«Ήταν όλα στάχτες στη ζωή μας, έπρεπε να ξαναγεννηθούμε και να προχωρήσουμε. Είναι κάτι για εμάς που δεν θα περάσει ποτέ, η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα». Με τα λόγια αυτά η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι περιέγραψε τον εφιάλτη που ακόμα και σήμερα βιώνουν όσοι έμειναν πίσω.

Το σπίτι τους, όπως είπε η μάρτυρας, βρισκόταν σε απόσταση γύρω στα 400 μέτρα από τη θάλασσα.

«Ήμασταν, εγώ, η μητέρα μου, η αδελφή μου, ο ανιψιός μου, ο γαμπρός μου και η κόρη μου. Είχα σκοπό να φύγω γύρω στις επτά με το παιδί μου. Κάποια στιγμή αναφέρεται στην τηλεόραση ότι και στην Καλλιτεχνούπολη πρέπει να έχει πιάσει φωτιά. Μου είπαν, δεν ξεκινάς καλύτερα νωρίτερα με το παιδί. Γύρω στις 5: 30 η ώρα, μου λένε ‘σήκω φύγε θα ανησυχούμε για σένα’ – αυτή είναι η ειρωνεία, εκείνες ανησυχούσαν για μένα» πρόσθεσε, χωρίς να ξέρει τότε ότι ο κίνδυνος ήταν για εκείνους που έμειναν πίσω στο Μάτι».

«Γύρω στις 6 και τέταρτο μιλάω με την αδελφή μου και ήταν σε πανικό, σε σοκ, μου λέει θα καεί το σπίτι και μου το κλείνει. Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο Δημοκρατίας. Κάποια στιγμή, μου λέει ‘τι είναι αυτό, φωτιά’ και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου». Μετά από λίγο, όταν η μάρτυρας επιχείρησε να επικοινωνήσει με τους δικούς της ανθρώπους είχαν νεκρώσει τα τηλέφωνα.

«Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δεν μας σεβάστηκαν»

«Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί. Προσπαθούσα να βρω κάποιον από τους δικούς μου. Γύρω στις 12 – 1, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω και εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν. Στις 5 το πρωί, οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε, θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο λιμεναρχείο και τους δηλώνουμε αγνοούμενους», κατέθεσε η μάρτυρας, δείχνοντας το αλαλούμ εκείνων των κρίσιμων ωρών.

Η ίδια «έδειξε» και προς τις ευθύνες εκείνων που με τις οδηγίες τους έστελναν τους κατοίκους μέσα στην πύρινη παγίδα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό, υπήρχε ένα όργανο εκεί, που αντί να έκανε καλύτερη κατάσταση, έριχνε κόσμο μέσα».

«Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο δικαστήριο», τόνισε.

«Η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ»

Στη συνέχεια, εξετάστηκε η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία την ημέρα εκείνη βρισκόταν στο σπίτι της και περνώντας η ώρα ακούστηκε στην τηλεόραση ότι υπήρχε φωτιά στο Νταού, γι΄αυτό και προέτρεψε την ανιψιά της να φύγει με τον άνδρα της.

Τελικά, πέρασαν και την πήραν και την ίδια με αυτοκίνητο και μόλις «στρίψαμε προς Ραφήνα, αρχίσαμε να εγκλωβιζόσαστε. Όταν είδαν ότι υπάρχει φωτιά, έκαναν αναστροφή και εκεί έγινε απόλυτος συνωστισμός. Βγήκαμε σε ένα στενό που κατευθυνόταν προς θάλασσα. Ο δρόμος αυτός έβγαζε στο οικόπεδο των 26 (σ.σ. εκεί όπου βρέθηκαν απανθρακωμένοι δεκάδες άνθρωποι). Και γίνεται μια μεγάλη έκρηξη, πέφτει απόλυτο μαύρο, για πολλή ώρα ακουγόταν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω, με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει ‘καιγόμαστε, έλα’, ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό».

«Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα, αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία, βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μία οικογένεια, που έκλαιγαν νοερά, και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητό τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε. Η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά. Το θερμικό φορτίο ήταν απίστευτο. Μας είπε άνθρωπος να μπαίνουμε ανά δύο λεπτά στη θάλασσα. Και αυτό ήταν οδυνηρό. Ήρθαν αλιείς. Μας καταμέτρησαν, ήμασταν 40. Ξεκινήσαμε για Ραφήνα και φτάσαμε στο λιμάνι που υπήρχαν εθελοντές, μας έδωσαν νερό. Βρέθηκα με τύψεις απέναντι στην οικογένεια, τι να πω, πως σώθηκα από τύχη;», κατέθεσε η μάρτυρας ξαναζώντας τον εφιάλτη.

«Ακόμα και την επόμενη ημέρα, δεν υπήρχε αστυνομία»

Ο Κωνσταντίνος Σπυρίδης έχασε τον πατέρα του και υπέστησαν σωματικές βλάβες η μητέρα του και τα παιδιά του. «Μπήκα μέσα στις φωτιές, ευτυχώς με σταμάτησε κάποιος και μου είπε, αν πας θα πεθάνεις. Προσπάθησα να φτάσω μέσω θαλάσσης, εκείνη την ώρα δέχθηκα τηλεφώνημα από την σύζυγο που μου είπε πως τα παιδιά μας ήταν ζωντανά. Δέχθηκα άλλο τηλεφώνημα και μου είπαν πως και οι γονείς σου είναι ζωντανοί, αλλά με εγκαύματα».

«Έμαθα ότι θα τους πάρουν από το ξενοδοχείο. Όπως έμαθα, έφυγαν με κατεύθυνση προς Ραφήνα, μποτιλιαρίστηκαν και εκεί κατέβηκαν από το αυτοκίνητο με κατεύθυνση την παραλία για να σωθούν. Μέσα σε δύο λεπτά θα μπορούσαν να σωθούν. Έμαθα πως τα παιδιά θα πάνε στο Παίδων Πεντέλης και οι γονείς μου στο Ευαγγελισμό. Πήγα στον Ευαγγελισμό, ο πατέρας μου είχε εγκαύματα. Δεν άντεξε μετά από πολλούς μήνες εγχειρήσεων, η μητέρα μου πήρε εξιτήριο με πολλά προβλήματα όμως. Σε όλη τη διαδρομή που έκαναν, δεν είδαν κανέναν, αν εξαιρέσουμε ένα μπλόκο στη λεωφόρο Μαραθώνας όπου υπήρχε ένα περιπολικό, εάν θυμάμαι καλά. Ακόμα και μετά, την επόμενη ημέρα, δεν υπήρχε αστυνομία, η εγκατάλειψη ήταν από όλες τις πλευρές, όπως και να το δείτε», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η δίκη συνεχίζεται την Δευτέρα.