«Τον ώρκισα τον Σατανά, αλλά δεν τούπιασα το χέρι, μ’ όλο που αυτός έκαμε την κίνηση να μου δώση το δικό του χέρι, καθώς συναντηθήκαμε. Ούτε μετά την ορκωμοσία τον συνεχάρην!»

Μ’ αυτά τα λόγια εγκαινίασε την συνταγματική πολιτεία του ο τέταρτος Βασιλεύς της Ελλάδος. Πρόκειται, όπως μαντεύετε, περί του Αλεξάνδρου. Όσο για τον «Σατανά», αυτός είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος το πρωί εκείνο, 14 Ιουνίου 1917, είχε ορκισθή πρωθυπουργός ενώπιον του νέου Βασιλέως.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.11.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι λόγοι τούτοι, του δευτερότοκου υιού του Κωνσταντίνου, ήσαν ενδεικτικοί του τρόπου κατά τον οποίον εννοούσε να ασκήση την βασιλικήν εξουσίαν. Το να αρνήται ένας Βασιλεύς να δώση το χέρι του εις τον πολιτικό αρχηγό του Κράτους και μάλιστα σε μια ώρα τόσο επίσημη, επί πλέον δε μέσα εις το Παλάτι το σπίτι του, αλλά και Σπίτι του Έθνους αποτελούσε πράξη πολυσήμαντη. Απεκάλυπτε μια εχθρότητα τόσο άσπονδη, ώστε να καταπατούνται και αυτοί οι νόμοι της λεγομένης «καλής συμπεριφοράς», αλλά και τόσο απροκάλυπτη, ώστε να απευθύνεται μια τέτοια προσβολή κατά πρόσωπο στον πρωθυπουργό της χώρας από μέρους του συνταγματικού της άρχοντος. Συμπέρασμα: Ο υιός δεν είχε διδαχθή τίποτα από τα παθήματα τού μόλις προχθές εκθρονισθέντος πατρός του. Ή μάλλον είχε λάβει από τον πατέρα του προσωπικώς διδάγματα επιβλαβή για την ασφάλεια ενός θρόνου. Είχε διδαχθή να βλέπη το ισχύον πολίτευμα μέσα από την νοοτροπία του πατέρα του, σαν μέσα από ματογυάλια με παραμορφωτικούς φακούς, κι’ έτσι να παίρνη την συνταγματική βασιλεία για μοναρχία.

Ότι έφταιγαν επί του προκειμένου τα μαθήματα κι’ όχι ο μαθητής απεδείχθη σε λίγο, όταν άλλαξε ο δάσκαλος. Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Αφηγούμενος σε φίλους του την πρώτη του συνεργασία με τον Βενιζέλο, πέντε ημέρες μετά το ανωτέρω επεισόδιο, είπε: «Ο Βενιζέλος ήρθε κρύος, τυπικός. Καθώς δεν του είχα δώσει κατά την ορκωμοσία το χέρι, φάνηκε σαν να μην το περίμενε ούτε σήμερα. Χαιρετηθήκαμε με το κεφάλι. Του έδειξα μια καρέκλα μακρυά μου, όπου και κάθησε. Άρχισε να μιλάη με κακία: Θα κάμετε τούτο, θα κάμετε το άλλο. Ή δε θα κάμετε αυτό, δε θα κάμετε τούτο. Δοκίμασα να συζητήσω μερικές απόψεις του, μα με διέκοψε: Εγώ θα κανονίζω τα πάντα, Μεγαλειότατε. Σεις είσθε ανεύθυνος… Έτσι κάνουν στην Αγγλία. Ύστερα πλησίασε το κάθισμά του κοντήτερα και μου έδωσε μάθημα για τον αγγλικό κοινοβουλευτισμό και την συνταγματική βασιλεία. Με μεταχειρίσθηκε σαν μαθητούδι».


Δεν το ενεστερνίσθη αυτό το πρώτο μάθημα ο Αλέξανδρος, νέος 23 ετών καθώς ήταν, άπραγος και προπαντός εμποτισμένος ακόμα από την διαταγή ή το παράδειγμα του πατέρα του. Αλλά ο καινούργιος συνταγματικός του δάσκαλος επέμεινε, συνέχισε τα μαθήματα. Και το αποτέλεσμα το διηγείται ένας βιογράφος και προσωπικός φίλος του Αλεξάνδρου, ο Χρήστος Ζαλοκώστας. «Απορώ», έγραφε, «να βλέπω από μήνα σε μήνα την μεταβολή που γίνεται σ’ Αυτόν (τον Αλέξανδρο). Μένει πάντα ο ίδιος, αγαθός αθλητής, εκτός σε ό,τι έχει σχέση με το Κράτος. Στις κρατικές υποθέσεις ο άγουρος νους του παραμερίζει, κάνει τόπο ν’ ανεβή από τα βάθη του υποσυνείδητου μια ψυχή παλαιότατη, η γυμνασμένη ψυχή του παππού του Γεωργίου Α’. Ο Αλέξανδρος πρέπει να είχε πάντα μέσα του, σε λανθάνουσα κατάσταση, την πολιτικότητα του προγόνου, μα αφοσιωμένος στις διασκεδάσεις καθώς ήταν είχε παραμελήσει ως τώρα ένα τέτοιο προτέρημα».

Ο Βενιζέλος, θα προσθέταμε εμείς, του το καλλιέργησε τούτο το μοναδικό για Βασιλέα προτέρημα. Όπως καλλιέργησε την ενδιάθετη ίσως τάση του Κωνσταντίνου προς τον μοναρχισμό ο καθηγητής του στο Συνταγματικό Δίκαιο Στέφανος Στρέιτ, καθώς επίσης κι’ ο συμμαθητής του και μετέπειτα πολιτικός μυστικοσύμβουλός του Γεώργιος Στρέιτ, συνταγματολόγος κι’ αυτός με ροπές απολυταρχικές. Και να, λοιπόν, δυο παραδείγματα παράλληλα που αποδεικνύουν πόση επιρροή μπορεί να έχουν επί της βασιλικής νοοτροπίας και γενικώτερα ψυχοσυνθέσεως οι πολιτειακοί δάσκαλοι ενός εστεμμένου, είτε καθηγηταί του είναι αυτοί είτε πρωθυπουργοί της χώρας και αρχηγοί της αντιπολιτεύσεως. Γιατί τούτοι οι δεύτεροι και οι τρίτοι είναι προπαντός οι αρμοδιώτεροι, φύσει και θέσει, να διαπαιδαγωγήσουν έναν εστεμμένο, ώστε να τον καταστήσουν Βασιλέα άξιο.


Αυτό επέτυχαν μέχρις ενός σημείου ο Κουμουνδούρος κι’ ο Τρικούπης, βοηθούντος και του Δεληγιώργη, στην περίπτωση του Γεωργίου Α’. Αφού τον απέσπασαν από την επιβλαβή διδασκαλία του Σπόνεκ (σ.σ. ο κόμης Σπόνεκ, δανός ευγενής, υπήρξε επ’ ολίγον σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου) και ανέλαβαν να τον διδάξουν εκείνοι, λόγω και έργω, από τα είκοσί του χρόνια έως τα τριανταπέντε του (9 πρωθυπουργίες Κουμουνδούρου, 6 Δεληγιώργη, 3 του Τρικούπη, και ισάριθμες αντιστοίχους αρχηγίες των εις την αντιπολίτευση) τι είναι Σύνταγμα και τι είναι ο Λαός προπαντός ο ελληνικός. Και έτσι ο Γεώργιος έμεινε όρθιος και πέραν αυτών, χωρίς ν’ ανατραπή ούτε ύστερα από την πιο ντροπιασμένη ήττα της νεωτέρας ιστορίας μας. Το ίδιο επετύγχανε τώρα κι’ ο Βενιζέλος διαπαιδαγωγών τον νεαρό Βασιλέα, ο οποίος μάλιστα φέρεται να λέη τότε: «Ο πάππος μου εβασίλευσε επί 50 έτη μη αναμιχθείς ποτέ εις τα πολιτικά. Ο πατήρ μου έκαμε το αντίθετον και δεν έμεινε Βασιλεύς ούτε πέντε χρόνια. Εγώ θα ακολουθήσω το παράδειγμα του Βασιλέως Γεωργίου».

Και η διδαχή του Βενιζέλου εκαρποφόρησε τόσο πολύ, ώστε παρά τα ερεθιστικά μηνύματα που του έστελναν οι εξόριστοι γονείς του, παρά το παρασκηνιακό «δούλεμα» που του έκαναν οι εδώ επιφανείς αντιβενιζελικοί να αντιδρά αδιάκοπα στο έργο του Βενιζέλου, ο Αλέξανδρος, που τον μισούσε τόσο στην αρχή, κατέληξε να του δηλώση ειλικρινά: «Είμαι διατεθειμένος να βοηθήσω την προσπάθειά σας. Θα πάω στο μέτωπο και στις επαρχίες!»  για να πείση τους κωνσταντινικούς αξιωματικούς και στρατιώτες που ωργάνωναν τότε αλλεπάλληλες ανταρσίες «να πειθαρχήσουν τουλάχιστον όσο να τελειώση ο πόλεμος», όπως του είχε ζητήσει να κάμη ο Βενιζέλος.


Το αποτέλεσμα απ’ αυτή την ειλικρινή συνεργασία Βασιλέα και Κυβερνήτη ήταν οι θρυλικές νίκες του στρατού μας: Δοϊράνη, Μπέλες, Στρυμόνας, Περλεπές, υποταγή των Βουλγάρων, υποταγή των Τούρκων, Ανακωχή, ο Ελληνικός Στόλος στην Κωνσταντινούπολη και τα οράματα του Βενιζέλου ξαναπαίρνουν σάρκα και οστά. «Οι μεγάλες, οι αλησμόνητες αυτές μέρες», βεβαιώνει ο βιογράφος του Αλεξάνδρου, «επηρεάζουν τον Βασιλέα. Δεν βλέπει πια στο πρόσωπο του Βενιζέλου ένα Σατανά, παρά τον διορατικό πολιτικό που κατάλαβε εγκαίρως ποιος θα νικήση και ωδήγησε την πατρίδα του προς την καλή πλευρά, τον άνθρωπο που ξύπνησε τον ατροφικό ελληνισμό και τον ανάγκασε με τη βία να τανύση τα φτερά του. Όταν γύρισε ο Βενιζέλος από το μέτωπο, ο Αλέξανδρος, για να του δείξη ότι αναγνωρίζει τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα, πήγε, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και του απένειμε το Μεγαλόσταυρο. Κατηγορήθηκε γι’ αυτό από τους φανατικούς βασιλικούς, εν τούτοις ο Βασιλέας ήτανε άνθρωπος τίμιος. Από τη στιγμή που νίκησε η Αντάντ, αναγνώρισε μέσα του την ορθότητα των προβλέψεων του Πρωθυπουργού και, παραμερίζοντας την αγάπη του προς τον Πατέρα, αποφάσισε να βοηθήση να συμπληρωθή το μεγαλείο της Ελλάδος, έστω και αν ωφελούσε έναν εχθρό της οικογενείας του. Ήξερε πως οι πολιτικοί έρχονται και φεύγουν, όσο μεγάλοι κι’ αν είναι, ενώ ένας Βασιλέας μένει πάντα στη μέση της ζωής ενός έθνους. Είχε την εξυπνάδα να θεωρή την ευτυχία της χώρας ως την καλύτερη εγγύηση για την ευτυχία της Δυναστείας».

*Άρθρο αφιερωμένο στη βασιλεία του Αλεξάνδρου Α’, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1962.

Ο Αλέξανδρος, ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της βασίλισσας Σοφίας, γεννήθηκε στο Τατόι στις 2 Αυγούστου 1893.

Εβασίλευσε αντί του πατέρα του (ο Κωνσταντίνος, κατόπιν έντονων πιέσεων που του ασκήθηκαν από τη Γαλλία και τους συμμάχους της στην Αντάντ, δέχτηκε να αντικατασταθεί από το γιο του) από τις 14 Ιουνίου 1917 έως τις 25 Οκτωβρίου 1920.

Τον Ιούλιο του 1917, λίγο μετά την έναρξη της βασιλείας του Αλεξάνδρου, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία.

Το Μάιο του 1918 τα ελληνικά στρατεύματα στη Μακεδονία συνέδραμαν τους Γάλλους και τους Βρετανούς στον πόλεμό τους κατά της Βουλγαρίας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1919 ο Αλέξανδρος νυμφεύτηκε την Ασπασία Μάνου, κόρη του λοχαγού Πέτρου Μάνου.

Ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην Ανατολική Θράκη τον Ιούλιο του 1920, όταν τα στρατεύματά του κατέλαβαν την Αδριανούπολη, αλλά δε μετέβη στη Μικρά Ασία.


Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Αλέξανδρος άσκησε τα καθήκοντά του με υποδειγματικό τρόπο, αποφεύγοντας την παγίδα του εθνικού διχασμού και την ανάμειξη στην ενεργό πολιτική, αλλά και στηρίζοντας τις επιλογές του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ απεβίωσε στο Τατόι στις 12/25 Οκτωβρίου 1920 συνεπεία σηψαιμίας που προκλήθηκε από δήγμα πιθήκου στο Κτήμα Τατοΐου, στις 17 Σεπτεμβρίου 1920.

Ετάφη στο Τατόι, κοντά στον τάφο του παππού του, του βασιλιά Γεωργίου Α’.