Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης: Οι επιτροπές και η προσωρινότης κατέστρεψαν την Ελλάδα
Από το χώμα που βρίσκεται θα φτιάσουμε τα τσουκάλια μας
— Ο Μπαρμπαγιάννης γύρισε!
— Πού ήτανε πάλι;
— Στην Αίγινα.
— Στα παλιά λημέρια.
— Στα παλιά. Αλλά και στα καινούργια έργα. Ορφανοτροφείο, Δικαστήρια, Στρατιωτική Σχολή, Γυμνάσιο.
— Πού τα βρήκε τα λεφτά;
— Δεν ξέρω. Τα βρήκε.
— Εγώ ξέρω όμως. Πήρε τα λεφτά που έπρεπε να δώσει σ’ αυτούς που θυσιάσανε το βιος τους για τον Αγώνα και έκανε έργα. Πεινάνε, το ξέρεις; Πεινάνε οι Υδραίοι, κι’ οι Σπετσιώτες, κι’ οι Μοραΐτες, που δώσανε τον παρά τους για τον πόλεμο. Και τη δόξα την παίρνει ο Κόντες!
— Τίποτα δε γίνεται με το τίποτα! Αν ήτανε όλοι να τα πάρουνε πίσω όσα δώσανε, η θυσία δε θα ήτανε θυσία.
— Και γιατί πρέπει να θυσιαστούν αυτοί; Σ’ όλους έπρεπε να μοιραστεί η θυσία.
— Για όλους γίνονται τα έργα από τον Κυβερνήτη. Θέλετε να γίνουμε Κράτος, ή δε θέλετε;
— Άρχισε να μας μπαίνει στη μύτη ο Κυβερνήτης σου!
Σε λίγες μέρες πάλι τα ίδια.
— Ήρθε ο Μπαρμπαγιάννης!
— Πού ήταν πάλι;
— Στην Αθήνα.
— Πού;
— Στην Αθήνα.
— Τι πήγε να κάνει εκεί;
— Λένε πως λογαριάζει να την κάνει πρωτεύουσα.
— Πρωτεύουσα; Δηλαδή;
— Δηλαδή να μεταφέρει εκεί την έδρα της Κυβερνήσεως, τα Υπουργεία, τις Πρεσβείες…
— Και γιατί στην Αθήνα; Έχεις πάει; Είναι ένα χωριό τρισάθλιο, τρεις φορές χειρότερο από το Άργος. Εδώ, το Ναύπλιο… Άλλωστε, στην Αθήνα είναι οι Τούρκοι ακόμα, η Αττική ολάκερη κατέχεται από τους Τούρκους.
— Όσοι Τούρκοι μένουν ακόμα στην Αθήνα, μένουν προσωρινά. Αυτό το ξέρουν κι’ οι ίδιοι. Δεν υπάρχει πια ζήτημα να μείνουν οι Τούρκοι στην Αθήνα. Η Αθήνα έχει περιληφθεί πια οριστικά στα όρια της Ελλάδας. Έπειτα, η Αθήνα έχει τα πρωτεία ανάμεσα σ’ όλες τις πολιτείες της πατρίδας μας. Για την ιστορία της. Είναι η πιο παλιά πολιτεία της Ελλάδας, και η πιο δοξασμένη.
— Και τι σημασία έχει το τι ήταν στα παλιά τα χρόνια; Σήμερα τι είναι! Ένα παλιοχωριό! Α, μα θαρρώ πως εκεί κι’ εκεί είμαστε ν’ ακούσουμε ότι ο Κόντες τάχει χαμένα! Να κάνω το Σταυρό μου!
Έτσι λένε. Και παραπέρα τα ίδια, και παραπέρα τα ίδια πάλι, με διάφορες παραλλαγές. Ένα είναι σίγουρο. Ο Κυβερνήτης γύρισε σήμερα «πολλά πρωί» στο Ναύπλιο.
Όλη νύχτα έβρεχε. Ξημέρωσε-δεν ξημέρωσε. Μαύρα, μελανά σύννεφα κάθονται χαμηλά, έτοιμα να ξεσπάσουν. Μέσ’ στο γραφείο του Κυβερνήτη φέρανε ένα λυχνάρι και το ακουμπήσανε στο τραπέζι του, να βλέπει να διαβάζει. Του παρουσιάζουν έγγραφα οι γραμματικοί, κι’ εκείνος τα μελετάει, τα συζητάει, τα διορθώνει ή τα δίνει πίσω να ξαναγραφούν. Υπογραφές λίγες.
Μπαίνει ο Αρχιγραμματέας της Επικρατείας, ο κ. Σπυρίδων Τρικούπης. Είναι κοντουλός και παχουλός.
— Προσκυνώ, εξοχώτατε, λέει ο Τρικούπης.
Ο Καποδίστριας είναι κουμπωμένος ως το λαιμό. Ψυχρός και απότομος, αλλά ως πάντοτε εξαιρετικά ευγενικός.
— Αγαπητέ μου, ξεκόβει, η μόνη υπηρεσία που σας ζητώ είναι να με κρατήτε ενήμερον των νόμων που υπάρχουν, κάθε φοράν που παρουσιάζεται αφορμή. Διά τα σχέδια των νόμων και των ψηφισμάτων και διά την αλληλογραφίαν μου, το βλέπετε, σας βγάζω από τον κόπο και σας τα δίνω έτοιμα προς αντιγραφήν… Κύριε Τρικούπη, παρελείψατε να με ειδοποιήσητε ότι υπήρχεν ήδη Οργανισμός των Δικαστηρίων… Τώρα, αφού έγινε το λάθος αυτό, κοιτάξτε να μου βρήτε αντίγραφον…
Ο Τρικούπης, κατακόκκινος, πειραγμένος, αλλά μαλακότατος πάντοτε.
— Δεν πρόκειται, λέει συγκρατημένα, περί εσκεμμένου λάθους, εξοχώτατε, ούτε περί παραλείψεως εκ προθέσεως. Θα σας εύρω το αντίγραφον, εξοχώτατε… Μου επιτρέπετε…
Υποκλίνεται και φεύγει.
Πήγε σπίτι του και υπόγραψε την παραίτησή του, που την είχε πάντοτε έτοιμη μέσ’ στο συρτάρι του.
Στο αναμεταξύ ο Κυβερνήτης συνεχίζει το έργο του, ανυποψίαστος. Ζητεί τον Λιδωρίκη, τον Υπουργό των Οικονομικών. Έρχεται ο Λιδωρίκης. Ο Κυβερνήτης τού ζητάει τη γνώμη του για κάποιαν υπόθεση περίπλοκη. Ο Λιδωρίκης νομίζει ότι πρέπει να διοριστεί επιτροπή, να εξετάσει, να προτείνει, δεν μπορεί αμέσως. Ο Κυβερνήτης απαντάει μαλακά τούτη τη φορά, αλλά με ειρωνεία:
— Οι επιτροπές, κύριε Λιδωρίκη, και η προσωρινότης κατέστρεψαν την Ελλάδα.
Ο Λιδωρίκης δεν ξέρει από προσποίηση.
— Είσθε Κυβερνήτης, εξοχώτατε. Θα αποφασίσετε σεις.
Μπήκε και ο γερο-Κολοκοτρώνης στο γραφείο. Ο Κυβερνήτης σηκώνεται να τον προσδεχτεί. Καθίζουν αντίκρυ ο ένας στον άλλον. Απάνω στο γραφείο, ανάμεσά τους, είναι ακουμπισμένα τα ματογυάλια του Κυβερνήτη. Κάποια στιγμή ο Κολοκοτρώνης τα παίρνει με ευλάβεια και αρχίζει να τα εξετάζει με μεγάλη προσοχή.
— Τι τα κοιτάζεις; ρωτάει ο Κυβερνήτης.
Ο Κολοκοτρώνης με αφέλεια:
— Τα κοιτάζω γιατί θέλω να δω αν θα μπορείς μ’ αυτά να μας ξεχωρίζεις εύκολα. Θαρρώ, τα ματογυάλια της Εξοχότητάς σου πρέπει νάναι πολύ καθαρά.
Ο Κυβερνήτης γέλασε.
— Στρατηγέ, του λέει του Κολοκοτρώνη, θαρρώ πως μας έβαλες τα γυαλιά!
Ο Γέρος με απάθεια:
— Να προσέχεις, υπερεξοχώτατε, τους ανθρώπους που παίρνεις κοντά σου. Πολλοί απ’ αυτούς που σε τριγυρίζουνε είναι ανίκανοι, είναι και κανάγηδες καμπόσοι. Να με συμπαθάς, υπερεξοχώτατε, που σου τα λέω.
— Δεν πειράζει, λέει ο Κυβερνήτης. Όμως, από το χώμα που βρίσκεται θα φτιάσουμε τα τσουκάλια μας.
Ανοίξανε πάλι οι καταρράχτες του ουρανού. Σκοτείνιασε κι’ άλλο.
— Θα καθήσεις να φάμε μαζί, στρατηγέ, λέει ο Κυβερνήτης. Με το βρισκούμενο…
Ένα αστροπελέκι σκέπασε τη φωνή του. Η λάμψη και η βροντή ήρθανε ταυτόχρονα, τόσο κοντά έπεσε ο κεραυνός. Το νερό διπλασίασε την ορμή του, έλεγες αδειάζουν δεξαμενές απέραντες, ένιωθες στ’ αλήθεια το βάρος του νερού, σα να σε πίεζε. Αλλά δε βάστηξε πολύ.
*Απόσπασμα από χρονικό του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, που έφερε τον τίτλο «Στο Ναύπλιο με τον Καποδίστρια» και είχε γραφεί το Δεκέμβριο του 1961 (πηγή: «Ο Κύκλος», περιοδικό του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, αναμνηστικό τεύχος, Δεκέμβριος 2020).
Ο λογοτέχνης Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, τέκνο του ιατρού και βουλευτή Νικολάου Πετσάλη και της Θεοδώρας Διομήδη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1904.
Αφού σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία (Μονπελιέ και ακολούθως Παρίσι), επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του και έλαβε, τον Απρίλιο του 1928, το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή.
Η επαγγελματική σταδιοδρομία του ξεκίνησε από το Τμήμα Οικονομικών Μελετών και Στατιστικής της αρτισύστατης Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο κατά την οποία διοικητής αυτής ήταν ο Αλέξανδρος Διομήδης, αδελφός της μητέρας του.
Ο Πετσάλης-Διομήδης αναμείχθηκε στην ενεργό πολιτική, προσχωρώντας στο Προοδευτικό Κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη και λαμβάνοντας μέρος ως υποψήφιος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932.
Ο Πετσάλης-Διομήδης πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το 1923.
Τα πρώτα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ερανιστής» το 1924 και το 1925.
Στο ιδιαίτερα αξιόλογο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται διηγήματα, ιστορικά μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και χρονικά.
Ο Πετσάλης-Διομήδης τιμήθηκε για το λογοτεχνικό έργο του από την Ακαδημία Αθηνών το 1950, ενώ έλαβε το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1957 («Έξαρσις της γλυκείας χώρας Κύπρου») και το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας το 1963 («Ελληνικός όρθρος»).
Το 1977 αναγορεύτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1994 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης απεβίωσε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1995.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις