Σαλβαδόρ Αλιέντε: «Βίβα Τσίλε», «Βίβα Αγιέντε», «Βίβα Πουέμπλο»
«Έτσι γράφεται η πρώτη σελίδα της Ιστορίας»
Όλα είχανε πια αποφασισθή. Η ώρα του τέλους του Σαλβατόρ Αλλιέντε σήμανε το μεσημέρι ώρα 1.30 της 11 Σεπτεμβρίου (σ.σ. του έτους 1973). Το κτύπημα δόθηκε ύστερα από αλλεπάλληλες συσκέψεις και μυστικά συμβούλια των ειδικών υπηρεσιών, της CIA και των επώνυμων συνωμοτών που πήραν πάνω τους την ευθύνη του πραξικοπήματος.
[…]
Το κίνημα εκδηλώθηκε νωρίς το πρωί σε διάφορες στρατιωτικές και αεροπορικές μονάδες, μαζί με το Ναυτικό, που είχε αποπλεύσει δήθεν για γυμνάσια, με τον Αμερικανικό Στόλο, στο Βαλπαρέζο. Ο Χιλιανός Στόλος, ξαφνικά, γύρισε πίσω στη βάση του, χωρίς οι Αμερικανοί που συμμετείχαν στην άσκηση να φανεί ότι προσέξανε αυτή τη λεπτομέρεια, χωρίς να αντιδράσουν ή να διαμαρτυρηθούν.
Γύρω στις επτά το πρωί και μέσα στο Σαντιάγο, ουσιαστικά, η κατάσταση από στρατιωτικής πλευράς πέρασε στα χέρια του Πινοσέτ. Από τα μακρινά τους γραφεία, οι μυστικές υπηρεσίες είχαν καταδικάσει τον Αλλιέντε, την πολιτική του, το όνειρο να αποτελέση τον πυρήνα της Τρίτης Δύναμης, τα σχέδια του Μεξικού, τους προγραμματισμούς του Περού, τις ελπίδες της Αργεντινής, το ρόλο της Κούβας.
«ΤΑ ΝΕΑ», 15.2.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τα είχαν μελετήσει όλα, τα είχαν σταθμίσει, τα είχαν υπολογίσει, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ένα, όμως, ξέφυγε από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του μυστικού επιτελείου των συνωμοτών· αυτό που επρόκειτο να συμβή μετά ένα χρόνο στην Κύπρο, από την αντίθετη όμως πλευρά: ο πατριωτισμός του Αλλιέντε και ο ηρωικός του θάνατος. Στη Χιλή το σχέδιο προέβλεπε τη σωτηρία του Αλλιέντε και τη φυγάδευσή του. Αλλά η αυτοθυσία του παλαιού πολιτικού τούς ανέτρεψε και τους εξέθεσε. Στην Κύπρο υπολογίσανε (παίρνοντας παράδειγμα την αποτυχία τους και δίδαγμα από τη Χιλή) ότι ο Μακάριος έπρεπε να σκοτωθή. Αλλά στην Κύπρο τα σχέδια ανατραπήκανε επειδή ο Μακάριος σώθηκε! Η βελτιωμένη αυτή έκδοση του πραξικοπήματος ματαιώθηκε υπό τους καγχασμούς της Γης.
Ο Αλλιέντε βρισκόταν σπίτι του με συνεργάτες του και προετοίμαζε το λόγο που επρόκειτο να εκφωνήση, καλώντας το λαό σε δημοψήφισμα, που θα ξεκαθάριζε την κατάσταση και θα έβγαζε τη χώρα από το τεχνητό αδιέξοδο, από την υπολογισμένη από πριν ασφυξία. Πιστοί του άνθρωποι τον πληροφορήσανε ότι «κάτι παράξενο» συμβαίνει στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό το παράξενο μετά λίγες ώρες έγινε είδηση, ότι τα ένοπλα τμήματα τον είχαν προδώσει και κινηθήκανε εναντίον του. Εγκατέλειψε τότε το σπίτι του και πήγε στο παλιό, το ιστορικό Κυβερνείο, στη Μονέδα. Τον ακολούθησαν οι άνδρες της ΓΚΑΠ, δηλαδή η προσωπική του φρουρά, δημοσιογράφοι και υπουργοί.
Γύρω στην πόλη οι πραξικοπηματίες είχαν καταλάβει τα περάσματα και ενίσχυαν τις θέσεις τους στους δρόμους και στις πλατείες. Το μεγάλο πάρκο, όπου συνηθίζουν κάθε απόγευμα να κάθωνται στα παγκάκια κατά χιλιάδες οι κάτοικοι του Σαντιάγο, είχε καταληφθή. Πυροβολισμοί πέφτανε απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Πολλά σπίτια είχαν καταπατηθή από τμήματα Πεζικού και ένοπλοι καταλάβανε τις ταράτσες, απ’ όπου έριχναν πυροβολισμούς στον αέρα και ριπές αυτομάτων όπλων.
Ο Αλλιέντε, μέσα στο Κοινοβούλιο, δεν είχε αυταπάτες. Ο ίδιος είχε καταγγείλει το ρόλο των ξένων υπηρεσιών , ο ίδιος είχε αποκαλύψει τους σκοπούς του. Έμπειρος πολιτικός ηγέτης, κατάλαβε αμέσως ότι η μοίρα του είχε διαγραφή. Στις 10.30, μέσα στην αίθουσα Τοέσκα, που φέρει το όνομα του Ιταλού αρχιτέκτονα που έκτισε τη Μονέδα, συγκέντρωσε σε κύκλο γύρω του το προσωπικό του Μεγάρου.
Ο Αλλιέντε ήταν ήρεμος. Χαμογέλασε στους ανθρώπους που είχε συνεργασθή μαζί τους τόσα χρόνια. Τον συνοδεύανε από το σπίτι του 23 άνδρες της προσωπικής του φρουράς, που είχαν 23 αυτόματα όπλα, δυο πολυβόλα και τρία μπαζούκας. Ο Αλλιέντε κρατούσε στα χέρια του ένα αυτόματο όπλο. Στις 10.45 άρχισε να μιλά. Η φωνή του ήταν σταθερή και αποφασιστική: «Θέλω να γνωρίζετε», τους είπε μέσα σε νεκρική ησυχία, που τη διακόπτανε μόνο οι μακρινοί απόηχοι των πυροβολισμών που φθάνανε από την πόλη, «ότι είναι βέβαιο πως καμμιά επανάσταση δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίση το θρίαμβο, αν ο λαός δεν είναι μαζί της, αν δεν την υποστηρίξη ο ίδιος. Αλλά και τόσο άλλο είναι επίσης βέβαιο ότι οι άχρηστοι νεκροί δεν προσφέρουνε τίποτα σ’ έναν αγώνα. Γι’ αυτό σας λέγω ότι, εκτός από τους άνδρες της φρουράς που θέλουνε να μείνουνε μαζί μου, που θα με βοηθήσουν, συμφωνήσαμε ότι όλες οι γυναίκες πρέπει να εγκαταλείψουν το Μέγαρο αμέσως, όσο υπάρχει καιρός».
Ακολούθησαν συγκινητικές σκηνές αποχαιρετισμού. Πολλές γυναίκες τον ασπάζονταν, άλλες του φιλούσαν το χέρι. Κι’ εκείνος, με το όπλο πάντα στο χέρι και με αγαθό χαμόγελο, τις αποχαιρετούσε για πάντα. Γνώριζε καλά ότι βάδιζε προς τη θυσία. […] Ύστερα οι γυναίκες κατεβήκανε την κεντρική σκάλα. Ο Πρόεδρος και η ακολουθία του μπήκανε στα εσωτερικά γραφεία του κτιρίου. Η τραγωδία άρχιζε να μπαίνη στη λύση της.
[…]
Από το ασύρματο τηλέφωνο της Προεδρίας οι φασίστες διεμήνυσαν του Προέδρου Αλλιέντε ότι του εξασφαλίζανε ένα μεταγωγικό αεροπλάνο, για να εγκαταλείψη τη χώρα μαζί με την οικογένειά του και τους συνεργάτες του. Ο Πρόεδρος τούς απάντησε ως εξής: «Σαν κοινοί προδότες, αγνοείτε τι σημαίνει για τους άνδρες η τιμή». Και τους πέταξε κατάμουτρα το τελεσίγραφο.
Δίπλα από τον Πρόεδρο στεκόταν ο αρχηγός της προσωπικής του φρουράς, ο Ραούλ Μοντέρο. Με την ακολουθία του μπήκανε μέσα στα γραφεία της Διοίκησης. Η τραγωδία κάλπαζε προς τη λύση της. Ελικόπτερα άρχισαν να πετούν γύρω από το Μέγαρο, να στέκωνται πάνω απ’ αυτό και να σημειώνουν τις θέσεις των υπερασπιστών του. Πέντε λεπτά αργότερα άρχισε ο βομβαρδισμός του Μεγάρου με βλήματα πυροβολικού. […] Απεσταλμένοι, που φθάνουν με κομμένη ανάσα από διάφορα σημεία, φέρνουν άσχημα νέα. Σ’ όλες τις συνοικίες του Σαντιάγο έχει εισχωρήσει ο στρατός. Ο πληθυσμός προβάλλει αντίσταση. Παντού γίνονται συμπλοκές που καταλήγουν σε μάχες. Η μάχη γύρω από την πρωτεύουσα, μέσα στο κέντρο της, στο ίδιο το γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας, γενικεύεται. Όλοι πολεμούν σκληρά και χωρίς οίκτο. Οι νεκροί πέφτουν παντού και τα κορμιά των σκοτωμένων γεμίζουν τους δρόμους και το ποτάμι που διασχίζει το ανατολικό μέρος της πόλης.
[…]
Μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο πέφτουν ρουκέτες. Όσοι βρίσκονται μέσα τις μετρούν μία-μία. Είναι 17 τύπου «Χώκινς», που όταν εκρήγνυνται, νομίζει κανείς ότι θα ξεθεμελιώσουν το κτίριο. Παντού, όπου πέφτουν, ανάβουν φωτιές. Από τα περισσότερα παράθυρα της Βουλής ξεπετιούνται γλώσσες φωτιάς, ενώ πυκνά σύννεφα σκόνης εμποδίζουν την αναπνοή στους πολιορκημένους. […] Όλοι έχουν πεισθή ότι το πραξικόπημα είναι αποφασισμένο να φθάση στα έσχατα, στην εξόντωση.
Όλοι μαζί, με μια φωνή, λένε του Αλλιέντε, που πολεμά από το παράθυρο του γραφείου του, ότι θα πεθάνουν μαζί του. Ζητωκραυγάζουν: «Βίβα Τσίλε», «Βίβα Αγιέντε». Και συνεχίζουν τον πόλεμο. Εκείνες τις ώρες ο Αλλιέντε λέει στους δικούς του: «Έτσι γράφεται η πρώτη σελίδα της Ιστορίας. Η χώρα μου και η Αμερική θα γράψουν τα υπόλοιπα».
[…]
Η ώρα είναι μιάμιση. Ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ δέχεται βλήμα και θρυμματίζεται μπροστά στον Πρόεδρο. Σύγκαιρα, μια ρουκέτα σκάζει στο πάνω πάτωμα. Όλα φαίνεται ότι θα γκρεμισθούν σε ερείπια. Από ψηλά σπάνε τα μεγάλα κρύσταλλα των παραθύρων κι’ ένα κομμάτι πέφτει και σφηνώνεται ανάμεσα στη ράχη του Αλλιέντε, ψηλά προς τη δεξιά ωμοπλάτη. Κλονίζεται. Το αίμα που ξεπετιέται από την πληγή τού βάφει κόκκινο το πουκάμισο. Οι άνδρες του αφήνουν χάμω τα όπλα τους και ορμούν να τον βοηθήσουν. Ο Αλλιέντε τούς επιπλήττει:
— Δεν έχω τίποτα, φωνάζει, γυρίστε πίσω, στις θέσεις σας!
[…]
Πέντε λεπτά αργότερα ένα μεγάλο θωρακισμένο αυτοκίνητο στέκεται στην είσοδο του Μεγάρου. Από μέσα πηδούν ειδικά τμήματα καταδρομέων που ακολουθούν μια πιστή διαδρομή, που εκτελούν ένα καλά προμελετημένο σχέδιο πάνω στο οποίο είχαν εκπαιδευθή πολλές φορές. Χύνονται μανιασμένοι απ’ το κεντρικό κλιμακοστάσιο και ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια πηδώντας τα δυο-δυο. Μια σφαίρα τραυματίζει τον Αλλιέντε στον αριστερό ώμο. Μορφάζει από τον οξύ πόνο, αλλά δεν εγκαταλείπει ούτε τη θέση ούτε το όπλο του. Οι άνδρες του που τον βλέπουν φωνάζουν «Χτυπήσανε τον Τάτα», όπως τον λέγανε χαϊδευτικά, και τρέχουν κοντά του. Τώρα τα πρώτα φασιστικά τμήματα φαίνονται στις εισόδους. Ο ένας μετά τον άλλον οι υπερασπιστές πέφτουν νεκροί. Οι φασίστες βρίσκονται πια μέσα στο «Κόκκινο Σαλόνι», εκεί όπου υπήρχε η κόκκινη πολυθρόνα του Μπερνάρντο Ο’Χίγγινς, του απελευθερωτού, του Πατέρα της Χιλής.
Ο Αλλιέντε, που έχει πέσει, προσπαθεί με κόπο να σηκωθή. Ολόκληρο το σώμα του είναι γεμάτο από το αίμα του. Οι πρώτοι στρατιώτες που ορμούν στην κόκκινη αίθουσα ανακόπτονται από το θέαμα του κτυπημένου Προέδρου. Πίσω από τα έπιπλα, πίσω από τις πόρτες, οι υπερασπιστές εξακολουθούν να μάχονται και να κραυγάζουν: «Βίβα Τσίλε», «Βίβα Αγιέντε», «Βίβα Πουέμπλο». Οι φασίστες ρίχνουν αφηνιασμένοι, αδειάζουν τους γεμιστήρες των όπλων τους σε κάθε μεριά. Ο Αλλιέντε πέφτει γαζωμένος από ριπές. Τον κτύπησαν κατάστηθα, στην κοιλιά, στα πόδια. Ο σωματοφύλακάς του Τομάς Μόρο μπαίνει σαν βολίδα κρατώντας ένα πολυβόλο των τριάντα και ρίχνει κυκλικά. Στην ορμή του οι φασίστες υποχωρούν. Ο Τομάς, που δεν τον ένοιαζε πια για τίποτα, αρπάζει με μια μικρή ομάδα που τον ακολουθεί το σώμα του Προέδρου. Τρέχοντας, ρίχνοντας, μαχόμενοι με τους φασίστες, που κτυπούσαν πάνω στον ανθρώπινο σωρό, καταφέρνουν και δρασκελούν την πόρτα του προεδρικού γραφείου και οχυρώνονται πίσω της.
Τώρα, το άψυχο σώμα του Αλλιέντε το κρατά στην αγκαλιά του ο σωματοφύλακάς του Ραμόν. Προφταίνει και του περνά απ’ το ματωμένο στήθος την προεδρική ταινία και τον καθίζει νεκρό πάνω στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Άλλοι πολεμιστές κατεβάζουν τη χιλιανή σημαία, που βρισκόταν πάντα ανηρτημένη στα αριστερά στο γραφείο του, και τον σκεπάζουν μ’ αυτήν.
Οι φασίστες σπάνε την πόρτα και πατούν το προεδρικό γραφείο. Ολόγυρα, ο ένας μετά τον άλλον, πέφτουν μαχόμενοι οι πιστοί του Αλλιέντε. Όλα ανατρέπονται, όλα γίνονται κομμάτια. Πάνω στα γραφεία μένει άθικτο το άγαλμα του Μπερνάρντο Ο’Χίγγινς, του Πατέρα της Χιλής…
*Αποσπάσματα από εκτενές δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα», που έφερε τον τίτλο «Αλλιέντε: Έτσι γράφεται η πρώτη σελίδα της Ιστορίας». Συντάκτης του άρθρου, που είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της 15ης Φεβρουαρίου 1975, ήταν ο απεσταλμένος της εφημερίδας στη Λατινική Αμερική Γιώργος Καράγιωργας (1919-2011), δημοσιογράφος, λογοτέχνης και διακεκριμένος πολεμικός ανταποκριτής.
Ο χιλιανός προέδρος Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende Gossens) γεννήθηκε στην πόλη Βαλπαραΐζο στις 26 Ιουνίου 1908 και απεβίωσε στο Σαντιάγο στις 11 Σεπτεμβρίου 1973.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970 ο σοσιαλιστής Αλιέντε αναδείχθηκε νικητής των προεδρικών εκλογών που διεξήχθησαν στη χώρα του. Παρέμεινε στον προεδρικό θώκο της Χιλής έως τη βίαιη ανατροπή του και την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους αντιπάλους του.
- Βόρεια Κορέα: Ο Κιμ Γιονγκ Ουν ζητάει την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο
- Αντώνης Σαμαράς: Πώς σχολιάζουν τουρκικά ΜΜΕ τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
- Βόλος-Πολυτεχνείο: Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες σε αστυνομικούς – Ένταση και ρίψη χημικών
- Ο «απρόβλεπτος» Τραμπ ως δικαιολογία
- Μόλις έφερε πιο κοντά έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο λέει η Ρωσία για τον Μπάιντεν
- Οι πιθανοί αντίπαλοι της Εθνικής στα playoffs ανόδου του Nations League – «Κλείδωσαν» δύο, έρχονται άλλοι δύο