Σε μερικούς δεν θα είναι, βέβαια, πολύ ευχάριστο να γράψω για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο  δεν είναι πολλές μέρες που το ευγενές μας ραδιόφωνο έδωσε το μέτρο των εγκαρδίων αισθημάτων που προκαλεί η προσωπικότητά του σε ορισμένους κύκλους, την σήμερον ημέραν… Λυπούμαι αν τύχη και γίνω ολίγον τι δυσάρεστος, αλλά συμβαίνει να θέτω πάντα το χρέος μου ψηλότερα από τα ευχάριστα ή δυσάρεστα αισθήματα που είναι ενδεχόμενο να προκαλέση αυτή η στήλη. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί παράδοση για την εφημερίδα τούτην όπου γράφω, και συνεπώς δεν κάνω τίποτα πρωτότυπο, αλλά απλώς ακολουθώ μιαν έντιμη δημοσιογραφική παράδοση τούτου του δημοσιογραφικού οργανισμού, που με τιμά με την εμπιστοσύνη του.

Στο παρελθόν, βέβαια, βρεθήκαμε οξύτατα αντιμέτωποι με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο δεν πρόκειται, όμως, σήμερα για αντιθέσεις πολιτικές, για τον πνευματικό άνθρωπο θέλω να πω δυο λόγια, με την ευκαιρία της καινούργιας συγγραφικής του προσφοράς, του ογκωδέστατου τρίτου μέρους της γνωστής Ιστορίας του τού Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Λάμπει για μια φορά ακόμα η προσωπικότητα του ακούραστου συγγραφέα χαλκέντερου και συναρπαστικού με την πολύτιμη τούτη προσφορά του προς τον λαό μας. Μια λαμπρή πολυεδρική προσωπικότητα, βλέπετε, όσο και να καλύψετε τη μια πλευρά θα εξακοντίση το φως της απ’ την άλλη.


«ΤΑ ΝΕΑ», 30.1.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι έγινε στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά, όταν εξόριστος ο Κανελλόπουλος έγραψε σε πρώτη έκδοση την Ιστορία του έκδοση Αετού 1942 που την έχω κι’ αυτή στη βιβλιοθήκη μου και διαβάζω στον πρόλογό της: «Το βιβλίο αυτό γράφηκε σε ώρες (σε τέσσαρα χρόνια) μεγάλης μοναξιάς. Στην Κύθνο, στην Καλή Ράχη της Θάσου, στην Κάρυστο…»

Σε «ώρες μοναξιάς» ήταν της μοίρας του συγγραφέα να ξαναπιαστή με το ίδιο έργο, για να το αναπτύξη σ’ ένα πολύτιμο σύγγραμμα αναλυτικώτερο, διεξοδικό, ένα σωστό μνημείο του Πνεύματος, που βγήκε απ’ την ανεξάντλητη σοφία και τον μόχθο του. Παρεμπιπτόντως, μας το λέει ο Κανελλόπουλος στην έκδοση του δεύτερου μέρους έτος 1968 με μια υπόκρουση χιούμορ οδυνηρού: «Δεν φανταζόμουν, όταν θα έγραφα το δεύτερο τούτο μέρος, ότι θα είχα στη διάθεσή μου τόσο χρόνο όσο θέλησαν οι περιστάσεις να μου παραχωρήσουν. Και τόσο πολλές ώρες μοναξιάς…»


Αλλά και στην τωρινή τρίτομη έκδοση του τρίτου μέρους η ίδια οδυνηρά χιουμοριστική αποστροφή επανέρχεται, όπως ορισμένα επίμονα μοτίβα στις συμφωνίες του Μπετόβεν: «Ο χρόνος που ήταν αναγκαίος για να κάμω ό,τι είχα σκεφθή δεν μου έλειψε. Και δεν φταίω εγώ αν δεν μου έλειψε…»

Ν’ ασχοληθώ με το περιεχόμενο του μνημειακού τούτου έργου; Θα ήταν αστείο και να το επιχειρήσω, αφού δεν θα μου έφταναν δεκάδες χρονογραφημάτων για ν’ αναφέρω μόνο τους τίτλους των κεφαλαίων. Απλώς σημειώνω ότι όλο εκείνο το ανεξάντλητο υλικό της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος μετουσιώνεται στα χέρια του συγγραφέα σ’ ένα τραγούδι, θα έφτανα να πω τόσο το ύφος του είναι ανάλαφρο και γοητευτικό, ακόμα κι’ όταν καταπιάνεται με τις πιο δύσκολες αναλύσεις, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές. Γιατί όλο το έργο είναι γραμμένο με αγάπη. Μια αγάπη ορμητική, νεανική, όπως την ένοιωθε στα νεανικά του χρόνια ο συγγραφέας, όταν σημείωνε στον πρόλογό του: «Το αμάρτημά μου είναι ότι τ’ αγάπησα όλα… Με τους κλασσικούς αγάπησα το φως. Με τους ρομαντικούς τη νύχτα. Με τους λογικούς αγάπησα την ορθογώνια σκέψη. Με τους μυστικούς την άδηλη αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα που ν’ αγαπήθηκε πολύ και να μην τ’ αγάπησα κι’ εγώ…»


Αυτή ακριβώς η νεανική αγάπη και ορμή κυριαρχεί και σ’ ολόκληρη τη νέα έκδοση, γραμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της υπό συνθήκες τέτοιες όπου μόνο πνεύματα δυνατά και φωτεινά μπορούν ν’ ακτινοβολούν, σε πείσμα κάθε αντιξοότητας.

Έναν απλό φόρο τιμής χρωστάμε στον πνευματικό άνθρωπο που μας πρόσφερε αυτό το έργο σύμβολο της ακατάλυτης δύναμης του Πνεύματος κι’ αυτό θεώρησα χρέος μου να κάνω, εκ μέρους όλων εκείνων που, σε πείσμα των καιρών μας, εξακολουθούν να τιμούν τις μεγάλες πνευματικές αξίες του φτωχού μας τόπου.

*Χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που έφερε τον τίτλο «Ώρες μοναξιάς» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σάββατο 30 Ιανουαρίου 1971, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Ο διακεκριμένος πολιτικός και διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που κατόρθωσε να βρεθεί στο προσκήνιο του ελληνικού δημόσιου βίου επί μισόν αιώνα, γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου 1902 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986.


Με όπλο τη σύνθεση της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ο Κανελλόπουλος επιδόθηκε στη διερεύνηση των διαχρονικών προβλημάτων του ανθρώπου και της θέσης του στον κόσμο. Τηρώντας ίσες αποστάσεις από τον ιδεαλισμό και τον ιστορικό υλισμό, και έχοντας καταφέρει να απαλλαγεί από τις παρωπίδες του δογματισμού και του φανατισμού, καταπιάστηκε με την πραγμάτευση των θεμελιακών ζητημάτων του ανθρώπου.

Παράλληλα, ως βαθύς γνώστης του κλασικού ελληνικού πνεύματος, του χριστιανικού πολιτισμού και του βυζαντινού κόσμου, αλλά και της πατερικής θεολογίας, ιχνηλάτησε όσο κανείς άλλος με τη γραφίδα του την ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, την περιπλάνηση της σκέψης των Ελλήνων. Στην κορυφή του εντυπωσιακού ως προς την έκταση και την αξία του συγγραφικού έργου του πατρινού στοχαστή και ακαδημαϊκού βρίσκεται ασφαλώς η περίφημη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», που συνιστά έναν πνευματικό άθλο.