Βαθιά το χέρι στην τσέπη βάζουν για την υγεία τους οι Έλληνες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, όχι μόνο για τις υπηρεσίες υγείας, αλλά και για τα φάρμακά τους.

Συνολικά οι Έλληνες πληρώνουμε το 38% των δαπανών υγείας και το κράτος το 62%.

Οι δαπάνες υγείας αποτελούν το 7,6% των δαπανών των νοικοκυριών κάθε μήνα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 2022, με κόστος 121 ευρώ κατά μέσο όρο. Από το ποσό αυτό, το 31% αφορά φάρμακα και το 32% νοσηλεία.

Η φαρμακευτική δαπάνη «έκλεισε» το 2022 στα 6,2 δισ. ευρώ εντός και εκτός νοσοκομείων και εκτιμάται ότι για το 2023 θα «κλείσει» στα 7,1 δισ. ευρώ. Από τα ποσά αυτά, η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας υπολογίζεται στα 2,9 δις. για το 2022 και στα 3,5 δις. για το 2023, φτάνοντας το 50% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, από 6% μια δεκαετία νωρίτερα.

Περίπου με το μισό ποσό από αυτό που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία επιβαρύνονται οι ασθενείς, οι οποίοι το 2023 εκτιμάται ότι κατέβαλαν πάνω από 1,8 δις. ευρώ για φάρμακα.

Κι αυτό παρότι η προβλεπόμενη συμμετοχή των ασθενών βαίνει μειούμενη. Από το 2014 που είχε φτάσει το 16%, επέστρεψε το 2022 στο 10% που ήταν το 2012. Συνολικά οι ασθενείς κατέβαλαν το 2022 περί τα 698 εκατ. ευρώ ως συμμετοχή για τα φάρμακά τους.

Για το 2023 αναμένεται η θεσμοθετημένη συμμετοχή να φτάσει τα 434 εκατ. ευρώ, η επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής και ασφαλιστικής τιμής άλλα 300 εκατ. ευρώ, ενώ σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν άλλα 130 εκατ. ευρώ από την αγορά φαρμάκων της αρνητικής λίστας που συνταγογραφούνται μεν, αλλά δεν αποζημιώνονται. Ταυτόχρονα όμως, οι ασθενείς προτιμούν πολλές φορές να αγοράζουν οι ίδιοι τα φάρμακά τους γλιτώνοντας χρόνο από τη διαδικασία συνταγογράφησης και γι΄ αυτό εκτιμάται ότι το 2023 κατέβαλαν 557 εκατ. ευρώ συνολικά, ενώ άλλα 391 εκατ. ευρώ διατέθηκαν για Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ).

Για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά 2,3 ευρώ στην ελληνική οικονομία.

Χώρος παραγωγής φαρμάκων διεθνούς φαρμακευτικής

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ετήσια έκθεση του ΙΟΒΕ «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2023», η οποία παρουσιάστηκε από τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ καθηγητή Νίκο Βέττα, τον επιστημονικό σύμβουλο του ΙΟΒΕ καθηγητή Άγγελο Τσακανίκα, τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ Ολύμπιο Παπαδημητρίου και τον πρόεδρο της επιτροπής τεκμηρίωσης του ΣΦΕΕ Κων. Παπαγιάννη.

Ο κ. Παπαδημητρίου, μιλώντας στη σχετική συνέντευξη Τύπου τόνισε ότι ο φαρμακευτικός κλάδος παραμένει βασικός πυλώνας ανάπτυξης της χώρας και ο στόχος πρέπει να είναι η προσέλκυση νέων επενδύσεων ιδίως στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, και υπογράμμισε ότι ο Σύνδεσμος είναι ένθερμος υποστηρικτής της σύναψης συμφώνου με την κυβέρνηση για την προσέλκυση νέων επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πρόκειται για ευχολόγιο και θεωρητικές περιγραφές.

Παράλληλα τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα από την κυβέρνηση για την υπερβολική συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας στη φαρμακευτική δαπάνη μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης, επισημαίνοντας ότι ως βάση για τις νέες πολιτικές θα πρέπει να ληφθεί το έτος 2025.

Από την πλευρά του ο κ. Παπαγιάννης χαρακτήρισε την περίοδο που διανύουμε κρίσιμη, καθώς η φαρμακευτική νομοθεσία στην Ε.Ε. είναι υπό αναθεώρηση, προχωρούμε στην πράσινη μετάβαση και στον Ευρωπαϊκό Χώρο Δεδομένων Υγείας, ενώ στην πρόσφατη έκθεση Ντράγκι η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης της Ευρώπης με στόχο την ενίσχυση της παραγωγής και την αξιοποίηση της τεχνολογίας.

Ενόψει του συμφώνου συνεργασίας φαρμακοβιομηχανίας – κυβέρνησης, ο κ. Παπαγιάννης υπογράμμισε την ανάγκη για βιώσιμες πολιτικές.

Στη συζήτηση για νέες αναπτυξιακές πολιτικές, τονίσθηκε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθούν παραγωγικές μονάδες αλλοδαπών οίκων στη χώρα μας, καθώς η Ιρλανδία έχει αναπτύξει σχετικές υποδομές. Γι’ αυτό, χρειάζονται κίνητρα για την προσέλκυση κλινικών μελετών, οι οποίες μπορούν να αποφέρουν έσοδα άνω των 700 εκατ. ευρώ, ενώ υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης κέντρων έρευνας με προσέλκυση ερευνητών από το εξωτερικό που χρειάζεται λιγότερες επενδύσεις σε κεφάλαιο. Παράλληλα πεδία ανάπτυξης στη χώρα μας είναι η βιοτεχνολογία καθώς και τα data hubs, όπως το παράδειγμα της Pfizer στη Θεσσαλονίκη.

Δαπάνες υγείας

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, η συνολική χρηματοδότηση στην Ελλάδα για δαπάνες υγείας υποχώρησε κατά 22,2% την περίοδο 2009-2022 και διαμορφώθηκε στα 17,6 δισ. ευρώ το 2022 ή το 8,5% του ΑΕΠ, όταν την ίδια περίοδο η χρηματοδότηση της υγείας αυξήθηκε κατά 28,6% στην Ε.Ε. και στη νότια Ευρώπη κατά 10,3%.

Η δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας μειώθηκε κατά 29,3% στα 10,9 δισ. ευρώ το 2022 πέφτοντας στο 5,3% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια περίοδο στη νότια Ευρώπη αυξήθηκε κατά 6,3% και στην Ε.Ε. κατά 32,5%. Η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση των δαπανών για την υγεία στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας ανήλθαν στο 38% το 2022, έναντι 26,6% στις χώρες του Νότου και 18,7% στην ΕΕ.

Χαρακτηριστικά, η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας περιορίστηκε σε 1.679 ευρώ στην Ελλάδα το 2022, έναντι 2.844 ευρώ στη νότια Ευρώπη, όντας το ένα τρίτο της δαπάνης στην Ευρώπη συνολικά, που φτάνει τα 3.681 ευρώ.

Φαρμακευτική δαπάνη

Από αυτά, για φάρμακα και αναλώσιμα, το κράτος καταβάλλει 230 ευρώ έναντι 221 ευρώ της ιδιωτικής δαπάνης, όταν στη Γερμανία με την μεγαλύτερη κρατική συμμετοχή διατίθενται 648 ευρώ από το γερμανικό δημόσιο και άλλα 149 ευρώ από τους ασθενείς, ενώ στη Σουηδία που έχει τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη, οι ασθενείς πληρώνουν 237 ευρώ, με το Σουηδικό δημόσιο να πληρώνει αντίστοιχα 303 ευρώ κατά κεφαλήν.

Για φαρμακευτική δαπάνη, ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 353 ευρώ η δημόσια συμμετοχή και 149 η ιδιωτική, ενώ στη Νότια Ευρώπη η δημόσια συμμετοχή είναι 298 ευρώ και η ιδιωτική 158 ευρώ.

Από το σύνολο των 7,1 δις. ευρώ της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας για το 2023, το κράτος διαθέτει μόλις τα 2,8 δις. ευρώ ή το 40% των αναγκών σε φάρμακα. Η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης συμμετοχής των ασθενών και της φαρμακοβιομηχανίας) αγγίζει τα 4,2 δισ. ευρώ το 2021, ενώ η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη έφτασε το 1,5 δισ. ευρώ.

Για το 2022, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη στα ιδιωτικά φαρμακεία έφτασε τα 2,8 δις. ευρώ μαζί με τις επιστροφές της βιομηχανίας και τη συμμετοχή των ασθενών, στα 2 δισ. ευρώ για τα φάρμακα υψηλού κόστους, ενώ για τα νοσοκομεία στο 1,5 δισ. ευρώ. Η συμμετοχή βιομηχανίας και ασθενών έφτασε το 57,3% της συνολικής δαπάνης, με το clawback στα 1,2 δισ. ευρώ, και τα rebates στα 760 εκατ. ευρώ.

Καινοτόμα φάρμακα

Κατά τα έτη 2019-2022, από τα 167 καινοτόμα φάρμακα που έλαβαν κεντρική άδεια κυκλοφορίας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, τα 79 σκευάσματα είναι διαθέσιμα στον Έλληνα ασθενή (47%), ενώ στους Ευρωπαίους ασθενείς είναι κατά μέσο όρο διαθέσιμα 72 φάρμακα (43%).

Όμως τα φάρμακα αυτά, είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα σε 587 ημέρες έναντι 531 ημέρες στην Ευρώπη.

Επενδύσεις

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο τομέας της φαρμακοβιομηχανίας αποτελεί κινητήριο μοχλό επενδύσεων, με τη δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) να αποτελεί το 7% των συνολικών δαπανών για Ε&Α στην Ελλάδα (2021) και να αγγίζει τα 91 εκατ. ευρώ.

Για το 2022 η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία (ex-factory) ανήλθε στα 1,9 δισ. ευρώ, με την προστιθέμενη αξία να αγγίζει τα 1,6 δισ. ευρώ (5% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).

Τέλος, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2023 σε 4,4 δισ. ευρώ και 2,8 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, με άνοδο σε σύγκριση με το 2022. Παράλληλα, οι εξαγωγές φαρμάκων αντιστοιχούν στο 5,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2023 με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές αποτελούν περίπου το 5,3% των συνολικών εισαγωγών της χώρας το 2023 έναντι 4,5% το 2022.

Το «αποτύπωμα» του κλάδου

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,5 δισ. ευρώ ή 3,2% του ΑΕΠ το 2022.

Έτσι, για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά 2,3 ευρώ στην ελληνική οικονομία.

Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 118.900 θέσεις εργασίας ή 2,9% της συνολικής απασχόλησης. Άμεσα, οι απασχολούμενοι στον κλάδο φαρμακευτικών προϊόντων ήταν 32.600 άτομα το 2022 με σαφή ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια.

Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία.

Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,8 δισ. ευρώ.