Λέγεται πως οι πολίτες στις χώρες του νότου ζουν τα πάντα πιο συναισθηματικά. Κάπως έτσι αγαπάνε και τους ηγέτες τους -ή, τελοσπάντων, αγαπούν να τους μισούν.

Σε αντίθεση με τα στιβαρά κόμματα σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Σουηδία, όπου βασίζουν την ισχύ τους στο πολιτικό τους πρόγραμμα και τις δομές προτού βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο για να τα εκπροσωπήσει, στην Ελλάδα, την Ιταλία, ακόμα και την Γαλλία αναζητούν την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο, τον αρχηγό πίσω από το αίτημα, ακόμα κι αν στο μπαλκόνι τα πάει καλύτερα απ’ ό,τι τα πάει στο χαρτί.

Καθόλου τυχαία, ακόμα και σήμερα, η πλειοψηφία όσων ρωτιούνται στις έρευνες για την Μεταπολίτευση απαντάει πως ο πιο επιδραστικός, ο πιο σημαντικός ηγέτης των τελευταίων 50 ετών είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Καθόλου τυχαία, εκείνον μιμούνται ή αναφέρουν ακόμη οι πολιτικοί αρχηγοί όταν χρειάζονται ένα σίγουρο χειροκρότημα.

Σε δύο περιπτώσεις εσωκομματικής διαμάχης που δεν συγκρίνονται η μια με την άλλη, το ζήτημα του προσώπου έχει τεθεί με διαφορετικό τρόπο.

Στην αξιωματική αντιπολίτευση ένας άπειρος τριανταπεντάρης πίστεψε πως η Ελλάδα είναι οι ΗΠΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ οι Δημοκρατικοί και πως μια δόση επικοινωνιακής διαχείρισης είναι φάρμακο για όλα.

Βρέθηκε να τσακώνεται με την σκιά του προκατόχου του χωρίς λόγο και χωρίς καθαρό στόχο -η καθαίρεσή του έγινε με τρόπο πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά χρονικά, μόλις έναν χρόνο μετά την εκλογή του.

Στο ΠΑΣΟΚ πέντε υποψήφιοι πρόεδροι αμφισβητούν τον νυν, χωρίς να του αποδίδουν πολιτική ασυνέπεια ή έλλειψη προσπάθειας -του καταλογίζουν ωστόσο πως δεν πέρασε πάνω από τον εκλογικό πήχη που είχε βάλει, με τον άνεμο να φυσάει υπέρ του.

Την ώρα που η κυβέρνηση μένει ζωντανή, στα ποσοστά ενός (φθαρμένου μεν αλλά) ακόμα κυρίαρχου κεντροδεξιού πόλου, στην Κεντροαριστερά, στη μια και την άλλη της πλευρά, αναζητούν το πρόσωπο.

Εχοντας πλήρη επίγνωση πως ήταν το πρόσωπο, δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κυριάρχησε στο κέντρο και στους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης με ανοίγματα που η ΝΔ δεν χώνεψε ποτέ, αλλά ανέχτηκε για χάρη της εξουσίας -η κριτική άρχισε μόνο όταν οι ρωγμές ήταν πια φανερές με γυμνό μάτι.

Όπως δεν κέρδισε η ΝΔ το 2019 και το 2023, έτσι δεν θα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή το ανάμεσό τους το 2027, αν τελικά το σκηνικό γυρίσει τούμπα.

Βεβαίως, απαιτείται τάιμινγκ -να «κουμπώσει» η συγκυρία με την κοινωνική απαίτηση. Στην Ελλάδα που ακόμα και σήμερα υμνούν τους πολιτικούς του παρελθόντος αποκαλώντας τους με το μικρό τους, ωστόσο, το κόμμα που κερδίζει την εξουσία χρειάζεται αναπόφευκτα και υπογραφή. Αναβαπτισμένη ή καινούρια, αλλά σε κάθε περίπτωση υπογραφή.