Συγκλόνισαν και σήμερα (28/8) με τις καταθέσεις τους συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τους 104 νεκρούς, οι οποίοι με τις μαρτυρίες τους ανέδειξαν με τον πιο τραγικό τρόπο ότι έμειναν αβοήθητοι στην κόλαση και πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, για κάποιους φταίνε εκείνοι που κάηκαν οι άνθρωποί τους.

Ο Γιώργος Καίρης, ο οποίος έχασε τη σύντροφό του, μίλησε για το Γολγοθά που ξεκίνησε μετά τη δική της απώλεια.

«Μετά την κοίμησή της, ξεκίνησε ο Γολγοθάς. Ο Δήμος ήταν ανύπαρκτος, δεν είχαν ούτε λίστα νεκρών, ούτε τίποτα. Το 112 δεν λειτούργησε. Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά, σε εμάς τίποτα, 77 λεπτά έκαιγε η φωτιά ανεξέλεγκτη. Και ο κύριος Τόσκας δεν βρήκε υπηρεσιακό λάθος… Έχουμε φτάσει σε μια δίκη για πλημμελήματα, είναι σαν να δικάζουμε μια ζημιά σε ένα αυτοκίνητο. Ντρέπομαι… δυστυχώς νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους. Έχουμε φτάσει σε μια δίκη όπου προσπαθούμε να κερδίσουμε το χρόνο για να μην παραγραφεί», είπε ο μάρτυρας απευθυνόμενος στο δικαστήριο.

«Δεν έκαναν το βασικό, να μας πούμε να φύγουμε»

Το δικό της «κατηγορώ» για όσα δεν έγιναν διατύπωσε στη συνέχεια η Κάλλι Αναγνώστου, πολυεγκαυματίας η ίδια και ο γιος της που ήταν τότε μόλις 5,5 ετών και έζησε την κόλαση.

«Ο γιος μου μέχρι σήμερα προσπαθεί να αποκαταστήσει τα τραύματα. Έξι χρόνια, με απίστευτο αγώνα και ταλαιπωρία για να αντεπεξέλθει σε αυτό. Θα είναι εσαεί ασθενής λόγω των εγκαυμάτων. Έχουμε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη εμείς που απλά κοιμόμασταν εκείνο το απόγευμα. Ήμασταν εκεί μόνοι μας μέσα στην κόλαση του Δάντη, με ανθρώπους να ουρλιάζουν τη μια στιγμή και μετά να σκάνε, γιατί δεν έκαναν το βασικό, να μας πούμε να φύγουμε… Ούτε καν εκκένωση, απλά να φύγουμε από τη Μαραθώνος», τόνισε.

«Ακούστηκε για άναρχη δόμηση του Ματιού και για το ότι δεν ξέραμε πού να πάμε… για τους νεκρούς φταίμε οι ίδιοι, γιατί ήμασταν εκεί. Δικές τους ευθύνες δεν υπάρχουν. Περάσαμε 19 μήνες να ακούμε παραποιήσεις της αλήθειας και να λένε πως όλα καλά τα κάνανε», κατέθεσε η κυρία Αναγνώστου.

Τη φρίκη που έζησε μέσα στην πύρινη κόλαση στο Μάτι το 2018, ενώ βρισκόταν στο γαμήλιο ταξίδι της, περιέγραψε με τη σειρά της η Ιρλανδή Ζωή Χόλοχαν. Η γυναίκα περιέγραψε πώς είδε τον σύζυγό της να χάνεται μέσα στις φλόγες την πρώτη ημέρα του ταξιδιού τους, αλλά και τα σοβαρά τραύματα που μέχρι σήμερα την απασχολούν.

«Για μένα το Μάτι είναι μια ισόβια καταδίκη»

«Ο λόγος που ήθελα να σας μιλήσω σήμερα, είναι ότι 6 χρόνια μετά, όχι μόνο έχω τα σημάδια, τα πόδια μου έχουν αλλοιωθεί και κάνω ακόμα θεραπεία με λέιζερ. Προσπαθούν να βρουν χειρουργικές λύσεις, αλλά ο χειρουργός μου έχει πει ότι πρέπει να ζω με το σώμα μου όπως είναι. Έχασα τον αγαπημένο μου κι από τότε, αν και οι φίλοι μου, μου λένε να προχωρήσω, δεν έχω αγάπη, δεν έχω σχέσεις, ντρέπομαι για το σώμα μου και δεν θέλω να το δει κανείς.

»Δεν θα έπρεπε, άλλοι είναι αυτοί που θα πρέπει να νιώσουν άσχημα. Και κάθε νύχτα που κλείνω τα μάτια μου είμαι πίσω στο Μάτι. Μου λείπει ο Μπράιαν. Και το μόνο που βλέπω στα όνειρά μου είναι το Μάτι, πως χάνω τον Μπράιαν. Μπορεί να νομίζετε ότι 6 χρόνια είναι πολύς χρόνος, αλλά για μένα το Μάτι είναι μια ισόβια καταδίκη», εξήγησε στο δικαστήριο.

Η μάρτυρας επεσήμανε στο δικαστήριο ότι το ζευγάρι δεν ενημερώθηκε ποτέ για την πυρκαγιά. «Δεν μας τηλεφώνησε κανείς, δεν μας προειδοποίησε κανείς, ούτε ένας συναγερμός. Το καταλάβαμε όταν έπιασε φωτιά ο κήπος. Κανείς δεν ήταν εκεί για να μας βοηθήσει. Σαν να ήμασταν εγκαταλελειμμένοι», κατέθεσε και τόνισε «δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε απαντήσεις, 104 άτομα έχουν πεθάνει στην πυρά κι άλλοι ζούμε σαν ζωντανοί νεκροί και δεν έχει τιμωρηθεί κανείς…».

Περιγράφοντας πώς προσπάθησαν να ξεφύγουν από η φωτιά, η μάρτυρας εξήγησε πως στο δρόμο τους συνάντησαν πέντε παιδιά μόνα τους. «Τα πήραμε μαζί μας και από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με 3 ενήλικες. Ανοίξαμε την πόρτα και τα βάλαμε μέσα. Αλλά καταλάβαμε ότι δεν είχε χώρο για εμάς, οπότε μπήκαμε στο πορτ παγκαζ. Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω στο αυτοκίνητο. Τα μαλλιά μου άρπαξαν φωτιά και έλιωναν στο πρόσωπό μου. Ό,τι είχε μείνει από το φόρεμά μου είχε πιάσει φωτιά.

»Και τότε το αμάξι συγκρούστηκε και ένα δέντρο έπεσε πάνω μας και κυρίως πάνω στο Μπράιαν. Το χέρι με το οποίο κρατούσα το αμάξι, είχε λιώσει και με το άλλο κρατούσα τον Μπράιαν. Μόλις τον άφησα, έπεσε μέσα στη φωτιά και άρχισε να φωνάζει. Η τελευταία του κουβέντα ήταν ‘γιατί’. Συνέχιζα να φωνάζω το όνομά του ενώ τον έβλεπα να καίγεται ζωντανός. Και μετά έφυγε. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο φέρετρό μου και θα τον συνοδέψω. Δεν ήθελα να ζήσω… Εκεί που καθόμουν ξαφνικά, εμφανίστηκε κάποιος που φορούσε στολή πυροσβέστη και με πήρε μέσα από ένα τοίχο φωτιάς».

Η δίκη συνεχίζεται αύριο, Πέμπτη, με καταθέσεις μαρτύρων.