Αντιδρούν οι ηλεκτροπαραγωγοί για το κείμενο του ΕΣΕΚ για την πράσινη μετάβαση
Αν αποσυρθούν έστω και 2-3 μονάδες αερίου, τότε το κριτήριο αξιόπιστης λειτουργίας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος θα παραβιάζεται και θα επανέλθει ο κίνδυνος των μπλακ άουτ, σημειώνουν
Μη ρεαλιστικές παραδοχές αλλά και ανεπαρκή τεκμηρίωση εντοπίζουν οι ηλεκτροπαραγωγοί με μονάδες φυσικού αερίου στο κείμενο για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο αποτελεί τον μπούσουλα για την πράσινη μετάβαση και τη διείσδυση των ΑΠΕ.
Δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η δυνατότητα των εγχώριων πόρων στην επίτευξη του ενεργειακού στόχου, λέει ο ΕΣΑΗ για το ΕΣΕΚ
Το κείμενο του ΕΣΕΚ για την πράσινη μετάβαση δόθηκε στη δημόσια διαβούλευση και σύμφωνα με αυτό για το 2030 τίθεται ως στόχος η κατανάλωση ενέργειας να γίνεται στη χώρα μας σε ποσοστό κατά 45,4% από τις ΑΠΕ όταν ο στόχος της Ε.Ε. είναι 42,5%.
Η πράσινη μετάβαση
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ) έδωσε στη δημοσιότητα τις θέσεις του επί του κειμένου του ΕΣΕΚ για την πράσινη μετάβαση και τους στόχους που θέτει μέχρι το 2050 για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Το ΕΣΕΚ εκτιμά επίσης την ανάπτυξη των τεχνολογίων ηλεκτροπαραγωγής που θα πετύχουν τους στόχους της πράσινης μετάβασης, με τον ΕΣΑΗ να σχολιάζει: «Αναγνωρίζεται ότι η συμμόρφωση με την ενωσιακή επιταγή της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα σε ποσοστό 42,5% κατά το έτος 2030, ήτοι σε έναν προκαθορισμένο πολύ υψηλό στόχο, είναι ιδιαιτέρως δυσχερής για τον καθορισμό των απαραίτητων μεγεθών όλων των ενεργειακών τεχνολογιών που θα υποστηρίξουν την επίτευξη του στόχου.
Ιδίως σε χώρες όπως η δική μας, όπου ορισμένες τεχνολογίες όπως η αποθήκευση με μπαταρίες και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα είναι λιγότερο ανεπτυγμένες, η ενδεδειγμένη μεθοδολογική προσέγγιση θα ήταν η αντίστροφη, ήτοι ο καθορισμός των στόχων με βάση την ωριμότητα των τεχνολογιών και των αντίστοιχων έργων. Υπό το πρίσμα αυτό στο υπό κρίση Σχέδιο δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η δυνατότητα των εγχώριων πόρων στην επίτευξη του ανωτέρω ενεργειακού στόχου».
Ασφάλεια εφοδιασμού
Ο ΕΣΑΗ αμφισβητεί ότι μέσα από το ΕΣΕΚ καλύπτονται θέματα ασφάλειας εφοδιασμού και ιδίως σε ό,τι αφορά τις θερμικές μονάδες, οι οποίες είναι κρίσιμες για την επάρκεια ισχύος ηλεκτρισμού και την ευστάθεια του συστήματος ώστε να οδηγηθεί η χώρα στην πράσινη μετάβαση.
Στην νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος θα λειτουργήσει και ως ασπίδα των καταναλωτών απέναντι σε εποχιακές αυξήσεις τιμών στη χονδρεμπορική αγορά
Πιο συγκεκριμένα ο ΕΣΑΗ τονίζει: «Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ κάνει δύο παραδοχές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες στην αγορά ενέργειας και οι οποίες εάν τροποποιηθούν, όπως οφείλει να γίνει, προς το ρεαλιστικότερο τότε δημιουργείται θέμα με την επάρκεια ισχύος και την ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρισμό στην Ελλάδα», κι εξηγούν οι ηλεκτροπαραγωγοί:
«Συγκεκριμένα, ο Πίνακας 31 (σελ. 454) παρουσιάζει ότι το 2030 όλες οι υφιστάμενες και νέες μονάδες αερίου θα είναι σε λειτουργία με συνολική ισχύ στα 7,9 GW. Κάτι τέτοιο όμως, εάν διατηρηθεί ο παρόν σχεδιασμός της αγοράς, δεν είναι πιθανό να γίνει γιατί η ενέργεια που θα παράγουν τα επόμενα χρόνια αυτές οι μονάδες θα μειώνεται συνεχώς —λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ. Άρα αυτές οι μονάδες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά και κεφαλαιουχικά κόστη τους κι επομένως θα οδηγηθούν σε απόσυρση για οικονομικούς λόγους. Ειδικά οι παλαιότερες και λιγότερο αποδοτικές μονάδες. Και είναι προφανές ότι εάν αποσυρθούν έστω και 2-3 μονάδες αερίου τότε το κριτήριο αξιόπιστης λειτουργίας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος (LOLE < 3 hours per year) θα παραβιάζεται κατά πολύ και θα επανέλθει ο κίνδυνος των μπλακ άουτ», επισημαίνει ο ΕΣΑΗ και συνεχίζει:
«Το ίδιο μη ρεαλιστική είναι και η παραδοχή ότι η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων αερίου την περίοδο 2035-2050 θα παραμείνει σταθερή στα 6,4 GW. Χωρίς αγορά διαθέσιμης ισχύος και με παραγωγή μόλις 4,3 TWh (δηλαδή, ετησίως, 670 ώρες ισοδύναμης λειτουργίας!) για όλες τις μονάδες αερίου συνολικά είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμες όλες αυτές οι μονάδες. Επομένως η ισχύς των μονάδων αερίου αυτή την περίοδο θα είναι σημαντικά μικρότερη, εάν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τις παραδοχές του ΕΣΕΚ και ειδικά εάν δεν δημιουργηθεί η νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος».
Αγορά διαθέσιμης ισχύος
Ο ΕΣΑΗ τονίζει την ανάγκη δημιουργίας και στην ελληνική αγορά, μίας νέας αγοράς διαθέσιμης ισχύος:
Εκκρεμεί η ολοκλήρωση του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα
«Ειδικά στην Ελλάδα η νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος θα λειτουργήσει και ως ασπίδα των καταναλωτών απέναντι σε εποχιακές αυξήσεις τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού θα περιλαμβάνει ρήτρα για πλαφόν στο έσοδο ανά μεγαβατώρα που θα μπορούν να εισπράξουν από την πώληση ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά όσοι διαχειριστές μονάδων παραγωγής/αποθήκευσης κλείσουν συμβόλαιο με τον ΑΔΜΗΕ στο πλαίσιο της αγοράς διαθέσιμης ισχύος. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος ώστε το Υπουργείο, η ΡΑΑΕΥ και ο ΑΔΜΗΕ να εκκινήσουν γρήγορα τη διαδικασία για τον σχεδιασμό, την έγκριση και τη θέση σε λειτουργία αυτής της νέας αγοράς. Αυτό που απουσιάζει τόσο από τη δημόσια συζήτηση όσο και από το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ είναι ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα που θα οδηγεί σε λειτουργία της αγοράς διαθέσιμης ισχύος στην Ελλάδα το αργότερο εντός 24 μηνών», υπογραμμίζουν οι ηλεκτροπαραγωγοί.
Μη ρεαλιστικοί οι στόχοι για τις ΑΠΕ
Πέραν των παραπάνω ο ΕΣΑΗ αμφισβητεί την επίτευξη των στόχων διείσδυσης των ΑΠΕ καθώς αφενός όπως τονίζει τα υπεράκτια αιολικά θα αργήσουν να αναπτυχθούν στη χώρα όπως και τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.
Για τους συσσωρευτές προβλέπεται ότι η ισχύς τους θα ανέλθει στα 4,3 GW το 2030 και στα 6,9 GW το 2035, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται η ανωτέρω σημαντική αύξηση
Συνεπώς εγείρει θέμα μη ρεαλιστικών παραδοχών στο κείμενο του ΕΣΕΚ:
«Το υπό διαβούλευση Σχέδιο προβλέπει ότι ήδη το 2035 θα έχει επιτευχθεί το ανώτερο στάδιο απανθρακοποίησης της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, με τις εκπομπές να παραμένουν σταθερές στο 1,5 εκ τόνους CO2 ετησίως από εκεί και πέρα», λέει ο ΕΣΑΗ και εξηγεί:
«Είναι δεδομένο ότι ο κλάδος της ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και στην Ελλάδα, θα πετύχει το net zero (ή σχεδόν το net zero) νωρίτερα από τους άλλους κλάδους της οικονομίας και αρκετά πριν το 2050, η Eurelectric δηλώνει στις αρχές της δεκαετίας του 2040. Για αυτό δεν γίνεται κατανοητό ποια ουσιώδη διαφορά προσφέρει στην ευρωπαϊκή προσπάθεια για μείωση των εκπομπών ΑτΘ το να ολοκληρωθεί η απανθρακοποίηση στην Ελλάδα 5 χρόνια νωρίτερα».
Και αναφέρει για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα: «Το βασικότερο μειονέκτημα της ως άνω πρόωρης στόχευσης είναι η υιοθέτηση μη ρεαλιστικών παραδοχών από το ΕΣΕΚ για ορισμένες τεχνολογίες με ορίζοντα το 2035. Συγκεκριμένα, το σχέδιο θεωρεί ότι το 2030 θα λειτουργούν 1,9 GW υπεράκτιων αιολικών πάρκων (ΥΑΠ) και το 2035 θα αυξηθούν στα 3,9 GW. Και επιμένουμε για τα ΥΑΠ διότι με τον αυξημένο συντελεστή διείσδυσής τους προβλέπεται να έχουν σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ για τη διείσδυση των ΑΠΕ δηλαδή 20% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Ωστόσο, εκκρεμεί η ολοκλήρωση του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου για την αδειοδότηση, την εγκατάσταση και τη λειτουργία των ανωτέρω έργων καθώς και του μηχανισμού στήριξης τους».
Αποθήκευση ενέργειας
Σε ό,τι αφορά τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας και τις μπαταρίες ο ΕΣΑΗ παρατηρεί σε ό,τι αφορά το κείμενο του ΕΣΕΚ
«Συγκεκριμένα, για τους συσσωρευτές προβλέπεται (σελ. 40) ότι η ισχύς τους θα ανέλθει στα 4,3 GW το 2030 και στα 6,9 GW το 2035. Τα αντίστοιχα μεγέθη στο περυσινό σχέδιο ήταν 3,1 GW και 3,8 GW, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται η ανωτέρω σημαντική αύξηση», σημειώνει και εξηγεί: «Για την αντλησιοταμίευση προβλέπεται τετραπλασιασμός της εγκατεστημένης ισχύος μέχρι το 2035 και επιπλέον διπλασιασμός μεταξύ του 2035 και του 2050. Όμως πέρα από το έργο της Αμφιλοχίας που έχει ενταχθεί και σε μηχανισμό κρατικής ενίσχυσης εγκεκριμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν βλέπουμε πώς θα κατασκευασθούν ακόμα 1.500 MW μέχρι το 2035. Κι αυτό γιατί σήμερα δεν υπάρχει κανένα αδειοδοτικά ώριμο τέτοιο έργο. Ένα πολύ σημαντικό θέμα, από πλευράς ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, είναι ότι η αξιοποίηση υφιστάμενων ταμιευτήρων για νέα έργα αντλησιοταμίευσης (σελ. 133) δημιουργεί θέμα δικαιωμάτων χρήσης του υδατικού πόρου —πώς και σε ποιον δίνεται αυτό το δικαίωμα».
Πηγή: ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις