Τα ξέραμε όλα, αλλά τα ξαναμαθαίνουμε από την αρχή. Ξέραμε ότι ο άρρωστος (σ.σ. η ΕΣΣΔ και ο υπαρκτός σοσιαλισμός) έπασχε από ανίατη ασθένεια, αλλά μόνο η αναγγελία του θανάτου του μας πείθει ότι το άρρωστο κορμί είναι πεθαμένο και νεκρό. Εμείς δεν ελπίζαμε να ζήσει, ούτε το ευχόμαστε. Θέλαμε το θάνατό του. Όμως μόλις τώρα μαθαίνουμε ότι ούτε καν στους συγγενείς και φίλους του δεν υπάρχει κάποια συγκίνηση· γι’ αυτό το χαμό μόνο η βουλιμία για τη διανομή των ιματίων, μόνο η αποφορά από την αποσύνθεση του πτώματος.

[…]

Πράγματι, υπάρχει κατάρρευση, ευτυχώς! Την είχαμε ευχηθεί οι κομμουνιστές της ανανέωσης και παλέψαμε γι’ αυτήν όσο μπορέσαμε. Δεν ανακαλύψαμε χθες προχθές ότι αυτός ο κόσμος, που ονομαζόταν σοσιαλιστικός, δεν ήταν παρά το πρόσωπο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, δεν μάθαμε τώρα ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης στέναζαν κάτω από το βάρος του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Στις συνειδήσεις μας αυτά τα καθεστώτα είχαν καταρρεύσει προ πολλού, σε ανύποπτο χρόνο, γι’ αυτό ήταν τόσο ασυμφιλίωτες οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους του Περισσού, γι’ αυτό ακούγαμε ΚΝΕ κι αλλάζαμε πεζοδρόμιο, γι’ αυτό εκείνη η θάλασσα με τα σφυροδρέπανα στις γιορτές του Πολυτεχνείου μάς γεννούσε σκέψεις μελαγχολικές: «καημένα παιδιά». Ξέραμε όμως ακόμη κάτι, αυτό που κυρίως σήμερα αποσιωπάται. Ότι ο κομμουνισμός πριν καταρρεύσει είχε ήδη ηττηθεί. Είχε ηττηθεί όταν η επανάσταση έγινε αντεπανάσταση, όταν οι επαναστατικές εξάρσεις του εργατικού κινήματος χρησιμοποιήθηκαν για να οικοδομήσουν το σταλινικό καθεστώς και τους καταπιεστικούς του μηχανισμούς, ηττήθηκε όταν η αντιφασιστική Αντίσταση χρησιμοποιήθηκε ως δύναμη αντιπερισπασμού που θα βοηθούσε την ΕΣΣΔ, ηττήθηκε όταν οι επαναστάτες κατά χιλιάδες γνώρισαν τα εκτελεστικά αποσπάσματα και το γκουλάγκ, ηττήθηκε ο κομμουνισμός όταν οι συμπιλητές της θεωρίας του τον μετέτρεπαν σε ενδοκόσμιο χιλιασμό που τροφοδοτούσε κοινωνικές δεισιδαιμονίες και αναχρονισμούς, ηττήθηκε όταν οι προσπάθειες ανανέωσής του στις δεκαετίες του ’60 και ’70 δεν ανέδειξαν τον εκφραστικό του πυρήνα, δεν έφεραν στον κόσμο ένα κρυστάλλωμα ικανό να λειτουργήσει και αναλώθηκαν στο να καταργούν προγενέστερες σημασίες και κατακτήσεις με εκείνα τα ανειπώτου κενότητας στρατηγήματα περί «τρίτου δρόμου», «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», «στρατηγικής των διαρθρωτικών αλλαγών», ηττήθηκε εκεί που αντί για έκσταση και πάθος περίσσεψε η νεύρωση και ο μοντερνισμός.

[…]

Παρά ταύτα, υπάρχουν αριστεροί, πιο σωστά υπάρχουν πολλοί που δεν θέλουν να είναι δεξιοί, υπάρχουν πολλοί που ούτε οι ήττες ούτε οι καταρρεύσεις ούτε οι διαψεύσεις της Αριστεράς τούς έπεισαν για την ορθότητα και την ανθρωπιά των ιδεών και πρακτικών της Δεξιάς. Αυτή όμως η πεποίθηση, που συνιστά μιαν αρνητική συνείδηση, όσο κι αν αποτελεί ένα ελάχιστο στοιχείο αυτογνωσίας, δεν αρκεί γιατί είναι πολύ γενική και θολή. Εμείς οι αριστεροί δεν είμαστε μόνο μια ονομασία, ένα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, δεν είμαστε μια ορισμένη εκλογική συμπεριφορά που εκδηλώνει την προτίμησή της στα κόμματα της Αριστεράς κάθε που τυχαίνει να μας φέρνουν μπροστά στην κάλπη.

Ας το πούμε λίγο βάναυσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει τους αριστερούς είναι η πίστη τους στο δικό τους όραμα, στο όραμα του σοσιαλισμού. Δεν υπάρχει αριστερός χωρίς πίστη στον σοσιαλισμό. Αυτή η πίστη είναι το ειδοποιό γνώρισμά του, το αποκαλυπτικό στοιχείο της ταυτότητάς του, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ιδιαίτερη ταυτότητα. Ολόκληρος ο τρόπος ύπαρξης των αριστερών φωτίζεται, και διαφωτίζεται, από το όραμα του σοσιαλισμού. […]  Ο αριστερός θα βρεθεί στους αντίποδες του αφηνιασμένου ατομικισμού, γιατί, από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, ξέρει ότι μόνο μια ισχυρή συλλογικότητα, η συνοίκηση κι η συμβίωση μέσα στο μαχόμενο υπερατομικό σύνολο μπορεί να υπερβεί τον κοινωνικό Λεβιάθαν.

[…]

Εδώ όμως βρίσκεται ολόκληρο το πρόβλημα: οι αριστεροί όχι μόνο είναι χωρίς Αριστερά, χωρίς την Αριστερά που πιστεύει και παλεύει για τον σοσιαλισμό, αλλά επιπλέον η πίστη του κάθε αριστερού είναι κλονισμένη. Έχοντας χάσει την Εστία τρέπεται σε άλλες ηδύτερες εστίες. Η πίστη των αριστερών στην αριστεροσύνη κινδυνεύει να καταντήσει μυθολογική ή απλώς ψυχολογικό αποκούμπι, πορεία στο άγνωστο με βάρκα τους νταλκάδες και έρμα τις στερήσεις.

Ο αριστερός σήμερα δεν μπορεί να είναι προκλητικός. Μπορεί όμως να είναι ξετσίπωτος και ξιπασμένος. Και το είναι πολλοί. Καθώς η ταυτότητά του εξακολουθεί να τον αναφέρει ως αριστερό, αλλά και καθώς αυτή η Αριστερά δεν πιστεύει πια στον σοσιαλισμό, καθώς στο δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα απάντησε «ολιγότερη βαρβαρότητα», χάθηκε εκείνος ο ειδικός φωτισμός, ο αιθέρας που εντός του οι εκφράσεις του αριστερού έπαιρναν τα χρώματά τους και το ειδικό τους βάρος, άβαρα τώρα κι άμορφα τα σώματα μετεωρίζονται παραζαλισμένα μέσα στη θολούρα της ρητορείας και των εφήμερων πρακτικισμών.

*Αποσπάσματα από εκτενέστατο κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (τεύχος 115, Οκτώβριος 1991).


Ο Άγγελος Ελεφάντης

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Άγγελος Ελεφάντης (1936-2008), εκδότης του «Πολίτη», υπήρξε σημαντική προσωπικότητα και εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής Ανανεωτικής Αριστεράς.