Δεν επιτρέπονται πλέον διακρατικές υιοθεσίες παιδιών από την Κίνα αποφάσισε η κυβέρνηση της χώρας, υπερασπιζόμενη την κίνηση αυτή ως «σύμφωνη με τις παγκόσμιες τάσεις». Ως συνέπεια αυτής της απόφασης, εκατοντάδες οικογένειες – κυρίως από τις ΗΠΑ – βρίσκονται στον «αέρα» καθώς είχαν ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες υιοθεσίας.

Λόγω της αυστηρής πολιτικής του ενός παιδιού που ανάγκαζε πολλές οικογένειες στην Κίνα να εγκαταλείψουν τα μωρά τους, δεκάδες χιλιάδες μικρά παιδιά έχουν σταλεί στο εξωτερικό για υιοθεσία τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από το 1992, περισσότερα από 160.000 παιδιά υιοθετήθηκαν από οικογένειες στο εξωτερικό. Η πολιτική του ενός παιδιού πάντως, που είχε στόχο να περιορίσει την πληθυσμιακή έκρηξη, την τελευταία δεκαετία άρχισε να χαλαρώνει και πλέον το όριο έφτασε στα τρία παιδιά.

«Είμαστε ευγνώμονες για την επιθυμία και την αγάπη των κυβερνήσεων και των οικογενειών να υιοθετήσουν παιδιά από την Κίνα», δήλωσε την Πέμπτη η Μάο Νινγκ, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών. Για τη νέα πολιτική δεν έδωσε πολλές λεπτομέρειες, εκτός του ότι θα υπάρξουν κάποιες εξαιρέσεις μόνο για τους ξένους που υιοθετούν θετά παιδιά και παιδιά συγγενών εξ αίματος στην Κίνα.

Σημειώνεται ότι περισσότερα από 82.000 παιδιά από την Κίνα έχουν υιοθετηθεί από οικογένειες στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Από την πληθυσμιακή έκρηξη στο ιστορικό χαμηλό στις γεννήσεις

Πριν από την πανδημία του κορονοϊού, η Κίνα ήταν η Νούμερο 1 χώρα στις διακρατικές υιοθεσίες, αλλά το πρόγραμμά της είχε αμαυρωθεί από παλαιότερες καταγγελίες για διαφθορά και από τη σύνδεσή του με τους σκληρά επιβαλλόμενους περιορισμούς γεννήσεων της Κίνας.

Όπως αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα των ΝΥΤ, πολλές οικογένειες άφηναν τα μωρά τους σε σοκάκια ή στις πόρτες αστυνομικών τμημάτων ή ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας, για να αποφύγουν τις αυστηρές ποινές για παραβίαση της πολιτικής του ενός παιδιού. Αδυνατώντας να πληρώσουν για τη φροντίδα αυτών των παιδιών, τα ορφανοτροφεία στράφηκαν σταδιακά στη διεθνή υιοθεσία.

«Κατά κάποιον τρόπο είναι το τέλος μιας εποχής και το κλείσιμο ενός από τα πιο ντροπιαστικά κεφάλαια των τρεισήμισι δεκαετιών της πολιτικής του ενός παιδιού», δήλωσε ο Γουάνγκ Φενγκ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο οποίος ειδικεύεται στα δημογραφικά στοιχεία της Κίνας. «Η κινεζική κυβέρνηση δημιούργησε το πρόβλημα και στη συνέχεια δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους οικονομικούς περιορισμούς και γι’ αυτό επέτρεψε την υιοθεσία από το εξωτερικό ως έσχατη λύση».

«Είναι το τέλος ενός από τα πιο ντροπιαστικά κεφάλαια των τρεισήμισι δεκαετιών της πολιτικής του ενός παιδιού» λέει ο Γουάνγκ Φενγκ

Σήμερα, ο πληθυσμός της Κίνας συρρικνώνεται, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στον κόσμο. Διατηρεί μια ονομαστική πολιτική περιορισμού των οικογενειών στα τρία παιδιά και προσπαθεί να ενθαρρύνει τις γεννήσεις.

Προωθούνται οι εγχώριες υιοθεσίες

Τα τελευταία χρόνια, οι κινέζοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να προωθήσουν τις εγχώριες υιοθεσίες. Οι διακρατικές υιοθεσίες άρχισαν να επιβραδύνονται στα μέσα της δεκαετίας του 2000, καθώς η οικονομία της Κίνας σημείωσε άνθηση και η κυβέρνηση διέθεσε περισσότερα χρήματα για τη στήριξη των ορφανών. Μέχρι το 2018, ο αριθμός των παιδιών που είχαν καταγραφεί για υιοθεσία είχε μειωθεί σε περίπου 15.000, από περίπου 44.000 το 2009, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές. Το 2019 υπήρχαν 343.000 ορφανά στην Κίνα.

Ακτιβιστές όπως ο Πίτερ Μόλερ, με καταγωγή από την Κορέα που είναι υιοθετημένος και μεγάλωσε στη Δανία, χαιρέτισαν τη διακοπή των διακρατικών υιοθεσιών. «Η διεθνής υιοθεσία έχει αποδειχθεί πολύ προβληματική τόσο στις χώρες δότες όσο και στις χώρες υποδοχής και επιβαρύνει τόσο τους υιοθετημένους όσο και τις βιολογικές οικογένειες των υιοθετημένων», δήλωσε αναφερόμενος στις εν γένει ανησυχίες για την κακοποίηση και την παραμέληση των υιοθετημένων παιδιών.

«Το γεγονός ότι υιοθετήθηκαν από οικογένειες σε χώρες μακριά από τον τόπο γέννησής τους, με πολύ διαφορετικές κουλτούρες, άφησε πολλά υιοθετημένα παιδιά να αναρωτιούνται για την ταυτότητά τους» σημειώνει από την πλευρά της η Ζάο Γιαν, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Κι άλλες χώρες πέραν της Κίνας έχουν αρχίσει να περιορίζουν ή να σταματούν τις υιοθεσίες από το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, όπως η Αιθιοπία, η Ρωσία και το Καζακστάν. Ορισμένοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί υιοθεσίας στο εξωτερικό έχουν επίσης σταματήσει τις δραστηριότητές τους εν μέσω εθνικών ανησυχιών σχετικά με την κακοποίηση, τα πλαστά έγγραφα και τη λογοδοσία.

«Είναι σκληρό»

Πολλές οικογένειες στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πανικό μετά την απαγόρευση που ανακοινώθηκε επισήμως, αν και είχαν προηγηθεί φήμες που τους είχαν ανησυχήσει. Πολλοί από αυτούς είχαν ήδη λάβει έγκριση τόσο από την Κίνα όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις υιοθεσίες και προετοιμάζονταν να υποδεχθούν τα παιδιά.

Είχαν αγοράσει ρούχα και είχαν τροποποιήσει τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν τις αναπηρίες που είχαν κάποια από αυτά τα παιδιά. Αρκετοί περιέγραψαν ότι πέρασαν μήνες επικοινωνώντας μαζί τους μέσω βιντεοκλήσεων, επιστολών και ανταλλαγής φωτογραφιών.

«Είναι πραγματικά σκληρό ότι υπάρχουν εκατοντάδες οικογένειες που περιμένουν, που έχουν ετοιμάσει μια θέση και εμείς καθόμαστε εδώ απελπισμένοι, με τα χέρια μας δεμένα», δήλωσε η Κόρτνι Μουρ, η οποία γνώρισε τον σύζυγό της όταν ήταν φοιτητές και σπούδαζαν κινέζικα στην πόλη Ναντζίνγκ.