Το σενάριο δεν είναι νέο -τα τελευταία χρόνια έχει έρθει επανειλημμένα στο πολιτικό προσκήνιο των ΗΠΑ.

Όμως αυτή τη φορά το πιθανό «λουκέτο» στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση (shutdown), ελλείψει χρηματοδότησης, μπορεί να συμβεί στην πιο κρίσιμη καμπή της προεκλογικής εκστρατείας, καθώς μπαίνει στην τελική ευθεία για τις κάλπες του Νοέμβρη.

Για την ακρίβεια, τα χρονικά περιθώρια είναι ακόμη πιο στενά.

Η διορία για διακομματική συμφωνία επί ενός νέου νομοσχεδίου για τις δαπάνες λήγει στο τέλος του οικονομικού έτους, την 1η Οκτωβρίου.

Έπειτα από μια καλοκαιρινή διακοπή έξι εβδομάδων, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες επέστρεψαν στο Καπιτώλιο από τις 9 του μήνα.

Αλλά σε ένα Κογκρέσο ήδη διχασμένο και πλέον σε εκλογικούς ρυθμούς -πέρα από την προεδρία, στις επερχόμενες κάλπες θα κριθούν επίσης το σύνολο των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο αυτών στη Γερουσία- τα πολιτικά περιθώρια για την εξεύρεση λύσης είναι πλέον πολύ περιορισμένα.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ.

Μια οιονεί συμβιβαστική πρόταση από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, έχει ήδη σκοντάψει σε αντιδράσεις και από τα δύο πολιτικά στρατόπεδα στις ΗΠΑ.

Κεντρική ιδέα του είναι η επέκταση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης μέχρι τις 28 Μαρτίου, όταν θα έχει πια εγκατασταθεί ο/η νέος/α πρόεδρος στον Λευκό Οίκο.

Πλην όμως η πρόταση συνοδεύεται από αυστηρές προϋποθέσεις.

Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων του τραμπικού στρατοπέδου, περιλαμβάνει επίσης μια διάταξη, που αφορά άμεσα την εκλογική διαδικασία.

Στο επίκεντρο βρίσκεται ένα αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο, γνωστό ως SAVE Act.

Εγκεκριμένο από την ρεπουμπλικανικού ελέγχου Βουλή των Αντιπροσώπων τον Ιούνιο, όχι όμως από τη Γερουσία, εισαγάγει περισσότερες απαιτήσεις απόδειξης της αμερικανικής υπηκοότητας, προτού μπορέσει κάποιος να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους και να ψηφίσει στις ομοσπονδιακές εκλογές.

Πρόκειται ουσιαστικά για αναθεώρηση των νόμων για την ψηφοφορία σε ολόκληρη τη χώρα.

Ο Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος και πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μετά το αρνητικό για τον ίδιο ντιμπέιτ με τη Δημοκρατική αντίπαλό του και αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Καμάλα Χάρις (REUTERS/Evelyn Hockstein)

Πολιτικοί ακροβατισμοί

Οι τραμπικοί Ρεπουμπλικάνοι -που ούτως ή άλλως θεωρούν υψηλά τα επίπεδα της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης- θέτουν την τελική έγκριση του SAVE Act ως εκ των ων ουκ άνευ.

Όμως προκαλεί αντιδράσεις ακόμη και εντός του συντηρητικού κόμματος, αλλά και την κάθετη αντίθεση των Δημοκρατικών, που πλειοψηφούν οριακά στη Γερουσία.

Τονίζουν ότι είναι επαρκείς οι υφιστάμενοι νόμοι, που καθιστούν παράνομο να ψηφίζουν όσοι δεν είναι Αμερικανοί πολίτες, προβλέποντας βαριές ποινές για παραβάτες.

Αντίθετα τυχόν επιβολή του SAVE Act -υπογραμμίζουν- θα μπορούσε να αποτρέψει Αμερικανούς από το να ψηφίσουν, καθώς πολλοί δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε διαβατήρια ή πιστοποιητικά γέννησης.

Θα σηματοδοτούσε επίσης έναν εκλογικό γραφειοκρατικό κυκεώνα, λιγότερο από δύο μήνες πριν ανοίξουν οι κάλπες του Νοεμβρίου και παραμονές της έναρξης της πρώιμης ψηφοφορίας.

Για τον Ντόναλντ Τραμπ ωστόσο φαίνεται ότι οι μικροπολιτικοί αυτοί ελιγμοί εντάσσονται στο αναμασώμενο από το 2020 αφήγημά του περί «κλεμμένης ψήφου» και στη μετεκλογική στρατηγική του σε περίπτωση νέας ήττας. Και δη οριακής.

Σε αυτό το φόντο, κάλεσε με ανάρτηση στο Truth Social τους Ρεπουμπλικανούς «στη Βουλή και τη Γερουσία» να μην προχωρήσουν σε οποιονδήποτε συμβιβασμό, εφόσον «δεν λάβουν απόλυτες διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια των εκλογών».

Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η τακτική του μαρτυρεί την πρόθεση της τραμπικής Δεξιάς να εργαλειοποιήσει το θρίλερ με τη χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για να στριμώξει προεκλογικά τους Δημοκρατικούς για την οικονομία και το μεταναστευτικό.

Θέματα, που αποτελούν βασική πηγή ανησυχίας για τον μέσο ψηφοφόρο και στα οποία ο Τραμπ συνεχίζει να διατηρεί δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι της Δημοκρατικής αντιπάλου του, Κάμαλα Χάρις.

Στη χειρότερη των περιπτώσεων, ωστόσο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο, με περιορισμό των ομοσπονδιακών υπηρεσιών και απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές.

Προοπτική που θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ στους Ρεπουμπλικανούς, και δη σε μετριοπαθή στελέχη τους που διεκδικούν την επανεκλογή τους στο Κογκρέσο.

Οι προεκλογικές μεθοδεύσεις Τραμπ με την χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ θα μπορούσαν να γυρίσουν μπούμερανγκ στους Ρεπουμπλικανούς (REUTERS/Jose Luis Gonzalez/Illustration/File Photo)

Ρευστές ισορροπίες σε δίκοπο μαχαίρι

Όλα φαντάζουν «σαν κακή εκδοχή της Ημέρας της Μαρμότας», σχολίασε με σκωπτική διάθεση για τις εξελίξεις ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ.

Ποντάροντας στις αντιδράσεις εντός των Ρεπουμπλικανών για τις συνέπειες ενός shutdown -των μετριοπαθών για τις πολιτικές επιπτώσεις και των «γερακιών» για τη χρηματοδότηση του Πενταγώνου- το κόμμα του Τζο Μπάιντεν και της Κάμαλα Χάρις ασκεί από την πλευρά του πιέσεις για συμβιβαστική λύση.

Στόχος είναι η έγκριση ενός νομοσχεδίου βραχυπρόθεσμων δαπανών, που θα εξασφάλιζε τη χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.

Πρόκειται για τη λεγόμενη περίοδο της «κουτσής πάπιας», όταν ο απερχόμενος πρόεδρος Μπάιντεν θα ροκανίζει χρόνο μέχρι να παραδώσει τη «σκυτάλη» της εξουσίας στον ή στην διάδοχό του.

Δεδομένου του αμφίρροπου χαρακτήρα των εκλογών -τόσο για την προεδρία, όσο και για τη διαμόρφωση των νέων διακομματικών ισορροπιών στο Κογκρέσο- θα είχε τις λιγότερες πολιτικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές.

Προφανώς τόσο οι Δημοκρατικοί, όσο και οι Ρεπουμπλικανοί ευελπιστούν ότι θα καταφέρουν βγουν απόλυτοι νικητές από την κάλπη, κατέχοντας τον έλεγχο του Κογκρέσου και του Λευκού Οίκου και συντάσσοντας τα δικά τους νομοσχέδια.

Όμως αυτοί είναι εκατέρωθεν ευσεβείς κομματικοί πόθοι.

Σε περίπτωση ενός γερού ανακατέματος της πολιτικής τράπουλας, η μετατόπιση της μάχης για τη χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στις αρχές του 2025 θα μπορούσε να περιπλέξει άσχημα τις πρώτες 100 ημέρες της επόμενης διακυβέρνησης.

Διάστημα, κατά το οποίο οι μεν Δημοκρατικοί θα ήθελαν να επεκτείνουν το δικαίωμα ψήφου και τις κοινωνικές δαπάνες, οι δε Ρεπουμπλικάνοι θα προσπαθήσουν να περάσουν έναν σαρωτικό νέο νόμο για τη φορολογία, προς τέρψιν κυρίως των «παχυλών πορτοφολιών».