Όρθρος.

Στο ναό της Παναγίας του Φάρου, στον πρώτο ναό του παλατιού, ο πρωτοψάλτης με το κεφάλι χωμένο σε καλογερική κουκούλα έχει ανάψει τη λαμπάδα κι’ ετοιμάζεται. Σκιές γλυστρούν μέσα στο σκοτάδι. Οι στέππες απ’ τη χώρα των Ρως στέλνουν με το ποτάμι του Βοσπόρου τη φρικτή παγωνιά των μέσα στην παλατιανή εκκλησία. Τα λίγα κεριά, το ορθρινό σκοτάδι, οι τοίχοι, χωρίς το χρυσάφι των μωσαϊκών, πένθιμοι, άχρωμοι, γυμνοί καθώς τους θέλησεν ο εικονομάχος βασιληάς, κάνουν το κρύο φοβερώτερο. Έξαφνα ένας ίσκιος προχωρεί ίσια στο χορό, με το κεφάλι χωμένο κι’ αυτός σε κουκούλα, στέκει μέσα στους ψάλτες κι’ ανοίγει το βιβλίο του.

«Αύγουστε!» λέγει τρέμοντας ο πρωτοψάλτης, μόλις γνώρισε τον αυτοκράτορα. Εκείνος, βυθισμένος πάντα στο ταπεινό ρούχο του, γνέφει αυστηρά ν’ αρχίσουν, κι’ ως που να ρθη στον εαυτό του ο πρωτοψάλτης και να πάψη τους ψιθυρισμούς του ο χορός που τώρα μόλις υποψιάζεται την ανέλπιστη αυτή παρουσία, ο βασιληάς των Ρωμαίων άνοιξε τον όρθρο με τη χαρμόσυνη μελωδία «Δεύτε ίδωμεν πιστοί…» Ο πρωτοψάλτης «χειροσείων» πάντα οδηγεί το χορό. Ανήσυχα όμως κυττάζει τη σκοτεινή εκκλησία, ψάχνει τις σκιές των πιστών και μελετά την κίνησί των. Ήρθαν; Θα ρθουν; Θα τολμήσουν; Θ’ αλλάξη γι’ αυτόν η τύχη; Του μέλλει να γένη ίσως πρωτοβεστιάριος; Ρεφενδάριος; Έτσι προχωρεί η Ακολουθία και μπαίνουν στις Καταβασίες. Κανένας δεν ξέρει πως μέσα στο χορό, ένας απ’ τους ψάλτες που ταυτοφωνούν υπάκουοι στις πλατειές χειρονομίες του δασκάλου είνε ο Αύγουστος εξολοθρευτής των Βουλγάρων.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.12.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όταν ήρθε το τροπάριο «Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω», ο πρωτοψάλτης απόσυρεν επιδέξια τη φωνή του, έγνεψε στο χορό να κάμη το ίδιο κι’ έμεινε ψάλτης ο αυτοκράτωρ. Μεταρσιωμένος, δέχτηκε να μελωδήση μοναχός του. Έδινε στη φωνή του την εξαίσια ταπεινότητα του αδέξιου εκτελεστή, του καλόγερου, του αμαρτωλού, και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά:

«Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω — άπλητα θυμαίνοντος ηγκιστρωμένοι — παίδες τυράννου δύσθεον γλωσσαλγίαν…» (σ.σ. οι [Τρεις] Παίδες [της Παλαιάς Διαθήκης], αγκιστρωμένοι στον πόθο του παμβασιλέως Χριστού, καταφρόνησαν την αντίθεη γλωσσολαλιά του τυράννου, ο οποίος ήταν υπερβολικά θυμωμένος) όταν στην τελευταία λέξι σπαθιά ξεγυμνωμένα, μαχαίρια, σίδερα, ρίχνονται απάνω σ’ ένα γέρο παπά. Στις κραυγές του λειτουργού οι δολοφόνοι νοιώθουν πως έχουν γελαστή. Γυρίζουν αμέσως αλλού και ψάχνοντας στο λίγο φως των κεριών δεν αργούν να πέσουν στο βασιληά και να χυμήξουν απάνω του. Με τα πρώτα χτυπήματα ο βασιληάς χυμά στο ιερό να ταμπουρωθή. Τον κυνηγούν. Το πρώτο που βρήκε μπροστά του, ένα μεγάλο σταυρό, τον σηκώνει κι’ αντιχτυπά τους δολοφόνους. Μα ο σταυρός είνε βαρύς. Τα μαχαίρια και τα σπαθιά πέφτουν γοργά και σίγουρα. «Σκύλοι! Με χρειάζεται ακόμα το Βυζάντιο!» φωνάζει ο βασιληάς. Και χτυπά με ό,τι μπορεί. Μια σπαθιά τού παίρνει το κεφάλι. Του κόβεται το ένα χέρι. Ο Λέων ο Αρμένιος σωριάστηκε στο ιερό της Παναγίας του Φάρου.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.12.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το μικρό πλεούμενο που αγωνίζεται με τα κύματα, την αυγή αυτή, να φτάση στα νησιά, φέρνει για το μοναστήρι της Πρώτης όλη τη δυναστεία. Τον Σαββάτιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Θεοδόσιο —τα τέσσερα βασιλόπουλα— τον κορμό του βασιληά μέσα σ’ ένα σακκί και την αυτοκράτειρα Θεοδοσία πεσμένη απάνω στο ματωμένο δέμα. Ποια κακή μοίρα την έκαμε να δώκη γνώμη! Πόσο χρησιμώτερη στο Βυζάντιο ήταν η κλεισούρα της στο γυναικωνίτη!

Βογγάει απάνω στο σακκί, τα βάζει με τον εαυτό της, καταργιέται τις γυναίκες που μιλούν. «Σήκω και ζώσε το σπαθί σου Αύγουστε! Σήκω και χτύπα τη βασίλισσα! Σήκω και κλείσε με στο γυναικωνίτη!» Δεν έχει ακόμα καλά ξημερώση. Αν έβγαινε κανένας στο ακρογιάλι της Πρώτης να δεχτή τον Αύγουστο —μα κανένα δε συναντούν οι βασιληάδες όταν γυρίσουν εκεί— και κύτταζεν αντίκρυ, θάβλεπε να παίζουν ακόμα μέσα στην ομίχλη, ξεχασμένα, τα φώτα του θανάτου και της χαράς. Το παλάτι λάμπει… Ο Μιχαήλ ο Τραυλός είνε βασιληάς των Ρωμαίων. Εδώ και μια ώρα σωστή τον έφεραν απ’ τη φυλακή. Τον κάθισαν στο θρόνο. Μα τα χέρια του είνε σιδεροδεμένα κι’ ο σιδεράς που τα είχε δέση δε βρέθηκεν ακόμα για να τα λύση.

Σα δε μπορούν να τον ντύσουν, του ρίχνουν απάνω του την πορφυρή χλαμύδα όπως τύχη. Ταραγμένος, κίτρινος, με τον τρόμο της φυλακής ακόμα στο μάτι του, κυττάζοντας ανήσυχα την πόρτα, γιατί δεν ξέρει τι μπορεί να προβάλη από κει, ο αυτοκράτωρ αφίνεται να τον ντύνουν, να του σωριάζουν βασιλικά εμβλήματα στον ώμο, να του φορούν τα κόκκινα πέδιλα και το στέμμα με τα κρεμάμενα μάργαρα που παίζουν στα μελίγγια του. Ξόανο άψυχο, απειλητικό και απειλούμενο, ανάμεσα σε δυο ρομφαιοκράτορες, σηκώνει λίγο για να δώση κάποια διαταγή το βαρύ χέρι του, βροντώντας τις αλυσσίδες που το δένουν, και βλέπει τις καμπύλες ραχοκοκκαλιές και τις πατούσες των ραδιούργων και των δολοφόνων του που πέφτουν μπρούμυτα να τον προσκυνήσουν και περιμένουν από στιγμή σε στιγμή ανήσυχα —πρώτος μέσα σ’ αυτούς ο πρωτοψάλτης— τον πολυπόθητο γύφτο με τα εργαλεία του.

*Απόσπασμα από κείμενο του ευρυτάνα λογοτέχνη και ακαδημαϊκού Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940), που έφερε τον τίτλο «Όρθρος στην Παναγία του Φάρου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» ανήμερα Χριστούγεννα του 1933.

Ο εικονομάχος βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Ε’ ο Αρμένιος (β’ δεκαετία του 9ου αιώνα) δολοφονήθηκε βιαίως κατόπιν συνωμοσίας που εξύφανε ο φυλακισμένος Μιχαήλ ο Τραυλός (ή Ψελλός), ο άλλοτε συμπολεμιστής του και αρχηγός της φρουράς του, που τον είχε βοηθήσει να αναρριχηθεί στο ύπατο βυζαντινό αξίωμα και στη συνέχεια είχε στραφεί εναντίον του.

Η αυτοκράτειρα Θεοδοσία είχε ζητήσει από τον Λέοντα να φανεί μεγαλόκαρδος απέναντι στο σιδηροδέσμιο Μιχαήλ και να του χαρίσει τη ζωή.

Ο αυτοκράτορας το έπραξε, και οι παλατιανοί είχαν σπεύσει να εγκωμιάσουν τη βασιλική μεγαλοψυχία.

Ο Λέων ο Αρμένιος δεν είχε λάβει υπόψη τη γνώμη του μοναδικού ανθρώπου που του έλεγε την αλήθεια χωρίς κολακείες, του μαγίστρου του. Εκείνος, όπως γράφει σε άλλο σημείο του ίδιου κειμένου του ο Παπαντωνίου, αφού τον προσκύνησε πέφτοντας στη γη, του είπε: «Συγχώρησες την πρώτη φορά τον συνωμότη, σεβάστηκες τον Πατριάρχη που σε πολέμησε, έκαμες ρόδινη την εξορία του Στουδίτη. Με την τέταρτη μεγαλοψυχία σου τώρα, το Βυζάντιο παίζει την τύχη του. Προσκυνώ την ευσεβέστατην Αυγούστα, μα η βασιλεία σου δεν έπρεπε να λησμονήση πως οι γυναίκες στα μικρά πράγματα είνε σπουδαίες και στις σοβαρές υποθέσεις ανόητες».

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στη διαπρεπή βυζαντινολόγο Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, η οποία σήμερα συμπληρώνει το 98ο έτος της ηλικίας της.