«Συμπωματικά βρέθηκα στο θέατρο. Έγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ήθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου». Με αυτά τα λόγια είχε περιγράψει κάποτε την απόφασή του να ασχοληθεί με την υποκριτική και τον χώρο της Τέχνης. Χωρίς πολλές φανφάρες αλλά με απλότητα και ειλικρίνεια. Άλλωστε ο Μάνος Κατράκης ήταν ένας άνθρωπος που στα 76 χρόνια ζωής του, εκτός από το μεγάλο ταλέντο του, διακρίθηκε για την απλότητα και την ειλικρίνειά του. Και τη λεβέντικη κορμοστασιά του. Δεν κρύφτηκε ποτέ, δεν παρουσίασε κάτι άλλο από αυτό που ήταν, κι «έφυγε» πριν τέσσερις δεκαετίες όπως έζησε: με τους δικούς του όρους και κανόνες.

Γεννημένος στο Καστέλι Κισσάμου στις 14 Αυγούστου 1908, ο Μάνος Κατράκης ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Οι δουλειές του πατέρα του δεν πήγαιναν καλά, έτσι κλείνοντας τα 10 του χρόνια ένας νέος κόσμος θα άνοιγε μπροστά του: η Αθήνα.

Από τις αλάνες στο σανίδι

Ένας νέος κόσμος και πολλές νέες υποχρεώσεις. Ο μικρός Μάνος σύντομα θα γίνει ο «άντρας» της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του έλειπε τον περισσότερο καιρό για δουλειές και ο μεγάλος του αδερφός Γιάννης ζούσε στις ΗΠΑ.

Τότε είναι που θα γνωρίσει και την πρώτη του «αγάπη»: το ποδόσφαιρο. Θα ξεκινήσει από τον Κεραυνό Πολυγώνου και πριν ενηλικιωθεί θα μεταπηδήσει στον Αθηναϊκό, όπου και θα αγωνιστεί για δύο χρονιές στα πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Α.

Αντί για… σιδηρουργός, στα 19 του χρόνια ανεβαίνει για πρώτη φορά στο σανίδι. Τι κι αν δεν ήταν παιδί του θεάτρου; Αυτή η αυθεντικότητα και ο δυναμισμός του θα εντυπωσιάσουν. Θα γνωρίσει τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα και θα γίνει ηθοποιός και με τη βούλα. Παίρνει τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στη βωβή ταινία «Το λάβαρο του ’21», ενώ την ίδια ώρα φτιάχνει το όνομά του στο θεατρικό σανίδι. Ένα όνομα που θα ακούγεται όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός και θα τον οδηγήσει στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και το Εθνικό Θέατρο.

Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, Μίκη Θεοδωράκη, Βασίλη Διαμαντόπουλο και Αλίκη Γεωργούλη το 1966.

Η αντίσταση, οι αριστερές πεποιθήσεις και η καταξίωση

Ενώ η επαγγελματική του πορεία δείχνει να πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο, όλα θα αλλάξουν ξαφνικά. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος «χτυπάει» την Ελλάδα και ο Μάνος Κατράκης βγάζει τα ρούχα του βεστιαρίου και φοράει αυτά του στρατιώτη. Πολεμάει στο μέτωπο όπου και τραυματίζεται, ενώ με την επιστροφή του στην Αθήνα μπαίνει στην αντίσταση και στο ΕΑΜ, γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Μάλιστα το 1943 αναλαμβάνει πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και συμβάλει στα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Όμως οι αριστερές του πεποιθήσεις θα βάλουν νέο φρένο στην καλλιτεχνική του πορεία. Όπως είχε πει και ο ίδος «η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου. Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής» και το έδειξε. Ο Μάνος Κατράκης αρνείται πεισματικά να να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» και ξεκινάει το κυνηγητό του.

Συλλήψεις, βασανιστήρια και εξορία σε Ικαρία, Μακρόνησο και Άη Στράτη για μια επταετία, μαζί με άλλους μεγάλους ανθρώπους των Τεχνών, όπως οι Γιάννης Ρίτσος, Τζαβαλάς Καρούσος, Μενέλαος Λουντέμης. Ένα κυνηγητό που δεν σταμάτησε ακόμα κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Ωστόσο το ταλέντο του είναι πολύ μεγάλο. Με την επιστροφή του στην Αθήνα ξεκινάει αρχικά να εργάζεται στο ραδιόφωνο, προτού ξεκινήσει τις «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη, επιστρέψει στο θίασο Κοτοπούλη και τελικά φτιάξει τον δικό του θίασο. Παράλληλα ανοίγουν και οι κινηματογραφικές «πόρτες»: «Συνοικία το Όνειρο», «Ηλέκτρα», «Τα κόκκινα φανάρια», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Αντιγόνη» ήταν μερικές από τις μεγάλες επιτυχίες όπου έπαιξε στη μεγάλη οθόνη. Μάλιστα, η «Αντιγόνη» έμελλε να του χαρίσει και το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο  Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο.

Υπογεγραμμένη φωτογραφία του Μάνου Κατράκη.

Ο μεγάλος έρωτας και οι αδυναμίες

Ο Μάνος Κατράκης παντρεύτηκε τρεις φορές στη ζωή του. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την ηθοποιό  Άννα Λώρη σε ηλικία μόλις 25 ετών. Κατά την περίοδο της κατοχής θα παντρευτεί με τη Νένα Βρακοτσώλη, ενώ το 1979 θα ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας με την Λίντα Άλμα – μετά από 25 χρόνια σχέσης. Αυτή ήταν και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, έστω κι αν ο μεγάλος ηθοποιός έχει παραδεχτεί ότι της έδωσε κυρίως «πίκρες στη ζωή της».

Αλλά, όπως είπαμε, ο Μάνος Κατράκης ήταν ένας ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Για αυτό και στη βιογραφία του «Στη σκηνή, τη ζωή και την οθόνη» δεν διστάζει να μιλήσει και για τον τζόγο με τον οποίο έμπλεξε ένα φεγγάρι. Ήταν η περίοδος της κατοχής και πουλούσε ότι είχε και δεν είχε για να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Τότε ήταν που κατέληξε σε μια λέσχη: στην αρχή κερδίζει και γλυκαίνεται «που επιστρέφω με το παραδάκι στην τσέπη», αλλά μετά αρχίζει να χάνει. Τότε είναι που παίρνει την απόφαση να βγει μια τίμια δουλειά: για τέσσερις μήνες πουλούσε ψάρια.

Με τον Διονύση Παπαμιχαήλ, στην τελευταία του ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Το «αντίο» με τους δικούς του κανόνες

Ο Μάνος Κατράκης έζησε με τους δικούς του κανόνες, όπως εκείνος ήθελε. Και από την ώρα που ακολούθησε αυτή την πορεία στη ζωή, την ίδια ακολούθησε και στον θάνατο. Όσο μεγάλωνε, ο οργανισμός του ήταν ευάλωτος και καταπονημένος, ωστόσο ο ίδιος θα αρνηθεί να ακολουθήσει το αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας των γιατρών. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1984, λίγο καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, ηττημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα.