Να λοιπόν που τα έφερε έτσι η ζωή και στην επέτειο των 50 χρόνων ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, το άλλοτε κραταιό κόμμα πάει σε εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη μιας νέας ηγεσίας ή για τη διατήρηση της υπάρχουσας. Η διαδικασία εξελίσσεται σε μια συγκυρία όπου το πολιτικό σκηνικό είναι ρευστό και που συνολικά ο χώρος της κεντροαριστεράς αναζητά ένα νέο αφήγημα, ικανό να αντιπαρατεθεί με τη συντηρητική κυβέρνηση της Δεξιάς.

Ρίζες

Είναι η επιστροφή στις ρίζες, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα; Μπορεί το ΠΑΣΟΚ του σήμερα να κοιτάξει πίσω του, στην ιστορία του και να διαλέξει τα καλύτερα στοιχεία από αυτή την 50χρονη πορεία, να τα επεξεργαστεί και να διαμορφώσει μια νέα εναλλακτική πρόταση; Ή πολύ απλά θα συνεχίσει να επιδίδεται στο ρόλο του ακολουθήματος της κυβέρνησης, όπως το έκανε συχνά τα τελευταία χρόνια, εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα στην κοινωνία;

Το ΠΑΣΟΚ του 1981 έδωσε μια απίστευτη ελπίδα στον κόσμο που ακόμα έγλειφε τις πληγές του από την επταετή Χούντα. Βρέθηκε στο πλευρό του πολίτη, προχώρησε σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας διακυβέρνησής του και γενικότερα πέρασε ένα μήνυμα στην κοινωνία πως όντως υπάρχει κι άλλος δρόμος στην πολιτική διαχείριση των πραγμάτων.

Το πιο σημαντικό είναι πως έκανε τον κόσμο να πάψει να φοβάται, να μην έχει βαριά πάνω του «τη σκιά του χωροφύλακα» ή του «ρουφιάνου».

Προφανώς στην πορεία έγιναν λάθη και μάλιστα ουκ ολίγα, κάποια από τα οποία πλήρωσε ακριβά η παράταξη στη συνέχεια. Δυστυχώς το έχει αυτό το αφιόνι η εξουσία, όσο περνάει ο χρόνος γίνεται όλο και πιο μεθυστική, παράγοντας απρόβλεπτες και κυρίως δυσάρεστες συνέπειες.

Μετάλλαξη

Η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ από ένα κίνημα λαϊκό στο κόμμα του life style και των ακριβών κουστουμιών -για όλο το λαό όπως είχε πει ο αείμνηστος Κατσιφάρας-  άρχισε πριν από την περίοδο του εκσυγχρονισμού κι ακολούθησε στη συνέχεια, όταν το βασικό ρόλο άρχισαν να τον παίζουν οι τεχνοκράτες.

Κανείς δεν λέει βέβαια πως οι τεχνοκράτες δεν είναι απαραίτητοι σε ένα πολιτικό και δη κυβερνητικό οικοδόμημα, το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που έχουν τον πρώτο λόγο και παραμερίζεται η Δημοκρατία.

Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια ο πολιτικός χώρος που αντιπροσώπευε το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα είχε ήδη μεταλλαχθεί στην Ευρώπη αφήνοντας κατά μέρος τον σοσιαλισμό και τις αριστερές – κεντροαριστερές ιδέες, παλεύοντας να εξελιχθούν σε κάτι που δεν είχε αρχή, μέση, τέλος όντας ένα κακό αντίγραφο της Δεξιάς, της Συντήρησης και του Νεοφιλελευθερισμού στις χειρότερες εκδοχές του.

Κι ως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις ουδείς προτιμά το αντίγραφο όταν μπορεί να έχει το πρωτότυπο. Μοιραία άρχισε η παρακμή που στην Ελλάδα κορυφώθηκε με τη συντριβή του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012 αλλά κυρίως με το ιστορικό χαμηλό ποσοστό που έλαβε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 (4,68%).

ΠΑΣΟΚ και Pasokification

Οι λόγοι που συνετέλεσαν σε όλα αυτά είναι πολυσύνθετοι και δεν μπορούν να εξαντληθούν εδώ. Κρατάμε ωστόσο τον όρο που έκανε το ΠΑΣΟΚ, παγκόσμια γνωστό, και αποτελεί σημείο αναφοράς έκτοτε για όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Πρόκειται για το pasokification το οποίο περιγράφει την παρακμή αυτών των κομμάτων σε όλη τη Δυτική Ευρώπη κατά τα χρόνια πριν και μετά την κρίση, η οποία συνοδεύτηκε παράλληλα με το φαινόμενο της ανόδου της Ακροδεξιάς.

Έκτοτε, σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα έχει ανοίξει μια μεγάλη κουβέντα περί «ανανέωσης» του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου που καλύπτει μια ευρύτερη κεντροαριστερά. Τα αποτελέσματα των εκλογών τα τελευταία χρόνια σε Ισπανία και Πορτογαλία όπου οι κεντροαριστερές δυνάμεις κλήθηκαν να κυβερνήσουν και ν΄αλλάξουν το μοτίβο μετράνε μέχρι στιγμής καλές και κακές στιγμές.

Ωστόσο, η ζημιά έχει γίνει και σ’ αυτές τις χώρες και γι’ αυτήν φέρουν επίσης μερίδιο ευθύνης. Λέγοντας ζημιά εννοούμε την εδραίωση ακροδεξιών κομμάτων τα οποία ήρθαν να καλύψουν κενά που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου και δη της κεντροαριστεράς. Τα αποτελέσματα των τελευταίων ευρωεκλογών επιβεβαίωσαν αυτή τη συνθήκη με τον χειρότερο τρόπο.

Κατά συνέπεια βλέποντας την ιστορία του ΠΑΣΟΚ και των υπόλοιπων σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης, βλέπουμε πολλά κοινά στοιχεία. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο που ο Ανδρέας Παπανδρέου θριάμβευε στην Ελλάδα, ο Μιτεράν κυριαρχούσε στη Γαλλία και ο Φελίπε Γκονζάλεθ προσπαθούσε να «αποφρανκοποιήσει» την Ισπανία.

Στη συνέχεια, όταν ο Κώστας Σημίτης εκσυγχρόνιζε την Ελλάδα, ο Τονι Μπλερ ακολουθούσε τον «τρίτο δρόμο» στην Αγγλία παρέα με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία. Και όταν το οικοδόμημα που έχτισαν πήγε στα βράχια, το κύμα της αγανάκτησης τους σάρωσε όλους.

Καλό είναι να τα θυμόμαστε αυτά, ώστε να δούμε που είμασταν, που βρισκόμαστε και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ του 2024 δεν έχει καμία σχέση με αυτό που δημιούργησε ο Ανδρέας Παπανδρέου πενήντα χρόνια πριν.

To ανησυχητικό είναι ότι η κληρονομιά του Ανδρέα, προς ώρας τουλάχιστον, εξαντλείται από τους περισσότερους εκ των υποψήφιων αρχηγών, στο επίπεδο της ιστορικής αναφοράς και τιμής στον ιδρυτή του κόμματος. Με απλά λόγια δεν παρατηρείται μια ουσιαστική ανάλυση, ικανή να παράξει πολιτική και προτάσεις σε μια άλλη κατεύθυνση από εκείνη που μας έχει συνηθίσει το κόμμα από την κρίση και μετά.

Κάπως έτσι το ερώτημα αναφορικά με το αν επιθυμεί να κοιτάξει πίσω, να πάρει τα καλά της ιστορίας του και να προχωρήσει διαφορετικά στο μέλλον, παραμένει καίριο.  Ιδού η Ρόδος…

ΥΓ. Ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά για λόγους που θα εξηγήσω. Μεγάλωσα στην επαρχία στη δεκαετία του 80 με την αφίσα του Ανδρέα πάνω στο τζάκι του σπιτιού. Στις εκλογές τα μισά σπίτια του χωριού βάφονταν πράσινα και τ’ άλλα μισά γαλάζια. Οι κομματικές σημαίες ανέμιζαν στα μπαλκόνια και τα λεωφορεία έφευγαν γεμάτα και με κορναρίσματα για πολιτικές ομιλίες. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν τεράστια.

Ποιο κόμμα μπορεί να προκαλέσει σήμερα τέτοιο χαμό στην Ελλάδα;