Από τον θάνατο του σπουδαίου τραγουδοποιού, Αττίκ, στις 29 Αυγούστου 1944 έχουν περάσει πια 80 χρόνια. Μοιραία, το ερώτημα για το ποιος ήταν ο, γεννημένος το 1885, Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου) μοιάζει όλο και λιγότερο άτοπο, μιας και όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν έχει τύχει να ακούσουν κάποιο τραγούδι του.

Κι όμως, για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Αττίκ υπήρξε μια κορυφαία, εμβληματική μορφή το ελαφρού ελληνικού τραγουδιού.

Η έκδοση των «Αθηναϊκών Νέων» της 29ης Αυγούστου 1944 είχε προλάβει την τραγική είδηση.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 29.8.1944, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο περίφημος και αγαπητός και γνωστός ανά το πανελλήνιον Αττίκ, από χθες τη νύχτα δεν υπάρχει στη ζωή.

»Το αηδόνι που επί δεκαετηρίδες ακούραστα ετραγουδούσε έσβυσε χθες σ’ ένα θάλαμο του κρατικού νοσοκομείου του τέρματος Αμπελοκήπων, ύστερα από μία κρίση της αρρώστειας που τον τελευταίο καιρό τον εβασάνιζε.

»Κανείς από τους συνθέτας ελαφρών τραγουδιών δεν αγαπήθηκε τόσο όσο ο Αττίκ. Διότι εκτός από την γλυκυτάτη μουσική έγραφε και τους στίχους των τραγουδιών που είχαν πάντα την πρωτοτυπία και ευγένεια της προσωπικότητός του και της ποιητικής του φλέβας. Όλα τα τραγούδια του ετραγουδήθηκαν υπό γενεές και τραγουδιώνται ακόμα και σήμερα».

Τύπος ιδιόρρυθμος

»Ο Αττίκ ήταν τύπος ιδιόρρυθμος. Ευφυέστατος, είχε εργασθή ένα διάστημα στη “μπουάτ” του Παρισιού, όπου επίσης ξεχώρισε λόγω ακριβώς της φινέτσας τους και του σπινθηροβόλου πνεύματός του.

»Στην Αθήνα ήλθε σε αμεσώτερη επαφή με το κοινόν, με την περίφημη “Μάντρα του” που διηύθυνε ο ίδιος, ετραγουδούσε τα τραγούδια του, ωργάνωνε κάθε είδους εξωφρενικούς διαγωνισμούς και προ πάντων επλημμύριζε το ιδιότυπο θέατρό του με το ακούραστο και ανεξάντλητο πνεύμα του.

»Ιδιαίτερο ταλέντο επίσης διέθετε εις την ανακάλυψη και το λανσάρισμα νέων ταλέντων. H “Μάντρα του” εξέθρεψε και νέους επιθεωρησιογράφους και νέες καλλιτέχνιδες που είδαν αργότερα την δόξα των πρωταγωνιστριών εις το ελαφρό μουσικό μας θέατρο.

»Η τελευταία του καλλιτεχνική εργασία ήταν το γύρισμα της ταινίας “Χειροκροτήματα” που περιελάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του. Η ταινία εκείνη, που παίχθηκε προ ολίγων μηνών προφητική σχεδόν, είχε και τον θάνατό του και συνεκίνησε πολύ κόσμο.

Το πρόωρο τέλος

Τελευταίως ο Αττίκ είχε υποστή μίαν εξάντλησιν. Χθες την νύκτα την ώρα που εκοιμόταν, εξύπνησε από μία δύσπνοια που του έφερε κρίσιν. Μετεφέρθη αμέσως εις το κρατικόν νοσοκομείον όπου και εξέπνευσε την νύκτα.

Ο Αττίκ ήταν 59 ετών. Εγεννήθηκε την 1ην Απριλίου 1885. Ήταν Αθηναίος. Γεννήθηκε στο Κολωνάκι. Η κηδεία του θα γίνη αύριο στις 10 π.μ. από τον ναόν του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών».

Ο θίασος της περίφημης «Μάντρας» του Αττίκ (όρθιος στο μέσον) επί σκηνής, σε φωτογραφία του 1931, με φόντο το σύνθημα «Αγαπάτε τα ζώα, τον Αττίκ και… αλλήλους»

Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Ζάχος Χατζηφωτίου γράφει στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» για τις τελευταίες ώρες του Αττίκ:

«Ο Αττίκ είχε πέσει στην εξαθλίωση της Κατοχής. Γερνούσε μέσα σε βαθιά κατάθλιψη. Δεν έγραφε πια τραγούδια. Δεν ζούσε καμιά ελπίδα από τον μακρινό του έρωτα (σ.σ. η Λουίζα Ποζέλι, που ζούσε πια στην Ιταλία), για να τον εμπνεύσει πια.

»Την τελευταία φορά, που τον είδε ο Σακελλάριος, το 1943 ήταν μέσα σ’ ένα ξύλινο καροτσάκι, απ’ αυτά που, πολλές φορές, κουβάλαγαν και νεκρούς και τον πήγαινε κάποιος. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Κι ένα βράδυ μαθεύτηκε πώς, γυρνώντας σπίτι του, έτσι όπως πολύ δύσκολα περπατούσε, σκόνταψε πάνω σ’ έναν Γερμανό, ο οποίος, έτσι όπως τον είδε, τον πέρασε για κάποιον μεθυσμένο αλήτη και τον χτύπησε.

»Λένε, πως τον έριξε κάτω και τον χτύπησε πολύ. Γύρισε σπίτι ντροπιασμένος, μέσα στα χώματα…κι αμέσως, το βράδυ εκείνο, άρχισε να παίρνει τους φίλους του στο τηλέφωνο.

»Πήρε τον Λαλάκη, τον Χαιρόπουλο, τον Σακελλάριο, τον Γιαννακόπουλο και τους έλεγε: “Γεια σας, καληνύχτα”. Εκείνοι παραξενεύτηκαν λίγο, αλλά δεν δώσανε σημασία. Το πρωί, ο Αττίκ είχε πεθάνει. Μπορεί να αυτοκτόνησε, μπορεί, στη λύπη του επάνω, για τη χαμένη αξιοπρέπειά του, να πήρε παραπάνω “Βερονάλ”.

»Το πρωί, τον βρήκαν νεκρό. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, μια ευαίσθητη ψυχή, ένας αλησμόνητος άνθρωπος, έφυγε από τούτη τη ζωή. Άδικα γιατί ήταν μόνο 59 ετών.

«Ζητάτε να σας πω»

Μία από τις πιο αλησμόνητες ιστορίες για τη ζωή του Αττίκ, που καταδεικνύει το μέγεθος της ευστροφίας του, του ταλέντου του και της σχέσης του με τον έρωτα αλλά και με το κοινό του, είναι η ιστορία για το πώς γράφτηκε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το «Ζητάτε να σας πω». Γράφει ο Ζάχος Χατζηφωτίου:

«Όλα τα τραγούδια του Αττίκ ήταν παρμένα από τον δικό του έρωτα, για τη γυναίκα που εκείνος αγαπούσε. Εκείνο τον καιρό, ο μεγάλος του έρωτας ήταν η ηθοποιός Μαρίκα Φιλιππίδου, η οποία μπορεί να μην ήταν μεγάλη ηθοποιός, αλλά είχε τα ωραιότερα γαλανά  μάτια, που πέρασαν απ’ αυτόν τον τόπο.

»Γι’ αυτήν ο Αττίκ έγραψε, στις αρχές του μεγάλου αυτού έρωτα, τον περίφημο: “Eίδα μάτια πολλά γαλανά στη ζωή μου…”

(…)

»Όταν ο Αττίκ χώρισε με τη Μαρίκα Φιλιππίδου κι έφυγε για το Παρίσι, εκείνη έμεινε στην Αθήνα και παντρεύτηκε. Πήρε έναν πολύ ωραίο άντρα και πολύ γνωστό στην Αθήνα, τον Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας, πριν βεβαίως παντρευτεί τη μητέρα της Μελίνας την Ειρήνη Λάππα.

»Περισσότερο για να τον πειράξουν και λιγότερο για να δουν την παράσταση, ο κ. και η κ. Μερκούρη πήραν δύο εισιτήρια στην πρώτη σειρά κι έκατσαν περιμένοντας ν’ ανοίξει η αυλαία.

»Μικρή τότε η Αθήνα και ήξερα τις ιστορίες του καθενός. Είδαν, λοιπόν, το ζευγάρι και, γνωρίζοντας τον έρωτα του Αττίκ με τη Φιλιππίδου και τώρα κυρία Μερκούρη, με το που άνοιξε η αυλαία, η πλατεία σείστηκε κι όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να ζητάνε από τον Αττίκ να παίξει το “Είδα μάτια πολλά…”.

»Ο Αττίκ δεν αντέδρασε καθόλου, η παράσταση προχώρησε, έγινε το διάλειμμα και, στο δεύτερο μέρος, μόλις άνοιξε η αυλαία, κάθησε στο πιάνο κι έπαιξε ένα τραγούδι, που έγραψε… μέσα στα 10 λεπτά του διαλείμματος…

Ζητάτε να σας πω
Τον πρώτο μου σκοπό
Τα περασμένα μου γινάτια
Ζητάτε “είδα μάτια»
Με σκίζετε κομμάτια

Σε μια παλιά πληγή
Που ακόμα αιμορραγεί
Μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
Αφού ο καθένας ξέρει
Τι πόνο θα μου φέρει

Είναι πολύ σκληρό
Να σου ζητούν να τραγουδήσεις
Έναν παλιό σκοπό
Που προσπαθείς να λησμονήσεις

Στο γλέντι σας αυτό
Δε θα’ τανε σωστό
Αντί για άλλο πιοτό
Να πιω εγώ φαρμάκι
Μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι

Γελάτε ειρωνικά
Και λέτε μυστικά
Κι ίσως με κάποια καταφρόνια
Μια και περάσαν χρόνια
Εσύ τι κλαις αιώνια

Γιατί βαρυγκωμείς
Δεν είδαμε και μεις
Μιαν ομορφιά μέσα στη ζήση
Δεν πήραμε απ’ τη φύση
Καρδιά για ν’ αγαπήσει

Αμ δεν είν’ οι καρδιές
Όλες το ίδιο καμωμένες
Ουτέ κι οι ομορφιές
Στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και εδώ στη συντροφιά

Σε κάθε ρουφηξιά
Ξεχνώ μιαν ομορφιά
Που γέμιζε μεράκι
Το παλιό μου τραγουδάκι

»Αυτός ήταν ο Αττίκ. Γρήγορο μυαλό, γεμάτο ταλέντο και, το τραγούδι αυτό, έγινε αμέσως μια άλλη μεγάλη επιτυχία».