[…]

Η φυσιογνωμία του Φωσκόλου δεν μοι ήτο άγνωστος. Ότε ήμην ακόμη μαθητής, έβλεπον εν τω Γυμνασιαρχείω, εντός του υπερμεγέθους αυτής πλαισίου, την πυρρότριχα και εκφραστικήν μορφήν ανδρός ακμαίου, παρατηρούντος με πάντοτε διά των κυανών του οφθαλμών. Μίαν ημέραν έσχον την περιεργίαν να ερωτήσω ένα των καθηγητών ποίος ήτο ο εικονιζόμενος ανήρ. «Ο Ούγος Φώσκολος» μοι απήντησε ξηρώς και από της ώρας εκείνης νομίζω ότι εξισώθησαν αι περί του αντικειμένου τούτου γνώσεις μας: και εγώ και ο καθηγητής μου δεν ηξεύραμεν τίποτε περισσότερον του ονόματος του ποιητού. Η εικών εκείνη παρίστανε τω όντι τον Φώσκολον εν τη ακμή της ηλικίας του. Εν τούτοις τ’ ανδρικά χαρακτηριστικά, εκτός ποιάς τινος εκτραχύνσεως, δεν παρήλλασσον των παιδικών. Η εν τη φαντασία μου όψις και η προ των οφθαλμών μου, το παιδίον και ο ανήρ, δεν διέφερον ουσιωδώς. Η αυτή μελαγχολική βαθύτης του βλέμματος· η αυτή ψυχρά πλαστικότης του χείλους· η αυτή περί την ενδυμασίαν ιδιορρυθμία· αι αυταί περί τας παρειάς άτακτοι τρίχες· η αυτή πλουσία αλλ’ ανυπότακτος κόμη, η αγνοούσα το κτένιον (σ.σ. χτένι), την οποίαν ο ποιητής απέσπα κατά δράγματα (σ.σ. δράγμα σημαίνει ό,τι μπορεί να πιάσει κανείς με το χέρι του, χούφτα, μικρή ή ελάχιστη ποσότητα) εν ταις στιγμαίς της παραφόρου αυτού οργής ή απελπισμού.


Αλλ’ ούτε ο ηθικός άνθρωπος παρήλλαξεν έως τέλους. Τα τεσσαράκοντα εννέα έτη της ζωής του (1778-1827) διήλθον ως μία μόνη ημέρα σταθερά, άνευ ατμοσφαιρικών μεταβολών. Η αδάμαστος και ανυπόκριτος φιλοπατρία, η ακαμψία και το ιπποτικόν του χαρακτήρος, η τρυφερότης και η ευγένεια των αισθημάτων, αι ως προς την αποστολήν της ποιήσεως αρχαί, αι πολιτικαί πεποιθήσεις όλα έμειναν παρ’ αυτώ ακλόνητα, αμετάβλητα. Τα έργα του όλα, οι λόγοι του, αι πράξεις της ζωής του συνδέονται αναποσπάστως, ως κρίκοι της αυτής αλύσεως (σ.σ. αλυσίδας). Όταν απηύθυνε τας γλυκυτέρας προς την Ζάκυνθον εκφράσεις, και όταν προσεφέρετο ν’ αγωνισθή μετά της επανεστατημένης Ελλάδος· όταν εκ της ξένης εζήτει της μητρός του την ευχήν, και όταν ειργάζετο ασθενής και φθίνων χάριν του ηγαπημένου του θυγατρίου (σ.σ. κορούλας)· όταν έγραφε τα πρώτα του σονέττα και όταν συνηρμολόγει τας Χάριτας· όταν εξεφώνει τον εναρκτήριόν του εν τω Πανεπιστημίω του Παταυίου (σ.σ. της Πάντοβας) με τους υπαινιγμούς κατά των τυράννων της πατρίδος, και όταν συνηγόρει ένθερμος υπέρ της πωλουμένης Πάργας· όταν απηύθυνε προς τον φίλον του Πινδεμόντην την ισότητα και την αθανασίαν των Τάφων, και όταν αντεπεξήρχετο δριμύς κατά του αντιπάλου του Μόντη  παντού και πάντοτε η αυτή σταθερότης, η αυτή ειλικρίνεια, το αυτό αδιάπτωτον θάρρος, το αυτό αμετάβλητον φρόνημα. Ενώπιον των γιγάντων τούτων της επιμονής και της θελήσεως η λέξις σιδηρούς θα ήτο ανεπαρκής· ενώπιον των φαινομένων τούτων της αρετής η λέξις αδαμάντινος θα ήτο άστοχος· ενώπιον των τεράτων τούτων της διανοίας θ’ αντετίθετο χωρίς να ωχριάση μόνη η λέξις μεγαλοφυής.

[…]


Ο Νικόλαος Ούγος Φώσκολος εγεννήθη εν Ζακύνθω. Εις την μικράν ελληνικήν νήσον, «την ωραίαν και υλήεσσαν (σ.σ. δασώδη)», κατά την έκφρασιν του ιδίου ποιητού, την αντηχούσαν εισέτι εκ των στίχων δι’ ων την έψαλλεν ο Όμηρος και ο Θεόκριτος, επεφυλάσσετο η υψίστη τιμή να συσφίγξη τους δεσμούς δύο εθνών, παράγουσα τον κράτιστον εκ των συγχρόνων ποιητών της Ιταλίας και τον κράτιστον εκ των συγχρόνων ποιητών της Ελλάδος. Ο Φώσκολος δεν κατάγεται εκ της ευπατρίδου ενετικής οικογενείας των Foscoli· τουναντίον προήλθεν, ως συνήθως παν ευγενές και μέγα, εκ των σπλάγχνων του λαού. Ο πατήρ του Ανδρέας Φώσκολος, ιατρός, εγεννήθη εν Κερκύρα, όπου οι πρόγονοί του ήσαν εγκατεστημένοι προ πολλού φυγόντες εκ Κρήτης· αλλ’ ελθών εις Ζάκυνθον, ενυμφεύθη την ζακυνθίαν Αδαμαντίνην Ναρκίσσου-Σπαθή, εξ ης εγέννησε τέσσαρα τέκνα. Μόλις δεκαετής ήτο ο πρωτότοκος Ούγος του, όταν απέθανεν ο Ανδρέας Φώσκολος. Η χήρα μετά των τέκνων της έζησεν εν Ζακύνθω μέχρι του 1794. Ενταύθα διέρρευσεν η παιδική ηλικία του Φωσκόλου, ενταύθα ηκολούθησε τας πρώτας σπουδάς μετ’ επιδόσεως εκτάκτου, ενταύθα έγραψε τους πρώτους του στίχους.

Ήτο δεκαεξαετής, ότε ηναγκασμένη εκ περιστάσεων η οικογένειά του μετηνάστευσεν εις Βενετίαν, όπου είχε συγγενείς. Εν τη σοφή μητροπόλει, παρά τοις δημοσίοις διδασκάλοις ως και παρά τη πλουσία Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ηυρύνοντο αι γνώσεις του νεανίου και αφυπνίζετο ολοέν ζωηρότερον το ποιητικόν αυτού ορμέμφυτον. Μετέβη κατόπιν εις Παταύιον και διέμεινε μαθητεύων παρά τω ελληνιστή Καισαρότη, τω μεταφραστή της Ιλιάδος. […]


Ο Φώσκολος διεκρίθη ως στρατιώτης ανδρείος και φιλελεύθερος. […] Μετά την κατάλυσιν της ενετικής δημοκρατίας και την παράδοσιν αυτής εις τον αυτοκράτορα της Γερμανίας, ο Φώσκολος εγκατέλειψε πάραυτα το έδαφος της Βενετίας, μη θέλων να υπηρετή εις στρατόν βασιλικόν, υπείκοντα εις τον τύραννον. […]

Φιλολογικώς ο Φώσκολος ειργάσθη ανενδότως, ευσυνειδήτως και προ πάντων αποτελεσματικώς. Άνευ τούτου δεν θα ήρκει η μεγαλοφυΐα του διά να εξασφαλίση την λατρευτήν υστεροφημίαν παρά τοις μεταγενεστέροις. […] Ο Φώσκολος εδίδαξεν από της έδρας τού εν Παταυίω Πανεπιστημίου ρητορικήν και φιλολογίαν, εξέδωκε δράματα, ποιήματα, μελέτας, πολιτικάς σατίρας, μεταφράσεις, σχόλια. Την δε πολύτιμον ταύτην και χρυσήν αληθώς εργασίαν στίζουσιν (σ.σ. σημαδεύουν, σφραγίζουν) ως αδάμαντες λαμπροί, αποθαμβούντες (σ.σ. λάμποντας, ακτινοβολώντας) εκ της τέχνης και του αισθήματος, Οι Τάφοι, Αι Χάριτες και Αι Επιστολαί του Ιακώβου Όρτις.


Πλην επεσκίασε την δόξαν του και κατεπίκρανε τους θριάμβους του των εχθρών του η καταδρομή. […] Οι αυλοκόλακες, οι δοκησίσοφοι, οι ποταποί κατεδίωκον αμειλίκτως τον φιλελεύθερον και μεγαλοφυά ποιητήν. […] Ο Φώσκολος ηγωνίσθη, απήντησεν, εδικαιολογήθη· αλλά παρά κυβερνήσει διεφθαρμένη και απολυτόφρονι (σ.σ. απολυταρχικών αντιλήψεων) οι εχθροί του υπερίσχυσαν, και ο Φώσκολος ηναγκάσθη να φύγη της θετής αλλ’ ηγαπημένης του πατρίδος εξόριστος, άφιλος, δυστυχής.

Σκληρότερον των εχθρών του τον κατεδίωξεν η πτωχεία (σ.σ. φτώχεια). Όσα εκέρδιζε διά της γραφίδος του μόλις εξήρκουν εις διατροφήν πολυμελούς και απροστατεύτου οικογενείας. Προ πάντων κατά τα τελευταία έτη τής εν Λονδίνω διαμονής του τόση ήτο η ένδεια και η αθλιότης εις την οποίαν περιήλθεν, ώστε ηναγκάσθη να κατοικήση μετά του θυγατρίου του εις συνοικίαν απόκεντρον, ελεεινήν, νοσώδη, κρατών οικίσκον απομεμονωμένον με τρία μικρά δωμάτια, άνευ υπηρετρίας, άνευ οικοδεσποίνης ή άλλων εγκατοίκων. […] Όταν επί τέλους καταβληθείς απέθανεν ηρέμα «ως λύχνος σβεννύμενος δι’ έλλειψιν ελαίου», ο φιλάνθρωπος Gurney παρεχώρησεν εις τον ποιητήν των Τάφων μίαν απλήν επιτύμβιον πλάκα…


Ήτο λοιπόν ο Φώσκολος εκ των μεγάλων αλλά δυστυχών εκείνων ανδρών, ων δείκνυνται μεν υπερηφάνως τα έργα επί αιωνίων στυλοβατών, μνημεία αθάνατα της ανθρωπίνης διανοίας, βαίνει δε πλήρης αγώνων και πικριών η ζωή, ης οι θρίαμβοι ομοιάζουσι προς ρόδα εσπαρμένα επί ακανθών και ο θάνατος επέρχεται εν μέσω πτωχείας και εγκαταλείψεως.

*Αποσπάσματα από εκτενές κείμενο του γνωστού λογοτέχνη, δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα Γρηγορίου Ξενόπουλου (1867-1951) για τον επιφανή λογοτέχνη Νικόλαο Ούγο (Ούγκο) Φώσκολο, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εστία» στις 22 Οκτωβρίου 1889 (τεύχος υπ’ αριθμόν 721). Ο Ξενόπουλος, μετέπειτα ακαδημαϊκός και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, είχε επισκεφθεί την οικία του Φώσκολου στη Ζάκυνθο και είχε καταγράψει τις εντυπώσεις του, τις οποίες είχε διανθίσει με πολλές πληροφορίες για την περιπετειώδη ζωή και το σπουδαίο έργο του τελευταίου.


Ποιητής με ελληνικές ρίζες και οικουμενικές αξίες, Ιταλός στη γλώσσα αλλά Έλληνας στο πνεύμα, ο Νικόλαος Ούγος Φώσκολος (αυτή είναι η εξελληνισμένη μορφή του ονόματος του Niccolò Ugo Foscolo) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 26 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1778 και απεβίωσε στο Λονδίνο στις 10 Σεπτεμβρίου 1827.