Λήδα Τασοπούλου: Η χαρά της ζωής
Η Τασοπούλου ευτύχησε να ενσαρκώσει ό,τι κάθε ηθοποιός ονειρεύεται
- Δημήτρης Κόκοτας: Είμαστε αισιόδοξοι λέει η σύζυγός του
- Νετανιάχου: Δεν δέχεται τερματισμό του πολέμου με τη Χαμάς στην εξουσία – Άφησε «παράθυρο» για μερική συμφωνία
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2005 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 52 ετών, η Λήδα Τασοπούλου, σπουδαία ηθοποιός και σκηνοθέτρια, η οποία κατάφερε να αφήσει ένα ευκρινέστατο αποτύπωμα στα θεατρικά πράγματα της χώρας μας.
Σύζυγος του επίσης σπουδαίου Σπύρου Ευαγγελάτου, κορυφαίου θεατρικού σκηνοθέτη, πανεπιστημιακού δασκάλου και ακαδημαϊκού (1940-2017), η Τασοπούλου σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ερμήνευσε πληθώρα σημαντικών ρόλων του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, ενώ εμφανίστηκε σε δεκάδες διεθνή θεατρικά φεστιβάλ και ήταν αδιαλείπτως παρούσα στην Επίδαυρο επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες.
Η ζωή της Τασοπούλου, η οποία μεταξύ άλλων δίδαξε Υποκριτική στο Tμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, υπήρξε άρρηκτα δεμένη με το περίφημο «Αμφι-Θέατρο», το οποίο υπηρέτησε πιστά και αποκλειστικά καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας.
Λίγες ημέρες μετά το θάνατό της, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος —στην απαράμιλλη γραφίδα του προστρέχουμε και πάλι σήμερα— είχε αποχαιρετήσει την Τασοπούλου μέσα από τις στήλες του στην εφημερίδα «Τα Νέα». Το σχετικό άρθρο του, που έφερε τον τίτλο «Ο αφθόνητος ουκ επίζηλος», είχε δημοσιευτεί στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει το Σαββατοκύριακο 17-18 Σεπτεμβρίου 2005.
«ΤΑ ΝΕΑ», 17-18.9.2005, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Από το κείμενο αυτό του Γεωργουσόπουλου προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:
[…] Τρεις μέρες μετά την αποδημία προς το ύστατον φως της Λήδας Τασοπούλου, ο φθόνος που όσο ζούσε περίσσεψε, η χολή και το φαρμάκι που της κέρασαν οι φθονεροί του σιναφιού αλλού περπατεί και ακούστηκαν από τα στόματα των πικρόχολων δοξαστικοί και θρήνοι.
Πόσες φορές δεν συζητήσαμε με τη Λήδα τους […] στίχους του Αισχύλου από τον Αγαμέμνονα «ο δ’ αφθόνητος γ’ ουκ επίζηλος πέλει» (τον άνθρωπο που δεν φθονούν μην τον ζηλεύεις). Αλήθεια τι ήταν εκείνο που έφερε πάνω της η Λήδα Τασοπούλου και έγινε συχνά τόσο ερεθιστικό για τους «ζουλιάρηδες», ώστε να φτάνουν να βαφτίζουν τα βέλη τους στη χολή και στο ξίδι;
[…]
Ήταν να μην τη φθονούν; Διάβαζε παρτιτούρα και η γλωσσομάθειά της την έκανε ικανή να επικοινωνεί στα μεγάλα κλασικά κείμενα απευθείας στο πρωτότυπο. Όταν έπαιζε Οφηλία, Κλεοπάτρα, Λαβίνια, Κατερίνα, Ροζαλίντα μελετούσε τους ρυθμούς στο πρωτότυπο κείμενο του Σαίξπηρ, όταν έπαιζε Μαρία Στιούαρτ, Μεφιστοφελή αλλά και Μαρία στον «Βόυτσεκ» μελετούσε παράλληλα και τη ρομαντική ποίηση της εποχής του Σίλλερ και του Γκαίτε, και παράλληλα με το γερμανικό κείμενο του Μπύχνερ τις στακάτες άριες, τις αγχώδεις, του «Βόυτσεκ» του Μπεργκ.
[…]
Πρώτη φορά γι’ αυτήν άκουσα έναν πρωτοφανή έπαινο από τον μακαρίτη πια κι αυτόν σκηνοθέτη και φίλο Κώστα Μπάκα. Πρέπει να ήταν, αν θυμάμαι καλά, το καλοκαίρι του 1974, όταν ανταμώσαμε και μου είπε: «Αποφοίτησε φέτος από τη σχολή του Εθνικού μια νέα ηθοποιός που γράφει. Εξαίσια κίνηση, άψογη τεχνική, θαυμάσια φωνή, απόλυτη μουσικότητα και πρωτοφανής υποκριτική φαντασία». Ο Μπάκας δεν ήταν εύκολος άνθρωπος του θεάτρου. Συνήθως στις κρίσεις του ήταν πέραν του δέοντος αιχμηρός και δεν συγχωρούσε, κυρίως στους νέους, τη βιασύνη, την έπαρση και την προχειρότητα.
Δεν άργησα και εγώ και οι θεατρόφιλοι να διαπιστώσουμε πως ο Μπάκας δεν υπερέβαλλε. Η Λήδα Τασοπούλου έκανε το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο (είχαν προηγηθεί συμμετοχές της στους Χορούς τραγωδίας του Εθνικού, ένα παλιό καλό «σχολείο» και δοκιμαστήριο σε ποικίλα ύφη, στυλ, τεχνικές όρχησης, τραγουδιού και τραγικού μεγέθους) στον «Ερωτόκριτο» του νεοϊδρυθέντος το 1975 «Αμφι-Θεάτρου», που έμελλε να γίνει και το μόνιμο και αποκλειστικό της πνευματικό και καλλιτεχνικό ενδιαίτημα. […]
Η Τασοπούλου ευτύχησε να ενσαρκώσει ό,τι κάθε ηθοποιός ονειρεύεται. Τραγικούς ρόλους, κωμικούς, ρομαντικούς, συμβολικούς, ηθογραφικούς, εξπρεσιονιστικούς, νατουραλιστικούς, ειρωνικούς. Έπαιξε (και νομίζω μετά τη Χατζηαργύρη υπήρξε η τυχερότερη) είκοσι πέντε ρόλους-μεγαθήρια των τριών τραγικών και του Αριστοφάνη, από τη μανική Κασσάνδρα έως την οιστρήλατη Ιώ, από τη μαιναδική Αγαύη στην προδομένη και μοναχική Ηλέκτρα του Σοφοκλή, από την αφοσιωμένη Τέκμησσα στην παράφορη Δηιάνειρα, από την πρόσφυγα Μήδεια στην πρόσφυγα Ανδρομάχη, από την αηδιασμένη παρθένα Ιφιγένεια στην πανούργα ιέρεια Ιφιγένεια, από την έξαλλη Πενία στην εύφορη Πραξαγόρα. Παντού στην υποκριτική της σκευή κυριαρχούσε η δύναμη του σχήματος, η τόλμη του σχεδιασμού και η σιγουριά στην εκτέλεση.
Η Λήδα ήταν προικισμένη μουσικός και ευτύχησε να εισέλθει σ’ ένα από τα μουσικότερα σπίτια του τόπου, νύφη του μεγάλου συνθέτη Αντίοχου Ευαγγελάτου και της βιρτουόζου της άρπας συζύγου του Ξένης, ανδραδελφή της διάσημης μέτζο Δάφνης Ευαγγελάτου και του συζύγου της συνθέτη Στέφανου Γαζουλέα, και βέβαια σύζυγος του Σπύρου, που, εκτός από τη φιλολογική και δραματολογική του σκευή, είχε μουσική παιδεία ώστε να ευδοκιμήσει και διεθνώς ως σκηνοθέτης όπερας. […] Διέθετε το πλέον μουσικό στην κίνηση σωματικό όργανο του θεάτρου μας. […]
Η Λήδα ήταν μια γυναίκα με δίψα ζωής, άπληστη σε εμπειρίες, είχε αυτό που ο Ίψεν ονόμαζε χαρά της ζωής. Το τρανταχτό της γέλιο και το καταλυτικό της χιούμορ, ακόμη και ο θυμός της, είχαν κάτι από τη μητριαρχική περίοδο του πολιτισμού. Τότε που το θήλυ κυριαρχούσε με επιχείρημα τον έρωτα και τη γέννα, την αμπάριζα της μητέρας-γης.
[…]
Αλλά η Λήδα μού έκανε και μια υπέρτατη τιμή. Στο ρεσιτάλ της με τίτλο «Προς ύστατον φως» (τώρα σκέπτομαι πως το πρωτοπαρουσίασε αφού πλέον της είχε ανοιχτεί η επώδυνη οδός και η θύρα του αγνώστου) έκανε μια σύνθεση με αποσπάσματα έξι τραγωδιών με ηρωίδες γυναίκες χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μεταφράσεις μου.
Τώρα που ο φθόνος αλλού περπατεί και μπορώ να μιλήσω, όσα χρόνια τα μικροαστικά μας ήθη με εμπόδιζαν και κυρίως όσοι «συσχέτιζαν κουτά», χωρίς να με τρομάζει πάθος κανένα, στέκομαι εμπρός εις του μνήματός της το ανοικτόν στόμα και κλαίω ευγνώμων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις