Οι «πιο προβληματικές εκλογές μετά τη μεταπολίτευση» δεν έλυσαν τα προβλήματα της πολιτικής μας ζωής έκαναν, όμως, μιαν «αρχή τελέσεως»:

Πρώτα-πρώτα, καταλύθηκε η μονοκρατορία του πασοκικού κυβερνητικού κόμματος δηλαδή, η παντοκρατορία της αυθαιρεσίας και της ατασθαλίας, που αποτελμάτωσε και ευτέλισε τον δημόσιο βίο, προπάντων τους τελευταίους μήνες.

Έπειτα, και συνακόλουθα, γίνεται πιθανή η επιβολή πραγματικής κάθαρσης, όχι μόνο για τα άγη που έγιναν επί και από ΠΑΣΟΚ, αλλά και για μια βαθύτερη εξυγίανση των πολιτικών θεσμών.

Ύστερα, ανοίγει ο δρόμος για ν’ «αποταχθούν» οι μονοκομματικές κυβερνήσεις εκκολαπτήρια των μολυσματικών ιών, που έφτασαν στο απόγαιο της ολέθριας δραστηριότητάς τους κατά την πασοκική ηγεμονία.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.6.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τέλος, γεννιέται η ελπίδα πως τα πολλαπλά προβλήματα της χώρας θ’ αντιμετωπισθούν με κριτήριο όχι την κομματική σκοπιμότητα, όχι τις επόμενες εκλογές, αλλά τις εθνικές επιλογές και την εθνική ωφελιμότητα.

«Πολλή ’ναι τέτοια ελπίδα», θα πουν οι πιο «ρεαλιστές». Αλλά ρωτάμε, για μιαν ακόμα φορά μπορούμε να προσδοκούμε πως θα επιζήσει ο τόπος μας στη «μάχη των εθνών και των καιρών» χωρίς αυτή την ελπίδα στοιχειώδους δημοκρατικής λειτουργίας;

Στο μεταξύ, μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα απ’ τις εκλογές της 18.6, που είναι συνάμα και διδάγματα:

Α. Οι Έλληνες, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ψήφισαν, και πάλι, εναντίον ενός κόμματος, του κυβερνητικού. Και σωστά όπως γράφαμε την περασμένη Κυριακή. Αιτία της πτώσης του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν η «φυσική φθορά» ύστερ’ από οκτάχρονη διακυβέρνηση, αλλά η διαφθορά της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, η υπερψήφιση της Νέας Δημοκρατίας δεν σημαίνει στροφή προς τη Δεξιά και τις ιδέες της, αλλ’ αποστροφή για το ΠΑΣΟΚ και τις μεθόδους του.


Το διπλό «κατόρθωμα» της απερχόμενης κυβέρνησης είναι ότι διέσυρε τον Σοσιαλισμό που καπηλεύθηκε, και ανέσυρε τη Δεξιά από το «χρονοντούλαπο» όπου καυχιόταν πως την πέταξε. (Και αυτό, αντίθετα με τ’ αποτελέσματα των Ευρωεκλογών σ’ όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Σοσιαλιστές οι πραγματικοί και οι «Πράσινοι» οι Οικολόγοι αύξησαν αισθητά τη δύναμή τους. Άλλο ένα παράσημο για το ελληνικό «σοσιαλιστικό μοντέλο»…)

Διπλό είναι και το δίδαγμα: Στους παραχαράκτες ιδεών και πλάνους λαών θυμίζει το πασίγνωστο αλλά πάντα λησμονούμενο: να μην αυταπατώνται πως μπορούν να εξαπατούν τους λαούς πιο πολύ απ’ όσο φτάνει ο ίσκιος τους (Λαϊκής σοφίας απαύγασμα είναι η παροιμία «Αν με γελάσεις μια φορά, τ’ ανάθεμα σ’ εσένα· αν με γελάσεις δυο και τρεις, τ’ ανάθεμα σ’ εμένα»).

Στους άλλους, που επωφελήθηκαν απ΄τη λαϊκή αποδοκιμασία των πρώτων, τονίζει πως δεν χρωστάνε τη νίκη τους στις ιδέες τους, αλλά στην προδοσία των προοδευτικών ιδεών απ’ τους αντιπάλους τους και άρα, πρέπει να προσαρμόσουν την πολιτεία τους σ’ αυτή τη ρεαλιστική διαλεκτική σχέση.

Β. Μ’ όλο που η ψήφος της πλειοψηφίας των Ελλήνων (61%) είχε ολοφάνερα χαρακτήρα «τιμωρίας και κάθαρσης» όπως ελπίζαμε, η ψήφος μιας όχι αμελητέας μειοψηφίας ήταν απογοητευτική για τον «χαρακτήρα» τους: το 39% του εκλογικού σώματος αδιαφόρησε για το κυβερνητικό ναυάγιο, για το Αραράτ των σκανδάλων, για την πολιτική φαυλότητα και χυδαιότητα, και ψήφισε τους «προφήτες» τους όχι επειδή δεν πίστεψε πως έγιναν οι κλοπές κ.λπ., αλλά επειδή «όλοι κλέβουν, ας κλέψουν κι αυτοί»!


Αν αριθμητικός νικητής των εκλογών είναι οι υπέρμαχοι της κάθαρσης, νικημένο ή, οπωσδήποτε, τραυματισμένο βγαίνει το ήθος μιας μερίδας Ελλήνων, που νοιάζονται μόνο «τι θα πάρουν» (απ’ το κράτος), αδιαφορώντας αν οι παροχές αυτές είναι, ουσιαστικά, εικονικές (αφού καταποντίζουν την εθνική οικονομία) και αν οι «παρέχοντες» καταληστεύουν τον δημόσιο κορβανά.

Λογικά και ηθικά, «ένα καθεστώς τόσο φθαρμένο, αναξιόπιστο και διεφθαρμένο θα έπρεπε να σαρωθεί απ’ τη σκούπα των εκλογών», όπως έγραφε προχτές η γαλλική Monde (21.6). Κι ωστόσο, 4 στους 10 Έλληνες όχι μόνο συχωροχάρτι τού έδωσαν, αλλά και την ευλογία τους να συνεχίσει τις φαυλότητες και τους εμπαιγμούς. Έχοντας εξαγοράσει αυτή την «κατάφαση» (με το δημόσιο χρήμα, φυσικά), έχοντας δώσει το παράδειγμα και το υπόδειγμα του αμοραλισμού, το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε ένοχο και για τον εκμαυλισμό και τον εκφαυλισμό ενός μέρους του ελληνικού λαού. Και αυτό είναι το βαρύτερο αδίκημά του!

[…]

Ε. Οι προεκλογικοί εμπαιγμοί και παραπλανητικοί ελιγμοί συνεχίζονται και μετεκλογικά.


[…] Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μυκτήριζε (σ.σ. κατηγορούσε χλευάζοντας, λοιδορούσε) ως προχτές την «ξεπερασμένη και ανιστόρητη» Αριστερά, την έβαζε αδιάκοπα στη γωνία, ενώ οι εκλεκτοί του «λειτουργοί» του Τύπου «αποκάλυπταν» πως η ηγεσία της διαθέτει «κότερα», «βίλες» και σεξουαλικές διαστροφές! Μακρόθυμος όμως, ο αυτός Πρόεδρος τα ξεχνάει μονομιάς όλα αυτά σήμερα και πασχίζει ανενδοίαστα να ιδιοποιηθεί (όχι μόνο την ιδεολογία της Αριστεράς, όπως έκανε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και) τις ψήφους της: την κανακεύει, τη χαϊδεύει, την ικετεύει, της κάνει την τιμή να τη δέχεται σαν μέρος των «δημοκρατικών, προοδευτικών δυνάμεων» και της υπαγορεύει πατρικά το εθνικό καθήκον της, ήγουν την «υποχρέωση των δυνάμεων αυτών να κυβερνήσουν τη χώρα» (με «μπροστάρη», φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, που έχει τετραπλάσιες απ’ τον Συνασπισμό έδρες και πολλαπλάσια πείρα) και να «ολοκληρώσουν μαζί την κάθαρση» από τις γάγγραινες του «προοδευτικού» ΠΑΣΟΚ! Μ’ άλλα λόγια, ζητάει απ’ την Αριστερά να του προσφέρει τη ράχη της για να σκαρφαλώσει στην εξουσία απ’ το παράθυρο, μια και τον πέταξαν απ’ την πόρτα, και να συνεχίσει με τη συνέργειά της το «δημοκρατικό» έργο της διαρπαγής και του κουκουλώματος των ενόχων.

(Αθωότατη είναι και η αλχημεία των αριθμών όπου επιδίδεται: ενώ το 61% των ψηφοφόρων τον αποδοκίμασε ρητά, ο κ. Παπανδρέου επιχειρεί να παρουσιαστεί σαν ηγέτης του «δημοκρατικού, προοδευτικού» 52%, «ματίζοντας» (σ.σ. αυξάνοντας) το δικό του 39% με το 13% που τον καταψήφισε!)


Όλα αυτά τα «απλοϊκά» αποδείχνουν πως «ο λύκος κι αν μαυρίστηκε», δεν αλλάζει τις τέχνες και τα τεχνάσματά του, και πως η «αλλαγή της Αλλαγής» που τάζει δεν είναι παρά ένα ακόμα δόκανο για τους αφελείς και τους εθελότυφλους.

[…]

*Αποσπάσματα από άρθρο του Μάριου Πλωρίτη, που έφερε τον τίτλο «Συμπεράσματα και διδάγματα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 25 Ιουνίου 1989, ακριβώς μία εβδομάδα μετά τις βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989.

Ο Μάριος Πλωρίτης, όπως έχουμε επισημάνει και άλλοτε, ουδεμία σχέση με την περιβόητη Δεξιά είχε, ουδέποτε. Τουναντίον, όπως έγραφε ο ίδιος σε ένα από τα πολλά κείμενά του στα οποία έχουμε ανατρέξει κατά καιρούς, «ο υπογράφων δεν υπήρξε ποτέ καραμανλικός — συχνά, μάλιστα, έχει επικρίνει έντονα ορισμένες πλευρές της πολιτείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και, γενικότερα, της παράταξης που εκείνος στάθηκε ο κορυφαίος εκπρόσωπός της».