Αντικυκλαδίτικος
Ελεγεία στα αγαπημένα νησιά της εξαπάτησης
Από τις δεκάδες ενδιαφέρουσες ιστορίες που μπορεί κανείς να βρει στην – 18 ετών παλαιωμένη, πλην ακόμα μοναδικά αιχμηρή – μελέτη του συγγραφέα και μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη, Αρχαιοκαπηλία και Εμπόριο Αρχαιοτήτων (Άγρα, 2006), υπάρχει μία που είναι εξόχως διαφωτιστική για τον δημοφιλέστερο τουριστικό προορισμό της χώρας.
Αρχές της δεκαετίας του ‘60, λέει η έρευνα του συγγραφέα, η κυβέρνηση Καραμανλή, με επίσημη αιτιολόγηση (ή ενδεχομένως πρόφαση) τη διάσωση των αρχαιοτήτων από τους αρχαιοκάπηλους, αναγνώρισε το στάτους του ιδιώτη συλλέκτη στο εφοπλιστικό ζεύγος του Νίκου και της Ντόλλης Γουλανδρή.
Το ζεύγος άρχισε έκτοτε να περιπλανιέται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων με το σκάφος του, όπου οι συναλλαγές με τους ντόπιους άρχισαν να προσλαμβάνουν τελετουργικό χαρακτήρα. Οι ντόπιοι τοποθετούσαν σε πανέρια ένα ή δύο «κουκλάκια», όπως αποκαλούσαν τα άφθονα κυκλαδικά ειδώλια στο τοπικό ιδιόλεκτο, τα οποία διακοσμούσαν με σταφύλια και άλλα φρούτα, προτού τα παρουσιάσουν – και πουλήσουν – στην κυρία Γουλανδρή.
Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε για τόσα πολλά χρόνια, που το 1985, η συλλογή της Ντόλλης Γουλανδρή είχε αυγατίσει αρκετά, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ίδρυση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Κι όλο αυτό χωρίς ποτέ να χρειαστεί η συλλέκτρια να λερώσει τα χέρια της με οποιαδήποτε ανασκαφή, παράνομη ή μη.
Μπορούμε να αποδώσουμε τα εύσημα στους Κυκλαδίτες για την επινόηση του gift basket, σίγουρα, όμως, είναι αδύνατο να τους αναγνωρίσουμε κάποια συνδρομή στην Αρχαιολογία. Ο ξεριζωμός των ειδωλίων και η μετατροπή τους σε «άγνωστης προέλευσης», καθιστούσε αδύνατη την κατανόησή τους και τα ίχνη της τεχνικής πάνω τους κατέστησαν τελείως άχρηστα καθώς δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με συγκεκριμένες τοποθεσίες και χρονολογίες.
Ακόμα χειρότερα, καθώς τα κυκλαδικά ειδώλια άρχισαν να γίνονται θελκτικά για τις σκιώδεις διεθνείς αγορές αρχαιοτήτων, εισήλθαν στο παιχνίδι και οι παραχαράκτες με κάθε λογής πλαστογραφίες που δεν είναι πάντα εφικτό να αναγνωριστούν ως τέτοιες.
Τα συγκλονιστικά τοπία για τα οποία παινεύονται οι ντόπιοι και όχι μόνο, είναι απλώς προσεκτικά κροπαρισμένες εικόνες καταμεσής μιας ακραίας καταπάτησης του χώρου και της παράδοσής του στο χειρότερο είδος τουρισμού
Ως εκ τούτου, ο Κυκλαδικός πολιτισμός αποτελεί μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο αρχαιολογικό παράδοξο στον κόσμο: είναι ο μόνος πολιτισμός στον κόσμο για τον οποίο υπάρχουν ταυτόχρονα τόσα πολλά ευρήματα και τόση λίγη γνώση γύρω από αυτά.
Οι Κυκλάδες είναι γενικότερα το τμήμα της Ελλάδας με το πιο πλασματικό κι ευμετάβλητο προσωπείο. Το ίδιο το εθιμικό λευκό των σπιτιών που κοσμεί τις προωθητικές φωτογραφίες, μπορεί να ξεκίνησε ως μεταξικό αντίμετρο στον λοιμό της εποχής και να καθιερώθηκε ως stanza του Πανηγυρικού της εθνικοφροσύνης στα μετεμφυλιακά χρόνια, είναι όμως τόσο κανονικοποιημένο πια που το καμαρώνουμε ανενόχλητοι έχοντας απωθήσει στα βάθη του εγκεφάλου μας τους νοσηρούς συμβολισμούς του.
Τα συγκλονιστικά τοπία για τα οποία παινεύονται οι ντόπιοι και όχι μόνο, είναι απλώς προσεκτικά κροπαρισμένες εικόνες καταμεσής μιας ακραίας καταπάτησης του χώρου και της παράδοσής του στο χειρότερο είδος τουρισμού. Η τοπική κουζίνα της Νάξου αυτοκαταργείται υποδεχόμενη τα σουσάδικα, η θερινή ραστώνη που υπόσχεται η Σαντορίνη διαψεύδεται από την ασταμάτητη ηχορύπανση που σε υποδέχεται άμα τη αφίξει και η περιώνυμη “filoxenia” που μοστράρεται σε διάφορες πινακίδες από τη Μύκονο μέχρι τη Μήλο έχει καταστεί προμήνυμα κινδύνου απέναντι στην αρπακτική κερδοσκοπία.
Οι Κυκλάδες είναι η μεγαλύτερη μηχανή αυτοφαγίας στη χώρα. Καταβροχθίζουν το παρελθόν τους με μια ανεξέλεγκτη λαιμαργία κι έναν κυνισμό που δεν έχει αντίστοιχο πουθενά αλλού. Κάθε επισκέπτης που υπήρξε καλοδεχούμενος τη μία στιγμή, γίνεται δαίμονας την επόμενη. Οι χίπηδες και τα φρικιά που πρωτοέκαναν προορισμό την Ίο και την Ανάφη εκδιώχθηκαν με τις πρώτες επισκέψεις του νεοπλουτισμού, το Κουφονήσι απέβαλλε τους φοιτητές από πάνω και τους ερημίτες από κάτω, η Σχοινούσα περιχαρακώθηκε από τα σκάφη, όσο η Δονούσα αποφάσιζε ότι είναι κατάλληλη μόνο για digital nomads.
Τα τελευταία χρόνια, δε, η Φολέγανδρος και η Αμοργός έσπευσαν να αγκαλιάσουν τις αξιοζήλευτες αρετές της ακρίβειας, ενώ η Πάρος και η Αντίπαρος αποφάσισαν να γίνουν το μεγαλύτερο εργοτάξιο της χώρας με φαντασμαγορικές κατοικίες που τυφλώνουν το μάτι, αλλά στα αρχιτεκτονικά περιοδικά και δημοσιεύματα πάντα – μυστηριωδώς – «εντάσσονται αρμονικά στο τοπίο, εμπνεόμενες από το έργο και τις ιδέες του Άρη Κωνσταντινίδη». Ή κάπως έτσι.
Όσο επελαύνει ο τουριστικός οδοστρωτήρας που διώχνει, καταστέλλει, αποκλείει και αποξενώνει, πλεονάζουν οι κραυγές “delendae sunt” για τις Κυκλάδες, σαν να πρόκειται για μια φυσική καταστροφή και όχι για μια εσωτερική διεργασία που συνάδει με την Ιστορία τους.
Ίσως δεν είναι τυχαίο που αυτή η μαγική εικόνα αποτελεί και την αυτοπροσωπογραφία της χώρας στο εξωτερικό. Το είδωλο – το «κουκλάκι» θα λέγαμε – ενός τόπου που είναι πρόθυμος να μεταμορφωθεί σε οτιδήποτε στο κυνήγι του να αποσπάσει τον πολυπόθητο δυτικό οβολό. Μεταμορφώσεις που επιστρώνονται η μία πάνω στην άλλη, σβήνοντας τα ίχνη κάθε προηγούμενης. Τόσο που διαβάζοντας σήμερα τη γνωστή μονογραφία του Ζακ Λακαριέρ για το ελληνικό καλοκαίρι, θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για τη ναρκωμένη φαντασίωση ενός Ευρωπαίου εξωτιστή που είδε τα νησιά μόνο μέσα από δημοσιεύματα της Conde Nast. Όχι για το αγαπητικό βλέμμα του περιηγητή που περιπλανήθηκε ανάμεσά τους επιβαίνοντας στο κατάστρωμα του κάθε σκυλοπνίχτη της εποχής.
Είναι δυστυχώς το ίδιο αγαπητικό βλέμμα που έχουμε κι εμείς σήμερα, όταν καταμεσής των συζητήσεων για την κατάντια τους, στιγμιαία χανόμαστε στην ομορφιά που ακόμα επιβιώνει σημειακά στις χαραμάδες τους, περιμένοντας στωικά το φιλοχρήματο μπετόν που θα τις κλείσει κι αυτές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις