Ambient Πολιτικοποίηση
Υπάρχει ένα αόρατο σύμπαν «χαλαρών» καναλιών ενημέρωσης στο διαδίκτυο· και τους δίνουμε λιγότερη σημασία απ’ ό,τι πρέπει
- Δημήτρης Κόκοτας: Είμαστε αισιόδοξοι λέει η σύζυγός του
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
- Οι Λουίτζι Μαντζιόνε και Sean «Diddy» Combs μοιράζονται την ίδια φυλακή και την ίδια δικηγορική εταιρεία εκπροσώπησης
Η τοποθεσία, μια ειδυλλιακή γωνιά των Δωδεκανήσων, ένα σχετικά δροσερό απόγευμα του Αυγούστου. Ένα από τα τυπικά θέματα που σπάνε τον πάγο σε μια ψιλή κουβέντα, ειδικά όταν εσύ είσαι ο επισκέπτης στο νησί από την πόλη, είναι η δουλειά που κάνεις. Συνήθως, δε, η απάντηση «δημοσιογράφος» ακολουθείται από μια δύσπιστη διερεύνηση, μέχρι οι συνομιλητές σου να καταλάβουν τι είδους δημοσιογράφος είσαι, ερώτημα στο οποίο πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε σαφή απάντηση.
Παραδόξως, όμως, ο Κ. και η Α. δεν αντιδρούν περίεργα. Όντας πηγαία πρόσχαροι και φιλόξενοι άνθρωποι, συνεχίζουν την κουβέντα μας στο ίδιο ευχάριστο κλίμα που ξεκίνησε. Αντίθετα από την αναμενόμενη παγωμάρα, η αποκάλυψη ότι είμαι δημοσιογράφος αποτελεί για αυτούς μια ευκαιρία να συζητήσουν την επικαιρότητα, από την οποία δεν φαίνεται να χάνουν τίποτα. Γνωρίζουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα περίμενα να ξέρει κάποιος που απλά βλέπει ειδήσεις ή διαβάζει τις εφημερίδες.
Από πολύ νωρίς στην κουβέντα μας, καταλαβαίνω ποια είναι η πηγή όλης αυτής της γνώσης. Στο TikTok, το Instagram και τα Reels του YouTube στο κινητό του Κ., αποκαλύπτεται μια ατέρμονη ροή από άγνωστους σε μένα λογαριασμούς και κανάλια με ενημερωτικό περιεχόμενο. Αυτά είναι πρόχειρα, άτσαλα, αυτοσχεδιαστικά ως προς το κείμενο και τη δομή τους όταν έχουν παρουσιαστή, προσεκτικά μονταρισμένα με γρήγορο ρυθμό και κοφτές λεζάντες όταν δεν έχουν.
Όσο σκρολάρει ο Κ., χιλιάδες παραλλαγές της ίδιας εικονογραφίας παρελαύνουν μπροστά μου, με αρκετό περιεχόμενο που θα χρειαζόταν εβδομάδες να το παρακολουθήσει κανείς. Κι αυτή η αισθητική μου είναι οικεία από πάντα: είναι η αισθητική του εθνικισμού στο ίντερνετ.
«Σιγά το καινούργιο», θα πει κανείς. Η ακροδεξιά κατάληψη του ίντερνετ συζητιέται εδώ και χρόνια, αρχής γενομένης από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όταν άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σελίδες παραπληροφόρησης που ενίοτε πραγματοποιούσαν στοχευμένες καμπάνιες. Έτσι κατέστη, άλλωστε, δημοφιλής ο σχεδόν ξεχασμένος πια μετά την εξοντωτική κατάχρησή του όρος fake news.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτά που βλέπω δεν είναι πια fake news. Το ένα είναι μια πληρέστατη, μελετημένη και ολόσωστη παρουσίαση του τρόπου λειτουργίας τον παράνομων λογισμικών παρακολούθησής που σε ένα και μόνο σημείο υπερτονίζει με περίεργο τρόπο την ισραηλινή καταγωγή του Predator, υπονοώντας λιγότερο τη σύνδεσή του με το κέντρο της παγκόσμιας βιομηχανίας όπλων και περισσότερο την εβραϊκή του «σκοπιμότητα».
Αλλού είναι μια ανασκόπηση της πολιτικής ατιμωρησίας τα τελευταία τριάντα χρόνια, η οποία με λίγες υφολογικές διορθώσεις θα μπορούσε να συζητηθεί ως προς το αφήγημα και την πληροφορία στους διεθνείς οργανισμούς· απλά δίνεται από ένα κακοφωτισμένο δωμάτιο με μια γιγάντια ελληνική σημαία.
Σε ένα τρίτο βίντεο, οι δίκαιοι μύδροι κατά των κακοτοπιών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, διαπλέκονται με ομοφοβικά και ξενοφοβικά σχόλια του Αντώνη Σαμαρά και άλλων.
Δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα να παροτρύνω τον Κ. να παρακολουθεί πιο «ευπρεπείς» πηγές ενημέρωσης, καθώς οι περισσότερες από αυτές δεν θα του έδιναν αυτή την πληροφορία. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο τρόπος συσχέτισης με τα σωστά μέσα ενημέρωσης θα ήταν ριζικά διαφορετικός. Ο Κ. δεν στήνεται πια μπροστά στην τηλεόραση, να ακούσει το «κατεπείγον» του μουσικού θέματος του δελτίου ειδήσεων να ακολουθείται από τη στιβαρή και έναρθρη φωνή της παρουσιάστριας, ούτε κάθεται κάτω από το πορτατίφ να δώσει την αμέριστη προσοχή του σε μια εφημερίδα, ένα περιοδικό ή ένα κείμενο με προσεγμένη γλώσσα φιλτραρισμένη από τις παρεμβάσεις του διορθωτή.
Αντιθέτως, η σχέση του ιδίου, αλλά και όλων των δεκάδων -ενίοτε εκατοντάδων- χιλιάδων συνδρομητών σε κανάλια και λογαριασμούς τέτοιου περιεχομένου είναι ληθαργική. Δέχεται περισσότερο ερέθισμα, παρά πληροφορία από ένα μέσο που έχει παγιδεύσει τις αισθήσεις, αλλά όχι την προσοχή του. Είναι το σύγχρονο «σβήσιμο», μια ασταμάτητη ροή που λειτουργεί ανακουφιστικά χωρίς την παρέμβαση του χρήστη, περνώντας αυτομάτως από βίντεο σε βίντεο. Είναι το ενημερωτικό αντίστοιχο αυτού που περιέγραφαν στις ΗΠΑ ως «ambient τηλεόραση», αναφορικά με τις ψυχαγωγικές τηλεοπτικές σειρές που φτιάχνονται πια εξαρχής για “χάζεμα” και όχι προσήλωση.
Όσο πιο ατημέλητες γίνονται οι εικόνες και όσο πιο ακατέργαστοι οι άνθρωποι που τις παρουσιάζουν, δε, τόσο μεγαλύτερη η αμεσότητα. Η προχειρότητα κερδίζει τη σοβαρότητα (ή τη σοβαροφάνεια), η ταχύτητα αφήνει πίσω τη σπουδή, η τεχνική και η προμελέτη των “σοβαρών” πηγών πληροφόρησης μοιάζει βαριά και κουραστική μπροστά στον άνθρωπο που έχει στήσει το κινητό μπροστά στο πρόσωπό του στο βλαχομπαρόκ σαλόνι του.
Αν πάμε περίπου 15 χρόνια πίσω, βέβαια, τον ίδιο αυθορμητισμό έδειχνε τότε και η «δημοσιογραφία των πολιτών» στα χρυσά χρόνια της μπλογκόσφαιρας που κατάφερε να αρδεύσει την κοινωνική οργή του αντιμνημονίου και να τη στρέψει προς πιο προοδευτικές κατευθύνσεις. Στην πορεία, βέβαια, παραδόθηκε στην αυταρέσκεια, τόσο που είναι πια ανίκανη -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- να παράγει θελκτικό και επικοινωνήσιμο περιεχόμενο.
Τώρα, για μία ακόμη φορά, αυτή η μαζική και πολιτικά άσκεπη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, καλλιεργείται αόρατη σε ένα «αντάρτικο» διαδίκτυο. Μόνο που η κατεύθυνσή της είναι διαφορετική. Τόσο διαφορετική που η γλυκύτατη κατά τ’ άλλα Α. με παροτρύνει να ξανάρθω σύντομα στο νησί, για ρεπορτάζ αυτή τη φορά, καθώς έχει πολλούς «λαθρομετανάστες».
Μάταια προσπαθώ να της εξηγήσω ότι δεν την κυβερνούν εκείνοι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις