Με την Έλλη Λαμπέτη δουλέψαμε μαζί σ’ ένα μόνο έργο, το Hello Dolly, και προς το τέλος της λαμπερής της πορείας, κι έτσι μπορώ να πω ότι την «ξέρω» περισσότερο ως θαυμάστριά της παρά ως συνεργάτης. Καθόλου στον ιδιωτικό, προσωπικό της χώρο. Λίγο, αλλά ανεξίτηλα, στον επαγγελματικό, συναδελφικό. Κυρίως, δηλαδή, πάνω στη σκηνή, καθόλου στο παρασκήνιο, αλλά και από την κουζίνα, όπου τη «μελετούσα» κάθε βράδυ στην παράσταση, πραγματοποιώντας ένα άλλοτε νεανικό και απλησίαστο όνειρο: να τη βλέπω από κοντά.


Μαζί με τον Τάκη Χορν

Εκείνο που θυμάμαι συχνά σ’ αυτήν είναι οι αντιθέσεις που διέκριναν τη σκηνική της οντότητα. Μια ακαταμάχητη, για παράδειγμα, «φυσική» χάρη, η οποία, πέρα από το θεσπέσιο κεφάλι της, δεν προερχόταν από μια σκέτη εξωτερική όψη (δεν είχε στην πραγματικότητα κανένα «προσόν πασαρέλας», ούτε ανάστημα ούτε υπέροχο σώμα). Αλλά από τον καθ’ ολοκληρίαν ποιητικό τρόπο με τον οποίον υπήρχε, δεν περιφερόταν πάνω στη σκηνή. Μια γοητεία που έλαμπε από μέσα προς τα έξω. Έπειτα, η βαθύτερη δύναμή της, σε σχέση με την πορσελάνινη εντύπωση ευθραυστότητας που έδινε. Το κερατένιο πείσμα της σ’ ό,τι πίστευε ως σωστό, σε αντίθεση με τη γλυκύτητα και αδυναμία που επιφανειακά τη διέκριναν. Η περηφάνια και η παλικαριά της, σε αντίθεση μ’ εκείνη τη μοναδική της δεξιοτεχνία, με την οποία χειριζόταν από σκηνής κάθε «τερτίπι», που έδινε λάμψη και στην απλούστερη μονοσήμαντη λέξη. Η αμέτρητη αγάπη και αφοσίωσή της για το θέατρο, επειδή ακριβώς λάτρευε τη ζωή και επειδή γνώριζε πέρα για πέρα ότι το ένα τρέφει το άλλο. Η απαλή, μεστή μουσικότητα του λόγου της, που κατάφερνε να κάνει το μειονέκτημα τού «σίγμα» της ζηλευτό προτέρημα.


Μαζί με τον Κώστα Μουσούρη


Στο γάμο της με τον Μάριο Πλωρίτη


Μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη (δεξιά) και τη Μελίνα Μερκούρη (αριστερά)


Στη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ

Η Λαμπέτη ήξερε, δηλαδή, είχε ασκηθεί στο να χειρίζεται τον εαυτό της κατά βούλησιν, όλα όσα ήταν ανασφάλειες, αντιθέσεις, αντιφάσεις. Επέβαλλε, άρεσε δεν άρεσε, εκείνο που ήταν, δεν χρειάστηκε να παριστάνει ότι είναι. Υπήρξε από τις τελευταίες γηγενείς, του σανιδιού, σταρ. Που όφειλε, δηλαδή, την αναμφισβήτητη δημοτικότητά της στη σκηνή. Και προσέδωσε μια χαμένη σήμερα «ηθική» διάσταση στην έννοια «γνωστή στο πανελλήνιο», διότι σήμαινε αυτομάτως και «περίφημη ηθοποιός».

*Κείμενο της αείμνηστης Μάγιας Λυμπεροπούλου (1940-2021), ηθοποιού και σκηνοθέτριας, για την Έλλη Λαμπέτη.


Η Μάγια Λυμπεροπούλου

Έφερε τον τίτλο «Το κερατένιο πείσμα της» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 21ης Οκτωβρίου 1992, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος του περιοδικού σε μεγάλες προσωπικότητες του νεοελληνικού πολιτισμού που είχαν φύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω τους δυσαναπλήρωτο κενό.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η σπουδαία ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη (Έλλη Λούκου) απεβίωσε στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, σε ηλικία 57 ετών. Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου εικονίζεται στο ρόλο της «Κληρονόμου».


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»