Στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 γεννήθηκε στη Βραΐλα (Μπράιλα) της Ρουμανίας, το μεγάλο λιμάνι του Δούναβη, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, σημαντικός λογοτέχνης, μείζων εκπρόσωπος του ελληνικού υπερρεαλισμού και κύριος εισηγητής της επιστήμης της ψυχανάλυσης στη χώρα μας.

Ο Εμπειρίκος, ο οποίος ανήκει ως λογοτέχνης στη Γενιά του ’30, απεβίωσε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975.


Λίγον καιρό μετά το θάνατό του, ο Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000), ανώτατος δικαστικός και πολιτικός με αξιόλογη λογοτεχνική δραστηριότητα (διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος), τον αποχαιρέτησε με ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο», στις 28 Αυγούστου 1975.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 28.8.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ιδού όσα έγραφε ο Πλασκοβίτης για τον Εμπειρίκο, τον Εμπειρίκο της «Υψικαμίνου», της «Ενδοχώρας», της «Οκτάνας» και του «Μεγάλου Ανατολικού»:


Είναι μια τύψη και μια νοσταλγία —η νοσταλγία της χαμένης εφηβείας— για μας τους «επιγενόμενους» ο θάνατος του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Μίλησε με τα χείλη μας όταν, μαθητές του Γυμνασίου ακόμα, προσπαθούσαμε να συλλαβίσουμε την ομορφιά, κι’ όμως εκείνος μας άφηνε με το στόμα μισάνοιχτο και με τα χέρια δεμένα.

Τέκνο κι’ απόστολος της ευρωπαϊκής κουλτούρας του Μεσοπολέμου, μ’ επίκεντρό της το Παρίσι της εποχής 1920-30, ήταν μαζί με τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη κι’ ως ένα σημείο τον Γ. Σεφέρη προοίμιο ή πιο σωστά «άνοιγμα κεφαλαίου» στη νεοελληνική ποίηση. Δυο συλλογές του, η «Υψικάμινος» (1935) και η «Ενδοχώρα» (1945) —το ανέκδοτο έργο του αναφέρεται σαν πολύ σημαντικό, μα για την ώρα μάς είναι άγνωστο— εισφέρουν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, όταν ακόμη εδώ βροντά η σάλπιγγα του Σικελιανού ή χαϊδεύουν τ’ αυτιά μας οι δευτερεύουσες ενορχηστρώσεις νεορομαντικών μοτίβων του Πορφύρα, του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Ουράνη. Ο Βάρναλης κι’ ο Καρυωτάκης παραμένουν, βέβαια, μια άλλη διάσταση, κι’ ο Γιάννης Ρίτσος μόλις τότε που ξεκινά.


Σκέφτομαι τώρα λοιπόν πόσο λίγοι στίχοι αρκούν για να καταξιώσουν μια ζωή και πόσο μεγάλο μάθημα αφήνει πίσω του —προπάντων για τους νεώτερους— ένας άρτιος τεχνίτης σαν τον Εμπειρίκο! Στην πληθωριστική κοινωνία του καιρού μας, όπου τα πάντα παράγονται με πλησμονή κι’ ανυπομονησία, για να προλάβουν την κατανάλωση και να συμμεριστούν την πρόσκαιρη λάμψη μιας έτοιμης κιόλας φθοράς, ο Εμπειρίκος αρνείται την παραγωγή στίχων. Και παραμένει, σαράντα χρόνια κοντά, με τις δυο συλλογές του, με την πίστη του και την πρώτη του ποιότητα —«η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα»— ο γνησιότερος εκφραστής του υπερρεαλισμού, αμετακίνητος. Δεν θα μας συγκινούσε τόσο η ακινησία του και δε θα την επαινούσαμε, όσο μας κάνει να τον τιμούμε η πνευματική του ψυχραιμία μπροστά στο χαλασμό των καιρών — η ποιητική του δηλαδή τιμιότητα. Θέλησε να μείνει ως το τέλος αυτό που μπορούσε να είναι: Η γοητεία του απροσδόκητου, η σπάνια εφεύρεση λέξεων, συλλαβικών τόνων, χρωματικών συνδυασμών, η αλχημεία των ονομασιών και των νοημάτων, που στο πρώτο διάβασμα ξαφνιάζουν, μα που αμέσως, και πριν καλά-καλά ξαναδιαβάσεις το στίχο ή το ποίημα, αισθάνεσαι να σε κατακτούν και να παθαίνεσαι μαζί τους, σα να σε κατέλαβε το ρίγος μιας ερωτικής ηδονής! Γιατί, πραγματικά, ο Εμπειρίκος δεν προμηθεύει ιδέες, δεν επισείει σημαίες και καημούς πολιτικοκοινωνικούς, δεν ενδιαφέρεται ή δεν ξέρει να κάνει υπαινιγμούς στα «δρώμενα». Σου μεταδίνει απλώς την ευτυχία· μιαν ευτυχία άχρονη κι’ ανεξήγητη, όπως ανεξήγητο πράμα είναι κι’ η σωματική υγεία.


Το Παρίσι της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου δεν είχε, βέβαια, τίποτα το κοινό με την προσφυγική Αθήνα μας της ίδιας εποχής, τη μόλις υδρευόμενη απ’ την «Ούλεν» και μόλις συγκοινωνούσα με τα πρώτα τραμ της «Πάουερ» την πνιγμένη στη σκόνη, στα πάθη και στην ήττα της Μικρασίας. Το Παρίσι —λίκνο της συμμαχικής νίκης του ’18, κέντρο ονείρων Ειρήνης, αλλά και των ψευδαισθήσεων της «γραμμής Μαζινό», που τόσο εύθραυστη μελλόταν ν’ αποδειχθεί λίγο αργότερα— ήταν το καταφύγιο όλων των φτωχών διαβόλων της μεγαλοφυΐας, μα και μερικών πλουσιόπαιδων της Αθήνας, που ανάμεσά τους συνέβη ευτυχώς να υπάρχουν και ποιητές.

Ο Τζόυς, ο Χ. Μύλλερ, ο Χεμινγκουαίη, ο Μπέκετ, μαζί με τον Γκ. Απολλιναίρ, τον Μπρετόν, τον Ελυάρ, τον Αραγκόν, τον Μπουνιουέλ και πόσους άλλους! Τούτη θα είναι ίσως η τελευταία μεγάλη άνθιση του ευρωπαϊκού πνεύματος, η δεύτερη «μπελ επόκ» — των χρηματιστών και των κερδισμένων εμπόρων του πολέμου. Για σύντομο διάστημα, ούτε είκοσι χρόνια, η καρδιά του κόσμου θα ξαναχτυπήσει καινούρια από δω μέσα. Ο υπερρεαλισμός είναι, κατά κάποιον τρόπο, καρπός και μήνυμα της νίκης των Συμμάχων.

Αισιοδοξία κι’ απελευθέρωση από την ως τότε «εκφραστική πρακτική», εφηβική επαναστατικότητα, αποθέωση του ερωτισμού. Στην πρώτη και γνησιότερη μορφή του ο υπερρεαλισμός θα παραμείνει ένα απολιτικό κίνημα, άσχετα αν οι ιεροφάντες του «διακηρύσσουν εαυτούς» σαν προλετάριους.


Ο Σπύρος Πλασκοβίτης

Ο Εμπειρίκος πάει συνειδητά να μεταφέρει το Παρίσι στην Αθήνα. «Νίκη του Υπερρεαλισμού» τιτλοφορεί το λιγόστιχο ποίημά του που αρχίζει έτσι: «Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει. Μέσα στη δόξα της, καθώς καθρέπτης του καιρού της…» Ποιαν ανταπόκριση να βρει στην Αθήνα του ’30 μια ποίηση-«ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως την ευαγγελίζεται ο Ανδρ. Εμπειρίκος; Αισθητά λιγότερο «ελληνικός», λιγότερο προσαρμοσμένος στα «καθ’ ημάς» από τον Ελύτη (ο Σεφέρης βαστάει εξαρχής μέσα του τον καημό της Ιωνίας), θα είχε περάσει μόνο σαν ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο στη μεταγενέστερη εξέλιξη της ποίησής μας, αν είχε παραμείνει με την πρώτη συλλογή του, την «Υψικάμινο». Όμως η «Ενδοχώρα» του είναι η φλέβα που ξεσπάει σε ποταμό! Η δύναμη κι’ ο αφρός αυτού του ποταμού, καθώς λάμπει στον ήλιο, σε μεθά με τις μυριάδες αντιφεγγιές και τη μουσική που μεταδίνει και μήτε στιγμή δεν σου επιτρέπει ν’ αποπειραθείς τη ζεύξη του με λογικές γέφυρες. Αν το ’30 ή το ’35, κι’ ακόμα το ’45, ο Εμπειρίκος μπορούσε να θεωρηθεί πρώιμος σε σχέση με την επικρατούσα τότε ποιητική αντίληψη, σήμερα όχι μόνο δεν ξενίζει, μα νομίζω πως η γεύση που αφήνει στο στόμα μας η ποίησή του έχει κάτι από τους ύστερους καρπούς του καλοκαιριού· τη γεύση και την τύψη ενός χαμένου παραδείσου. Κι’ ωστόσο, ας πιστέψουμε, ας ακολουθήσουμε την ελπίδα του πολύ σημαντικού αυτού ποιητή, όταν επιμένει πως…

«Το Παρατηρητήριον δεν μούχλιασε μπροστά μας. Διατηρεί την κόμη του και τίποτε μα τίποτε σ’ αυτό τον κοσμικό πυθμένα δεν έχει ψαύσει την γλυκύτατή του προεξοχή».