Το ΠΑΣΟΚ έχει αναλυθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο κόμμα της Μεταπολίτευσης. Ίσως επειδή πολλοί δεν διστάζουν να την ταυτίζουν με αυτό. Είτε για να το επικροτήσουν, για την ολοκλήρωση του εκδημοκρατισμού της χώρας. Είτε για να το αποδομήσουν.

Το πάθος όσων επιχειρούν το δεύτερο, όμως, επικρατεί. Αντιθέτως, τα επιχειρήματα των υπερασπιστών της κληρονομιάς του ΠΑΣΟΚ ειναι σχεδον διστακτικά.

Έτσι, ενώ διαβάσαμε πολλές φορές για τη ίδρυση του ΕΣΥ, του ΑΣΕΠ, για το οικογενειακό δίκαιο, την ένταξη στην ΟΝΕ, την Κύπρο στην ΕΕ, την ανάπτυξη του εκσυγχρονισμού κ.α., η πρώτη και βασική τεράστια συνεισφορά του ΠΑΣΟΚ στον τόπο δεν αναφέρεται ρητώς σχεδόν ποτέ.

Για κάποιο λόγο κανείς δεν λέει ευθέως ότι το ΠΑΣΟΚ, όχι απλώς επέτρεψε αλλά ώθησε στο δημόσιο βίο όσους επί δεκαετίες ήταν αποκλεισμένοι από αυτόν. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή και λάθη και ρεβανσιστικά κατάλοιπα της μετεμφυλιακής εχθροπάθειας και καταπίεσης.

Για κάποιο λόγο κανείς δεν λέει ευθέως ότι ώσπου να εκλεγεί το ΠΑΣΟΚ παρέμεναν άνθρωποι υπό παρακολούθηση λόγω φρονημάτων. Πέρασε κάποτε σχεδόν απαρατήρητη η μαρτυρία του Κώστα Σημίτη πως όταν το 1981 έγινε υπουργός το διαπίστωσε όταν ζήτησε να δει το φάκελο του.

Για κάποιο λόγο κανείς δεν λέει ευθέως ότι ως το 1981 υπήρχαν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά γιατί διάβαζαν τη λάθος εφημερίδα. Ότι κάποιοι που ήταν φακελωμένοι ως αριστεροί έκαναν τη στρατιωτική θητεία τους ως «ανεπιθύμητοι» με χαρακτηρισμό στο φάκελο και το απολυτήριο τους.

Για κάποιο λόγο κανείς δεν λέει ευθέως ότι ο μαζικός συνδικαλισμός του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο οι «Σταμουλοκολλάδες» ή διάφοροι απογοητευτικοί δεινόσαυροι που επιβιώνουν ακόμη σε κοινή θεά. Κανείς δεν μιλάει πια για τις νίκες. Δεν λένε ότι έκανε λαϊκή επιμόρφωση. Ότι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ έχουν να διηγηθούν καταπληκτικές ιστορίες εργατικής μαχητικότητας όπως π.χ. μιας από τις δυο μοναδικές περιπτώσεις αυτοδιαχείρισης εργοστασίου στην Ελλάδα η οποία οργανώθηκε, ναι, από πασόκους.

Για κάποιο λόγο το ΠΑΣΟΚ παλεύει ακόμη με ενοχές απέναντι στην κληρονομιά του αυτή, όταν αποφάσισε ότι θα ακυρώσει αναδρομικά την ιστορία του κατ’ απαίτηση άλλων.

Για να το πούμε απλά: Όταν ο Σημίτης έβαζε το δίπολο «εκσυγχρονισμός-λαϊκισμός» το έκανε για να ορίσει τα πεδία της αντιπαράθεσης του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής, ως διεκδικητής εκείνης της μάχης, εκείνης της στιγμής της ιστορίας, δεν διέγραψε όλη την προηγούμενη. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού ήταν κι ο ίδιος αναπόσπαστο μέρος της (κι όποιος το αμφισβητεί θα πρέπει να διαβάσει τα βιβλία του).

Το ότι έκτοτε η δεξιά (ή αυτό που αυτοπροσδιορίζεται ως «κέντρο») χρησιμοποιεί το δίπολο αυτό για να επανερμηνεύσει αναδρομικά την ιστορία της Μεταπολίτευσης και να εμφανιστεί ως η δύναμη του μεταρρυθμιστικού αντιλαϊκισμού (με τα μισά στελέχη εκ μεταγραφής από το ΠΑΣΟΚ), δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο από τον (ήδη αποδεδειγμένο) κανόνα της επικράτησης αυτού που πετυχαίνει να ορίσει καλύτερα το επίδικο της στιγμής. Είναι απλώς ένα στιγμιότυπο στην ατέρμονη περιπέτεια της πολιτικής εννοιολογίας.

Στο 50α γενέθλια του, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να μπορέσει να αποδεχθεί το βάθος της ιστορίας του, τα λάθη του, τις αντιφάσεις του, τις μεταλλάξεις του που ακολούθησαν αυτές του κόσμου και της κοινωνίας. Σάμπως είναι το μόνο κόμμα που άλλαξε; Μήπως βλέπει κανείς π.χ. τη ΝΔ να αυτομαστιγώνεται που ήταν κάποτε σφόδρα κατά του πολιτικού γάμου και της άμβλωσης; Αντιθέτως, τη βλέπεις να επαίρεται επειδή νομοθετεί το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Δεν μπορεί, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ να συνεχίζει να κουβαλάει ακόμη τους όρους των παλιών αντιπαραθέσεων του, ούτε να αυθυποβάλλεται συνεχώς σε μια παλιά ενοχική ανάγνωση της ιστορίας του, προσπαθώντας να την προσαρμόσει σε κατ’ ουσίαν αντίπαλα αφηγήματα και στους οργανικούς διανοούμενους της κυβέρνησης. Που μας λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η χώρα ήταν καλύτερη και πιο δημοκρατική πριν εμφανιστεί ο Παπανδρέου ως ιδρυτής ενός φρικτού ελληνικού «μπααθισμού». Γιατί όχι. Συγγνώμη. Δεν ήταν.