Για να σας είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν ήμουν αυτό που λέμε λαϊκά «ροκού». Τα πρώτα μου ακούσματα κινούνταν ανάμεσα σε Wu Tang Clan, Onyx, Tupac, Ανάποδα Καπέλα, Bong Da City και Ψυχόδραμα.

Πάντοτε όμως εκτιμούσα ένα ρηξικέλευθο μουσικό κίνημα που γέννησε τους Sex Pistols και το ωμό «God Save The Queen» – που στα μάτια μου φαντάζει αντιβασιλικός ύμνος-, τους οργισμένους Rage Against The Machine με το «Take The Power Back» και τα Διάφανα Κρίνα με το τρυφερό και αδυσώπητα μελαγχολικό «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου» από τον δεύτερο δίσκο τους «Κάτι σαράβαλες καρδιές».

«Δεν με πειράζουν οι άγνωστεσ πορείεςΣε μια χώρα που ‘ναι η ελπίδα πεθαμένη»

Και μιας που μιλάμε για ανάσες που έγιναν πατρίδας μας, θυμήθηκα τα λόγια του Θάνου Ανεστόπουλου από τα Διάφανα Κρίνα – που έφυγε μια μουντή αν και ηλιόλουστη ημέρα σαν και αυτή – τα οποία στα αυτιά μου αντηχούν σαν τρυπάνι οικοδομής που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς και όλο αλάζεις πλευρό μπας και καταλήξεις στην αγκαλιά του Μορφέα: «Ζήστε την κάθε σας μέρα με αλήθεια, έρωτα, αγώνα και δημιουργία. Ζήστε την κάθε ημέρα σας σαν να ήταν η τελευταία σας. Γιατί συχνά στην καθημερινότητά μας μεγεθύνουμε μικρά προβλήματα παραμερίζοντας και ξεχνώντας τι σπουδαίο και μεγάλο δώρο είναι η ζωή που μας δόθηκε».

«Να μάθω αυτήν τη μελωδία πριν πεθάνω»

Ο Θάνος Ανεστόπουλος από την Αλεξανδρούπολη, κάτοικος της περιοχής Νέα Ζωή του εργατικού Περιστερίου, μαχητής μέχρι την τελευταία του αναπνοή, λάτρης του Έντγκαρ Άλαν Πόε, και κάτοχος μιας βιβλιοθήκης που φιλοξενούσε σπουδαίους συγγραφείς, όπως Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Σεφέρη, Βάρναλη, μπορεί να έφυγε, αλλά η ανάμνηση του δεν ξεθωριάζει.

Ο Ίταλο Καλβίνο, είχε γράψει κάποτε: «Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια μελωδία στον πλαγίαυλο. «Σε τι θα σου χρησιμεύσει;» τον ρώτησαν. «Μα να μάθω αυτήν τη μελωδία πριν πεθάνω». Αυτή η σοφή ρήση, αντικατοπτρίζει την καλλιτεχνική δύναμη του Θάνου Ανεστόπουλου και των Διάφανων Κρίνων, που γεννήθηκαν από την μήτρα μιας Αθήνας της δεκαετίας του ’90 όπου όλα ήταν πιθανά, μιας Αθήνας, που τα παιδιά του 2000, δεν είχαμε την τύχη να χορέψουμε τα βράδια στα τσιμέντα της.

«Η Αθήνα τότε ζούσε έντονα τη νύχτα της και μου κάνει τώρα να την παρομοιάσω με μια μεγαλομπεμπέκα με πολύχρωμα ρούχα από φίρμες-μαϊμού, που το σώμα της από μέσα ήταν γκρίζο και πιεσμένο, με μελανιές κρυμμένες κάτω από τόνους πούδρα, και που αδημονούσε να την παντρευτεί κάποιος πλούσιος χορηγός μέλλοντος για να την αποκαταστήσει και αυτή, μέσα στον γάμο, να συνεχίσει να πηδιέται έξαλλα, χωρίς να την παίρνουν πρέφα. Η Αθήνα τότε περίμενε κάτι μεγαλύτερο, μόνο που ο ουρανός από πάνω της είχε αρχίσει να γίνεται απελπιστικά ροζ προς τη δύση των ’90s. Η αίσθηση που υπήρχε τότε ήταν ότι ζούσαμε έντονα την ελπίδα πως κάτι μεγάλο και ωραίο θ’ ακολουθούσε τη δεκαετία του ’90 και προσμέναμε την επόμενη δεκαετία, χωρίς τον τρόμο και τον φόβο του ανέλπιδου που βιώνουμε σήμερα», είχε αναφέρει ο Θάνος Ανεστόπουλος σε συνέντευξη του στον Φώτη Βαλλάτο της Lifo, το 2012, μιλώντας για μια πρωτεύουσα, ολοζώντανη μέσα στην δυστυχία της.

Συντροφία

Ακόμη και αν δεν ανήκουμε στην γενιά του «ΡΟΔΟΝ» όπου τα Διάφανα Κρίνα εμφανίστηκαν το 1998, την χρονιά που κυκλοφόρησαν το «Κάτι σαράβαλες καρδιές», της μουσικής σκηνής «Σφεντόνα» στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου το 1999 άνοιξαν τη συναυλία των Tindersticks και του Rockwave Festival του ’97 όπου έπαιξαν μαζί με τους The Sisters of Mercy, ο Θάνος Ανεστόπουλος και τα Διάφανα Κρίνα συνοδεύουν μια ολόκληρη γενιά, τη νεότερη, σε πλοία για νησιά του Αιγαίου, σε αποκαρδιωτικούς χωρισμούς, σε ήσυχα βράδια στην παραλία, σε σπίτια κάπου στην Αθήνα όπου ακούγονται συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων με μια γερή δόση αλήθειας.

Και αυτό θα τους το χρωστάμε πάντοτε.

Θάνος Ανεστόπουλος / Μια σιωπή

Δε με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές,
δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου,
δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές
όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου.

Δε με πειράζουν τα μύρια ουρλιαχτά
και τα πνιχτά, δειλά αναφιλητά μου,
δεν με πειράζουν τα μαύρα κάτεργα,
δεν με πειράζει η άγρια μπόρα στην καρδιά μου

Δε με πειράζουν οι άταφοι νεκροί,
των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται,
δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πια μακρύ
σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται.

Δε με πειράζει που έχω χέρια παιδικά
και λυπημένα μάτια σαν σκυλιού δαρμένου,
δεν με πειράζει η τόση απόψε απελπισιά
δεν με πειράζει το τραγούδι του πνιγμένου.

Δε με πειράζουνε τα ρίγη των θανάτων
και τα κατάρτια όταν σπάζουνε στα δυο,
δεν με πειράζει η δικαιοσύνη των κυμάτων
σε μια χώρα που έχει γίνει ρημαδιό.

Δε με πειράζουν οι γλυκές οι μελωδίες,
ούτε οι δρόμοι που κοιμούνται οι μεθυσμένοι,
δεν με πειράζουν οι άγνωστες πορείες
σε μια χώρα που `ναι η ελπίδα πεθαμένη.

Αυτό που με πειράζει , με θυμώνει
είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας,
είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας,
είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας
και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να `ναι δικιά μας.