πόλη αυτή, η οποία από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. απέκτησε καθεστώς αυτόνομης ρωμαϊκής πόλης (municipium), διατήρησε τόσο την ελληνική γλώσσα όσο και ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών της θεσμών, κοινωνικών και πολιτικών. Μάλιστα, η ελληνική παρέμεινε η γλώσσα των δημόσιων επιγραφών της Νεάπολης έως τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., ενώ στις ιδιωτικές επιγραφές (αναθηματικές, επιτύμβιες κ.ά.) που χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. γινόταν χρήση και των δύο γλωσσών (ελληνικής και λατινικής) από τους κατοίκους της πόλης.

Η παράλληλη γνώση –και χρήση– των δύο γλωσσών δεν υπήρξε ανάλογης έκτασης στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στις εκεί ελληνόφωνες επαρχίες η λατινομάθεια ήταν περιορισμένης κλίμακας και οφειλόταν πρώτιστα σε πρακτικούς λόγους. Έτσι, στην εκμάθηση της λατινικής προέβαιναν οι Έλληνες που στελέχωναν τις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού, καθώς και μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων των ελληνικών πόλεων που επεδίωκαν είτε να αναρριχηθούν στην ελίτ της ρωμαϊκής κοινωνίας είτε να σταδιοδρομήσουν στο διοικητικό μηχανισμό της Αυτοκρατορίας. Εξάλλου, λατινικά μάθαιναν μέχρις ενός βαθμού και όσοι Έλληνες ήθελαν να αποκτήσουν τον τίτλο του ρωμαίου πολίτη και να έχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο πολιτικά δικαιώματα (πάντως, η λατινομάθεια δεν ήταν προαπαιτούμενο για τη χορήγηση του τίτλου).

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, χάρτης του μεγάλου ρωμαϊκού κράτους περί το 2ο αιώνα π.Χ.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με τη λατινική γλώσσα (Μέρος Α’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με τη λατινική γλώσσα (Μέρος Β’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με τη λατινική γλώσσα (Μέρος Γ’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με τη λατινική γλώσσα (Μέρος Δ’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με τη λατινική γλώσσα (Μέρος Ε’)