[…] Η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη», όχι τόσο όπως διατυπώθηκε, αλλά όπως εισπράχθηκε από την ελληνική κοινωνία, συγκεφαλαίωσε και επικαιροποίησε τα γενετικά χαρακτηριστικά της δημοκρατικής παράταξης. Συμβόλισε, με τη χρήση του όρου «σοσιαλισμός», την αρχή ενός διπλού απογαλακτισμού κυρίως πολιτικού και οργανωτικού από το προδικτατορικό κέντρο και, κατά βάθος, ιδεολογικού από την κομμουνιστική Αριστερά. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι με τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» έκανε την πανηγυρική είσοδό του στην πολιτική σκηνή της χώρας ο ριζοσπαστισμός, ως κυρίαρχη αντίληψη μιας κοινωνίας που πάλευε και παλεύει πάντα έως τώρα με τις συντηρητικές της ροπές και αγκυλώσεις. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο κρίσιμες αντιφάσεις του ελληνικού φαινομένου.

Η ιδρυτική πράξη του ΠΑΣΟΚ γέννησε τρεις εμβληματικές διατυπώσεις που εξέφρασαν τον εθνικό, τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και γράφτηκαν στην Ιστορία του ελληνικού πολιτικού λόγου. Ο ελλειπτικός και συνθηματικός χαρακτήρας των διατυπώσεων αυτών τους προσέδωσε εύρος, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, πολυσυλλεκτικότητα, ευνόησε όμως μια σχηματική αντίληψη για την πολιτική.

Η πρώτη διατύπωση, «Η Ελλάδα στους Έλληνες», εξέφρασε τον εθνικό ριζοσπαστισμό, μια έντονα «αντιεξαρτησιακή» θεώρηση της εθνικής κυριαρχίας, αντιαμερικανική αλλά και αντιδυτικοευρωπαϊκή στην πρώτη της εκδοχή. Επρόκειτο για μια θεώρηση έντονα επηρεασμένη από τη νωπή και δραματική εμπειρία της δικτατορίας και του πραξικοπήματός της κατά του Μακαρίου, της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, της ευθύνης που καταλόγιζε στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, τη Δύση, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του μεταδικτατορικού πολιτικού συστήματος που τότε ήταν ακόμη υπό συγκρότηση. Η επαγγελία αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ρητορική, αλλά η πολιτική πράξη του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν απτή και βαριά: η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως ανταπόκριση στο αίσθημα της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η Ελλάδα να μην έχει επανέλθει στο status που είχε εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας πριν την αποχώρησή της.

Η δεύτερη ιστορική έκφραση ήταν οι «μη προνομιούχοι» ως πρωταγωνιστές του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Έτοιμοι να ζητήσουν και να λάβουν κοινωνική δικαιοσύνη, με την έννοια της αποκατάστασης αδικιών και της άρσης αποκλεισμών, με το κλείσιμο της ψαλίδας των ανισοτήτων, με το αίτημα της αναδιανομής ευκαιριών, αλλά και πόρων. Και δίπλα στους μη προνομιούχους, ως ειδικότερη εκδοχή τους, οι «μικρομεσαίοι», έτοιμοι να συγκροτήσουν μια ισχυρή, νέα ελληνική μεσαία τάξη. Η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης προσδιορίζεται από τις δυο αυτές έννοιες στις οποίες χωρούν οι πάντες και το σύνολο των αιτημάτων και των προσδοκιών τους.

Και τελικά, η πολιτική έκφραση του ριζοσπαστισμού: Το καθολικό και απόλυτο αίτημα της «Αλλαγής», με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε, όπως το ένιωθε ο κάθε πολίτης που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως συμμέτοχο ενός νέου πλειοψηφικού ρεύματος και μιας νέας κατάστασης πραγμάτων στην οποία ο καθένας και η καθεμία μπορεί να βρει τη θέση της όπως τη φαντάζεται, την επιθυμεί, τη διεκδικεί. Το ΠΑΣΟΚ έγινε έτσι ο μοχλός για την άρση του πολιτικού αποκλεισμού μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού που βίωσε το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς. Το «κίνημα της Αλλαγής» ήταν άλλωστε κατ’ αρχάς κίνημα γεφύρωσης με όρους φιλικούς για κάθε αποδέκτη του συνθήματος των μεγάλων διχασμών, από τον παλαιότερο Εθνικό Διχασμό έως τον νεότερο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό διχασμό.

*Απόσπασμα από άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου, που τιτλοφορείται «Η καμπύλη του ΠΑΣΟΚ είναι η καμπύλη της Μεταπολίτευσης» και συμπεριελήφθη στη χθεσινή ειδική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» 1974-2024 ΠΑΣΟΚ (επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιάννης Βούλγαρης, Σωτήρης Ριζάς).


Στους καιρούς που ζούμε, είναι τόση η σύγχυση ιδεών, η παραποίηση των εννοιών, η αναντιστοιχία λόγων και ουσίας και πράξεων, που όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολλοί, νιώθουμε επιτακτική την ανάγκη ν’ ανατρέχουμε στα αρχικά, στοιχειώδη νοήματα των όρων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Λίγες, λόγου χάρη, λέξεις έχουν στρεβλωθεί όσο η λέξη «ισότητα» (μονάχα οι συγγένισσές της «ελευθερία» και «δημοκρατία» την ξεπερνάνε σε κακοποιήσεις). Μιλάμε, βέβαια, για την ισότητα που αποτελεί έναν απ’ τους ακρογωνιαίους λίθους της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης […]. Και μιλάμε –ποιος δεν το ξέρει;– για ισότητα «απέναντι στο νόμο», για ισότητα «δικαιωμάτων και ευκαιριών», για ισότητα που δεν την παραχαράζουν και δεν την φαλκιδεύουν ταξικά ή άλλα προνόμια.

Αλλά, βέβαια, η ισότητα δεν είναι ένα αγαθό κι ένα δικαίωμα «απόλυτο» – ανεξάρτητα από τις ικανότητες και, προπάντων, από την προσφορά του καθενός στο κοινωνικό σύνολο. Ισότητα δεν θα πει ότι άξιοι και ανάξιοι, παραγωγικοί και απαράγωγοι, προκομμένοι και ανεπρόκοποι πρέπει να έχουν τις ίδιες μερίδες απόλαυσης των κοινωνικών αγαθών. Όπως «η απόλυτη δικαιοσύνη ισοδυναμεί με απόλυτη αδικία», έτσι και η απόλυτη ισότητα ισοδυναμεί με απόλυτη ανισότητα – αφού εξισώνει τα άνισα.

[…]

Ωστόσο, ακόμα και αυτά τα πρωτοβάθμια και στοιχειώδη παραποιήθηκαν στη χώρα όπου «ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα» και το διόλου φαιδρό «τα σέα μέα, και τα μέα μέα»: εδώ θεωρήθηκε πως ισότητα σημαίνει ισοπέδωση, πως σοσιαλισμός σημαίνει οδοστρωτήρας που συνθλίβει τις ικανότητες, την προσφορά, τη συμβολή των ατόμων, για να θριαμβεύσουν οι αφηρημένοι αριθμοί, όποια κι αν είναι η αξία τους και οι αποσκευές τους. Κάτι περισσότερο, μάλιστα: η έφεση για (και η παρακίνηση σε) καλύτερη δουλειά, έρευνα, μελέτη κ.λπ. χαρακτηρίστηκε «ελιτισμός», «αστική καταπίεση» και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός και οδυρμός.

[…]

Εδώ, όμως, φτάσαμε να χαρακτηρίζουμε «αντιδημοκρατική» και «αντισοσιαλιστική» την παραμικρή τιμή στους άξιους, και την παραμικρή ποινή στους αναξιοπράττοντες (και ωστόσο, πολυειδώς «εισπράττοντες»). Μέθοδος διπλά ωφέλιμη: απ’ τη μια, αποσπά την ευμένεια (και την ψήφο) των δεύτερων, απ’ την άλλη εξουδετερώνει και «θέτει εκποδών» τους «ενοχλητικούς» πρώτους.

Γιατί –μην κρυβόμαστε– πίσω απ’ αυτούς τους «δογματισμούς», τους «ορισμούς», τις δημαγωγίες, υπάρχει συχνά το «πλέγμα» και ο φθόνος – ο φθόνος των «μέτριων» ή μηδαμινών για τους καλύτερους, των ημιμαθών ή και αμαθών για τους ευρυμαθείς, των φυγόπονων για τους φιλόπονους.

*Απόσπασμα από άρθρο του Μάριου Πλωρίτη, που έφερε τον τίτλο «Ισοπέδωση: άρνηση ισότητας και δημοκρατίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Μαρτίου 1988.