Στις 13 Σεπτεμβρίου 1873 γεννήθηκε στο Βερολίνο ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, εξέχον μαθηματικό μυαλό του 20ού αιώνα και μέγας εργάτης της ελληνικής επιστήμης, που έφερε τα σύνορα της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια μήκη.

Γόνος μιας σπουδαίας οικογένειας με ρίζες στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, γενάρχης της οποίας ήταν ο πολυμαθής και πολύγλωσσος Στέφανος Καραθεοδωρή (1789-1867), προσωπικός ιατρός του σουλτάνου, λόγιος και μαθηματικός, ιδρυτής της αυτοκρατορικής ιατρικής σχολής της Κωνσταντινούπολης, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή σπούδασε στη στρατιωτική σχολή μηχανικών του Βελγίου, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, ενώ εργάστηκε ως μηχανικός σε μεγάλα αρδευτικά έργα του Νείλου.


Όμως, η μεγάλη γοητεία που ασκούσαν πάνω του τα μαθηματικά τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει το επάγγελμα του μηχανικού, σε ηλικία 27 ετών.

Έχοντας την πεποίθηση ότι μόνο τα μαθηματικά έδιναν νόημα στη ζωή του, ο Καραθεοδωρή σπούδασε μαθηματικά στο Βερολίνο και κατόπιν στο Γκέτινγκεν (Γοτίγγη), περίφημο μαθηματικό κέντρο της Ευρώπης.

Ο Καραθεοδωρή, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926 (έτος ιδρύσεως του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος της χώρας) έως το 1950, κατάφερε να διαγράψει λαμπρή πορεία ως μέλος της επιστημονικής κοινότητας και ως παιδαγωγός.

Οι επιστημονικές εργασίες του αναφορικά με τη μαθηματική ανάλυση και τη γεωμετρία, το λογισμό των μεταβολών και τη μαθηματική απεικόνιση, τη θερμοδυναμική και τη γεωμετρική οπτική, τη θεωρία των συνόλων και τη θεωρία της σχετικότητας θεωρούνται έρευνες εξαίρετης έμπνευσης, οι οποίες τον κατέστησαν έναν από τους κορυφαίους της μαθηματικής διανόησης σε παγκόσμιο επίπεδο.


Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της λαμπρής επιστημονικής καριέρας του, ο Καραθεοδωρή ανέπτυξε σχέση αλληλοεκτίμησης με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και είχε τη δική του συμβολή στη διατύπωση της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.

Το επιστημονικό του κύρος ήταν εκείνο που ώθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μετά την απελευθέρωση της ιωνικής γης από τον Ελληνικό Στρατό (1919), να του αναθέσει την οργάνωση του Πανεπιστημίου της Σμύρνης.

Ο φιλόπατρις Καραθεοδωρή, που βρισκόταν τότε στο αποκορύφωμα της επιστημονικής σταδιοδρομίας του, εγκατέλειψε χωρίς δεύτερη σκέψη την αξιοζήλευτη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του έλληνα πρωθυπουργού.

Ο εργασιομανής επιστήμονας εργάστηκε νυχθημερόν για την οργάνωση και τον εξοπλισμό του πανεπιστημίου, θέλοντας να κάνει πραγματικότητα την επιθυμία του Βενιζέλου, να εκπολιτίσει η Ελλάδα τη Μικρά Ασία.

Δυστυχώς, τα τραγικά γεγονότα του 1922 δεν επέτρεψαν την υλοποίηση του οράματός του.


Ακολούθως διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Γερμανία, απογοητευμένος από την κατάσταση που υποχρεώθηκε να βιώσει στην πατρίδα του.

Το 1928 ο Καραθεοδωρή αφίχθη κατόπιν προσκλήσεως στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο Χάρβαρντ και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ενώ έδωσε σειρά διαλέξεων σε φημισμένα πανεπιστήμια.

Το 1929, ύστερα από νέο κάλεσμα του Βενιζέλου, επέστρεψε από το Μόναχο στην Ελλάδα, για να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην οργάνωση των Πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Αφού ανταποκρίθηκε επιτυχώς στην αποστολή του, επέστρεψε στην έδρα του στο Μόναχο, συνεχίζοντας εκ παραλλήλου το συγγραφικό του έργο.


Ο Καραθεοδωρή, δραστήριος και παραγωγικός έως το τέλος, έφυγε από τη ζωή στις 2 Φεβρουαρίου 1950, σε ηλικία 77 ετών, έχοντας προηγουμένως τιμήσει επί μακρόν την Ελλάδα στο εξωτερικό ως επιφανής επιστήμονας, ως πολιτισμένος άνθρωπος, ως ανιδιοτελής οραματιστής και ως αγνός πατριώτης.

Σε έκτακτη συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1974, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τη μνήμη του διαπρεπούς έλληνα επιστήμονα με ομιλίες τριών μελών της αναφορικά με το βίο, τη δράση και το έργο του. Ένας εκ των ομιλητών ήταν ο τότε γενικός γραμματέας της Ακαδημίας, ο διακεκριμένος λάκων φιλόσοφος και πανεπιστημιακός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος (1900-1981), ο οποίος είχε πει τα εξής για τον Καραθεοδωρή:


Τον Κωνσταντίνον Καραθεοδωρή εγνώρισα το πρώτον εις το Πανεπιστήμιον της Θεσσαλονίκης, όπου υπηρέτουν ως υφηγητής. Ο Καραθεοδωρή επεσκέφθη το Πανεπιστήμιον της Θεσσαλονίκης ως curator των ελληνικών πανεπιστημίων, λαβών τον τίτλον αυτόν από τον τότε πρωθυπουργόν Ελευθέριον Βενιζέλον. Η μέριμνα περί τα πανεπιστημιακά πράγματα ώθησε τον Βενιζέλον ν’ αναθέση εις τον διάσημον Έλληνα επιστήμονα τακτικόν καθηγητήν του Πανεπιστημίου του Μονάχου το έργον της βελτιώσεως των πανεπιστημιακών πραγμάτων. Το έργον τούτο συνίστατο προ παντός εις την χάραξιν γενικών γραμμών τας οποίας θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν τα ανώτατα επιστημονικά ιδρύματα.

Όμως την εγγυτέραν και εσωτέραν γνωριμίαν με τον Κωνσταντίνον Καραθεοδωρή και με την οικογένειάν του οφείλω εις την σύζυγόν μου Πηνελόπην, το γένος Κακριδή, η οποία υπήρξε μαθήτρια του Καραθεοδωρή, και, ως ο ίδιος έλεγεν, ανωτέρα και πολλών εξαιρέτων μαθητών του. Ο Καραθεοδωρή δεν ήτο εύκολος εις τους επαίνους, όταν όμως ο δέκτης των επαίνων ήξιζε, τότε ο καθηγητής δεν ήτο φειδωλός. Ό,τι περισσότερον ηγάπα ο Καραθεοδωρή εις τας μαθηματικάς επιδόσεις της Πηνελόπης Θεοδωρακοπούλου ήτο, όπως ο ίδιος έλεγεν, η κομψότης των αποδείξεων. Τούτο έδωκε λαβήν ήδη κατά την πρώτην συνάντησίν μου με τον μεγαλόπνοον άνδρα ν’ ανοίξω διάλογον μαζί του περί της αισθητικής των Μαθηματικών. Προσωπικώς ετοποθέτουν την αισθητικήν αξίαν των Μαθηματικών εις τας αναλογίας αι οποίαι τα διέπουν. Πέραν αυτού ο Καραθεοδωρή ωμίλει και περί της κομψότητος των αποδείξεων η οποία συνίστατο εις την απλότητα, δηλαδή εις τον όσο το δυνατόν ολιγώτερον αριθμόν πράξεων αναγκαίων διά την απόδειξιν. Είχα φίλους μαθηματικούς σπουδάζοντας μάλιστα φιλοσοφίαν και οι οποίοι ήσαν τακτικά μέλη του φροντιστηρίου του Rickert (σ.σ. Χάινριχ Ρίκερτ, γερμανός φιλόσοφος, 1863-1936). Ουδέποτε όμως ουδείς εξ αυτών μου ωμίλησε περί της κομψότητος των αποδείξεων. Η συζήτησις περί της κομψότητος των αποδείξεων και της αισθητικής εις τα Μαθηματικά διεκόπη από την οικοδέσποιναν, η οποία μας εκάλει εις το φαγητόν. Και λέγω διεκόπη, διότι καθ’ όλην την ώραν του φαγητού η συζήτησις συνεχίσθη, του Καραθεοδωρή ομιλούντος και εμού επινεύοντος ή και σιωπώντος τελείως. Η ομιλία του Καραθεοδωρή ήσκει εις τον ακροατήν εξαιρετικήν σαγήνην, και τούτο διότι εκινείτο με απόλυτον ευχέρειαν και ηδύνατο ν’ αντλήση επιχειρήματα και έξω από την σφαίραν των Μαθηματικών.


Όταν ο Καραθεοδωρή είχε συμπληρώσει όσα είχε να είπη περί της κομψότητος των μαθηματικών αποδείξεων, του απήντησα ότι ανάλογον φαινόμενον έχομεν και εις την Φιλοσοφίαν. Το ιδεώδες της Φιλοσοφίας είναι και ήτο πάντοτε να εκκινή από όσον γίνεται ολιγωτέρας προϋποθέσεις, ιδεώδες το οποίον χαρακτηρίζει και γενικώς την λογικήν του ανθρώπου. […] Η παρατήρησίς μου αυτή έδωκεν αφορμήν εις τον Καραθεοδωρή εν συνεχεία να διευρύνη την συζήτησιν περί κομψότητος των αποδείξεων εις τα Μαθηματικά χρησιμοποιών και πολλά παραδείγματα.

Ο Καραθεοδωρή ήτο νους γενικός. Ενθυμούμαι εις άλλην συνάντησιν κατά το θέρος του 1938 μετά του Καραθεοδωρή, οπότε ο πολιτικός ορίζων είχεν αρχίσει να θολούται, ο καθηγητής μάς είπεν ότι κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον εμελέτησε τον Θουκυδίδην διά να καταλάβη αυτόν τούτον τον πόλεμον. Δεν υπήρξε κανένα σημείον εις την συμπεριφοράν των εμπολέμων και καμμία τροπή του πολέμου που να μην είχε τα ανάλογά της εις το έργον του αρχαίου Έλληνος ιστορικού, προσέθεσεν ο Καραθεοδωρή. Ο Θουκυδίδης, μας είπεν, υπήρξε δι’ εμέ το σχολείον, το οποίον με εδίδαξε να κατανοήσω τα ανθρώπινα από την σκοπιάν του πολέμου. Και όπως φαίνεται, έτσι συνέχισεν ο καθηγητής, θα πρέπει να ξαναδιαβάσω τον Θουκυδίδην, διότι ο δεύτερος πόλεμος έρχεται, διότι οι Γερμανοί ετοιμάζονται και διότι οι άλλοι αδρανούν. Δεν θα εγίνετο ο δεύτερος πόλεμος, εάν ήσαν και οι άλλοι έτοιμοι προς πόλεμον. Δυστυχώς ο πόλεμος θα γίνη. Οι Γερμανοί θα φθάσουν ως τον Καύκασον, αλλά τελικώς θα χάσουν τον πόλεμον. Η επιγραμματική αυτή φράσις απεκάλυπτεν εις εμέ τον γενικόν νουν του Καραθεοδωρή, ο οποίος δεν είχε μόνον μελετήσει τον Θουκυδίδην, αλλά και όλους τους Έλληνας συγγραφείς.


Ήδη με αυτό το χάρισμα ο Καραθεοδωρή διεκρίνετο και υπερείχεν από όλους τους συναδέλφους του, όπως διεκρίνοντο οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί Έλληνες από τους δυτικούς Ευρωπαίους, οι οποίοι εγνώριζον μόνον Λατινικά. Και πράγματι, αν ήθελε κανείς να κατατάξη τον Καραθεοδωρή ιστορικώς, θα έπρεπε να είπη άνευ δισταγμού ότι ο μέγας Καραθεοδωρή ήτο ένας σύγχρονος μεταβυζαντινός, και αυτή ήτο άλλωστε και η όλη ατμόσφαιρα του οίκου του και της οικογενείας του, ατμόσφαιρα μεταβυζαντινών μεγαλοπνόων Ελλήνων. Ο Καραθεοδωρή διεπνέετο από την βυζαντινήν και μεταβυζαντινήν οικουμενικότητα του Ελληνισμού. Η σκοπιά από την οποίαν έβλεπε το μέλλον του Ελληνισμού ήτο ακριβώς η σκοπιά της οικουμενικής του αποστολής. Όταν αφηγείτο τα της διδασκαλίας του εις την Αμερικήν, όπου εδίδαξεν επί εν έτος και εγνώρισε πολλούς νέους Έλληνας επιστήμονας, τέκνα των αγραμμάτων μεταναστών, ήτο πάντοτε ενθουσιασμένος, διότι επίστευεν εις την επιστημονικήν ανάδειξιν των νέων αυτών. Και πράγματι το προαίσθημα τούτο εν πολλοίς εδικαιώθη. Ο οραματισμός του περί της αναδείξεως νέας γενεάς των Ελλήνων της Αμερικής προήρχετο από την μεταβυζαντινήν του οικουμενικότητα, όπου μέσα εζούσε.


Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος

Ο Καραθεοδωρή, εκτός της πρωτοτύπου συμβολής του εις τα Μαθηματικά και η οποία ως γνωρίζω συγκεντρώνεται εις το έργον του Funktionentheorie, ήτο και γνήσιος ακαδημαϊκός διδάσκαλος. Ως διδάσκαλος ο Καραθεοδωρή ήτο σωκρατικός. Εδιδάσκετο ο ίδιος διά της διδασκαλίας. «Ό,τι δεν έχω διδάξει», μας είπε κάποτε, «δεν το κατέχω, όσο και αν το έχω μελετήσει». Η διδασκαλία είναι εκείνη που αναγκάζει τον διδάσκαλον να εμβαθύνη εις την ύλην, να την εξουσιάση με το πνεύμα του. Όσον σωκρατικός και αν ήμην απ’ αρχής των ακαδημαϊκών μου σπουδών, πρέπει να ομολογήσω ότι η δήλωσις αυτή του μεγάλου Καραθεοδωρή, του οποίου το βλέμμα και το πνεύμα είχον κάτι από την αστραπήν, με εξένισε κάπως. Συν τω χρόνω όμως εδιδασκόμην πόσον σοφός ήτο ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου, ο οποίος διά του έργου του εδόξασε την Ελλάδα ανά την υφήλιον. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.