Θέλουν λεφτά και τα θέλουν τώρα!
Οι Αμερικάνοι απογοητεύονται από τις επενδύσεις τους στην Πρέμιερ Λιγκ αφού ήθελαν άμεσα κέρδη κάτι που στο ποδόσφαιρο μόνο εύκολο δεν είναι.
- Αυτή είναι η λέξη της χρονιάς για το 2024
- Στη δημοσιότητα τα στοιχεία - Η «καφετζού» και οι συνεργοί της που απέσπασαν 850.000 ευρώ από ηλικιωμένο
- Εκπαιδευτικός έκανε 20 φορές σεξ με 14χρονο μαθητή της - Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια
- Δημήτρης Σούρας: Τι έλεγε για τους ανθρώπους και τον θάνατο ο γνωστός ψυχίατρος
Περισσότερες από 30 αγγλικές ποδοσφαιρικές ομάδες ανήκουν σε αμερικανικές οντότητες.
Καλό ακούγεται. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο έρωτας της USA με τις επενδύσεις στην Premier League ξεθωριάζει. Οι επενδυτές ήθελαν βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά το σπορ δεν είναι σαν το χρηματιστήριο. Η Πρέμιερ υπήρξε πρόσφορο έδαφος για τους Αμερικανούς επενδυτές τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Με σχεδόν τις μισές από τις 20 ομάδες υπό τον αμερικανικό έλεγχο στην αρχή της σεζόν το μεγάλο μπάμ έγινε όταν η Τσέλσι πέρασε υπό την ηγεσία του δισεκατομμυριούχου Todd Boehly. Η αποτυχία του στην ομάδα του Λονδίνου φαίνεται ότι απογοητεύει άλλους συμπατριώτες του να ακολουθήσουν τα βήματά του. Το ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Αγγλία μειώνεται σταδιακά.
Δεν είναι λίγοι οι Αμερικανοί επενδυτές που θεωρούν τις τρέχουσες συνθήκες στην Premier League μη βιώσιμες οικονομικά. Υπάρχει ελάχιστος έλεγχος κόστους και, κατά την άποψή τους, «παράλογοι» ανταγωνιστές, όπως ο Todd Boehly, που διαστρεβλώνουν την αγορά με υπέρογκες επενδύσεις σε παίκτες, αυξάνοντας έτσι τα έξοδα των ομάδων.
Η έλλειψη ενός αυστηρού ορίου δαπανών για παίκτες ή μισθολογικού ορίου, όπως συμβαίνει σε άλλες αθλητικές λίγκες, προσθέτει στις οικονομικές πιέσεις.
Οι απώλειες των ομάδων και οι μικρές προοπτικές κέρδους μακροπρόθεσμα καθιστούν τις επενδύσεις στην Premier League λιγότερο ελκυστικές.
Η Premier League, παρά τη δημοτικότητά της και τα υψηλά έσοδα από τηλεοπτικά δικαιώματα, παραμένει ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Η επιτυχία συχνά απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε παίκτες, χωρίς εγγυήσεις για κέρδη ή επιτυχίες. Η απόκτηση παικτών είναι ακριβή και πολλοί σύλλογοι δεν καταφέρνουν να αντισταθμίσουν τις δαπάνες τους με τα έσοδα. Επιπλέον, οι πρόσφατες αλλαγές στη ζήτηση για τα δικαιώματα μετάδοσης έχουν οδηγήσει σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα για νέες συμφωνίες, κάτι που επηρεάζει τα συνολικά έσοδα των ομάδων.
Λόγω των αυξημένων κινδύνων και κόστους, πολλοί Αμερικανοί επενδυτές στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές αθλητικών επενδύσεων. Αυτό περιλαμβάνει τις επενδύσεις σε ομάδες γυναικείου ποδοσφαίρου ή αθλήματα niche, όπως το πάντελ, που παρουσιάζουν χαμηλότερα κόστη και μεγαλύτερη δυνατότητα για απόδοση. Η National Football League (NFL) στις ΗΠΑ, επίσης, έχει αρχίσει να επιτρέπει την είσοδο ιδιωτικών κεφαλαίων, κάτι που αυξάνει το ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Ηδη σύλλογοι της Premier League, όπως οι Τότεναμ, Μπρέντφορντ, Κρίσταλ Πάλας, Γουλβς, Γουέστ Χαμ αναζητούν νέους επενδυτές. Ακόμη και ομάδες, όπως η Σέφιλντ Γιουναϊτεντ και η Έβερτον αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση νέων ιδιοκτητών, παρά το γεγονός ότι είναι διαθέσιμες προς πώληση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο τέσσερις από τις 20 ομάδες της Premier League παρουσίασαν λειτουργικό κέρδος κατά τη σεζόν 2022/23. Οι υπόλοιπες ομάδες αντιμετωπίζουν οικονομικές ζημίες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Φούλαμ και την Αστον Βίλα, που ελέγχονται από Αμερικανούς επενδυτές.
Η στρατηγική των αμερικανικών επενδύσεων αλλάζει, με έμφαση σε ευκαιρίες που επιτρέπουν βραχυπρόθεσμες αποδόσεις με μικρότερες επενδύσεις. Οι Αμερικανοί επενδυτές φαίνεται να προτιμούν αγορές όπου μπορούν να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο των δαπανών και να μειώσουν τους κινδύνους.
Η οικονομική πραγματικότητα απομακρύνεται από τις προσδοκίες τους για κέρδος και απόδοση. Παρά το γεγονός ότι η Premier League παραμένει μία από τις πιο δημοφιλείς και εμπορικά επιτυχημένες λίγκες παγκοσμίως, οι αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις, οι υψηλές δαπάνες για παίκτες και οι περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου κόστους καθιστούν τις επενδύσεις πιο ριψοκίνδυνες. Η αλλαγή στη στάση των Αμερικανών αντανακλά μια ευρύτερη στρατηγική διαφοροποίησης, με στόχο τη βέλτιστη διαχείριση του κινδύνου και την εξασφάλιση πιο βιώσιμων επενδύσεων μακροπρόθεσμα.
Η Λίβερπουλ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανικής επένδυσης στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Η ομάδα ανήκει στην Fenway Sports Group (FSG), μια αμερικανική εταιρεία που την αγόρασε το 2010.
Η FSG κατάφερε να αναστρέψει την τύχη της ομάδας, κατακτώντας σημαντικούς τίτλους, όπως το UEFA Champions League το 2019 και την Premier League το 2020.
Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες, οι προκλήσεις παραμένουν. Οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες έψαχναν να πουλήσουν μερίδιο της ομάδας ή και ολόκληρο τον σύλλογο το 2022, λόγω των αυξανόμενων οικονομικών πιέσεων και των ζημιών που αντιμετωπίζουν. Προφανώς οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν τη συνεχιζόμενη δέσμευση. Οι Αμερικάνοι δεν αγάπησαν ξαφνικά το αγγλικό ποδόσφαιρο. Money talks…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις