Φίλιππος Γράψας: «Δεν είπα ποτέ “θα γράψω λαϊκό”. Είπα “θα γράψω τραγούδι”»
Τους στίχους του τραγούδησε και τραγουδά ακόμη ολόκληρη η Ελλάδα. Ο άνθρωπος που ύμνησε την πόλη του μέσα από το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Τα Λαδάδικα» και τόσα άλλα τραγούδια εξηγεί στα «ΝΕΑ» πως έβαλε όσα έζησε στις δημιουργίες του
- Ελπιδοφόρα μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων για την παράλυση
- Επί τάπητος στο Συμβούλιο του ΟΗΕ η συμφωνία του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν - Τι προκαλεί ανησυχία
- Νέα καταγγελία για πλαστά χαρτονομίσματα - «Επέμεναν ότι στη δική τους τράπεζα αποκλείεται»
- Κενυάτης κρατούμενος βγαίνει από το Γκουαντάναμο
«Κάθε φορά που μελοποιώ στίχους σου, νιώθω να ‘μαι ο μοιραίος τερματοφύλακας τη στιγμή του πέναλτι. Σ’ ευχαριστώ». Αυτό έγραψε ο συνθέτης Μάριος Τόκας το 1994 στον δίσκο «Παρέα μ’ έναν ήλιο» για τον στιχουργό Φίλιππο Γράψα. Ο δε Γιάννης Κακουλίδης είχε γράψει πως ο λόγος του Γράψα είναι «εικαστικός». Θα λέγαμε το ίδιο, έχοντας πλήρη επίγνωση πως τις επιτυχίες του τις έχει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα. Λάθος! Τις τραγουδά όλη η Ελλάδα. «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Τα Λαδάδικα», «Μια στάση εδώ», «Εσύ βαρέθηκες νωρίς», «Ψηλά τα χέρια», «Μύκονος», «Παράξενη βροχή» είναι μόνο μερικά που διατρέχουν περίπου τέσσερις δεκαετίες και που ερμηνεύθηκαν από μεγάλους τραγουδιστές και μελοποιήθηκαν από σημαντικούς δημιουργούς. Πίνουμε καφέ με τον Φίλιππο Γράψα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και μου έρχεται να πω στους νέους σερβιτόρους πως ο κύριος με το γαλάζιο πουκάμισο και το δερμάτινο τσαντάκι πλάι μου έχει υμνήσει την όμορφη αυτή πόλη. Εχει γράψει τραγούδια που όχι απλώς λατρεύτηκαν αλλά και ανανέωσαν το ελληνικό τραγούδι, διέσωσαν εικόνες και μνήμες. Εχει εκφράσει πάνω απ’ όλα κάτι συλλογικό. Γιατί μπορεί το τραγούδι να είναι ατομικό σπορ για τον στιχουργό του, είναι όμως κατά βάση ομαδικής απεύθυνσης. Το ‘χε στον νου του ο Γράψας όταν ως παιδί σκαρφάλωνε στις πολεμίστρες του Γεντί Κουλέ και άκουγε τις φωνές των φυλακισμένων; Θα το φανταζόταν όταν περπατούσε στα Λαδάδικα και ανάμεσα στα σκοτεινά ημιφωτισμένα σπίτια; Ολα αυτά σίγουρα τα κράτησε ως φυλακτό και τα εικονογράφησε στις δημιουργίες του. Κυρίες και κύριοι, ο Φίλιππος Γράψας.
Εδώ που καθόμαστε είμαστε… Λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Ας ξεκινήσουμε από κάτι βασικό: σας ξέρουμε από τη μεγάλη εποχή της δισκογραφίας. Χρυσοί δίσκοι, πλατινένιοι. Πωλήσεις. Σήμερα που η δισκογραφία έχει υποχωρήσει στο ψηφιακό, πού σας βρίσκουμε δημιουργικά;
Να παλεύω όπως όλοι οι συνάδελφοί μου. Η εποχή είναι αγώνας. Δεν υπάρχει δισκογραφία, αλλά εμείς δεν καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, γράφουμε και προσπαθούμε να προωθήσουμε τις δουλειές μας. Από την άλλη έχω να πω πως δεν έχω παράπονο. Εχω πολλές προσφορές από συνθέτες και κυρίως νέα παιδιά, ταλαντούχα, και βοηθώ όσο μπορώ να τα καταφέρουμε. Πιστεύω πολύ στους νέους δημιουργούς. Προσπαθώ να αποκτήσουν όνομα αυτά τα παιδιά.
Πόσο πιο δύσκολο είναι για έναν νέο δημιουργό που σήμερα μπαίνει στη δουλειά σε σχέση με το 1980 ή το 1990 όταν υπήρχαν εταιρείες;
Το θέμα είναι αρχιτεκτονικό. Υπήρχαν πόρτες τότε και άνοιγαν. Τώρα όχι. Η μόνη πόρτα είναι το Διαδίκτυο.
Πιστεύετε σε αυτό;
Εγώ δεν τα ξέρω πολύ αυτά. Είμαι μιας άλλης εποχής. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω πως πολλοί δημιουργοί κάνανε καριέρα από ‘κεί. Είναι θέμα (και) τύχης. Είναι θέμα αγώνα και από ‘κεί. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα: τον συγχωρεμένο τον Παντελή Παντελίδη. Εκείνος έκανε επιτυχία μέσα από το Διαδίκτυο. Τον άκουσε κάποια στιγμή και η εταιρεία και αναδείχθηκε κι άλλο. Να ένα τρανό παράδειγμα. Είχε ένα ενδιαφέρον και ήταν κάτι διαφορετικό, γιατί όχι; Ολοι οι καινούργιοι έχουν ένα ενδιαφέρον. Ακόμη και οι τράπερ. Εγώ στη μουσική τους βρίσκω κάτι. Αν δεν υπήρχε αυτή η ακατάσχετη βωμολοχία, θα ήταν καλύτεροι. Θα πέρναγαν και σε άλλα στρώματα. Εχουν κάποιο ταλέντο πάντως.
Να κλείσουμε αυτόν τον πρώτο κύκλο κουβέντας με τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών για τα οποία μάχεστε; Ποια η μεγαλύτερη δυσκολία στην απόδοση δικαιωμάτων;
Πρώτα πρώτα, υπάρχουν δυο – τρεις εισπρακτικοί φορείς που πρέπει απαραίτητα να συγχωνευθούν. Αυτή είναι η άποψή μου. Εγώ είμαι στην ΕΔΕΜ, επιθυμούμε τη συγχώνευση. Νομίζω πως αν τα καταφέρναμε και κάναμε μια μεγάλη ομοσπονδία, θα καταφέρναμε να επιβάλουμε και στις δισκογραφικές να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, και να προωθηθεί το ελληνικό τραγούδι, αλλά και να εισπράττουν οι δημιουργοί.
Πώς εσείς βλέπετε και αισθάνεστε το ελληνικό τραγούδι;
Τι άλλο εκτός από την ελληνική καρδιά να σημαίνει; Το ελληνικό τραγούδι έχει μέσα το προχθές, το χθες, το σήμερα και βαδίζει προς το αύριο. Υπάρχουν δημιουργοί που είναι εξαιρετικοί αλλά μένουν αφανείς, και αυτό είναι μια μεγάλη αδικία της εποχής μέσα στις πολλές. Το ελληνικό τραγούδι σήμερα υφίσταται, και κυρίως το λαϊκό, έναν πόλεμο. Κι όταν λέμε λαϊκό τραγούδι ξεκινάμε από το ρεμπέτικο. Κάθε νέο λαϊκό πατάει στο ρεμπέτικο και το ρεμπέτικο πατάει πάντα στην αλήθεια της ζωής. Εκεί δεν υπάρχουν ψέματα. Και το λαϊκό που αξίζει είναι η αλήθεια του Ελληνα. Νομίζω πως τώρα τελευταία άρχισαν να πολεμούν το μπουζούκι, αφού χωρίς αυτό δεν γίνεται λαϊκό.
Το λέει συχνά ο σολίστ Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Και καλά κάνει. Και μαζί κάναμε μια δουλειά που μένει αναξιοποίητη. Σήμερα ο νέος έχει απομακρυνθεί από το λαϊκό. Και αν ο νέος απομακρυνθεί, γίνεται μια ζημιά. Βέβαια γιατί πάντα το λαϊκό είχε σχέση με τους νέους.
Εσείς, όταν γράψατε, είχατε γνώμονα και όλα αυτά;
Να σου πω, δεν σκέφτηκα πως «θα γράψω λαϊκό». Ολα γίνανε αυθόρμητα. Είπα, θα γράψω τραγούδι. Το μεγάλο έναυσμα για να γράψω ήταν η γνωριμία μου με τον Μάνο Χατζιδάκι. Οταν έγιναν οι αγώνες της Κέρκυρας, ένας φίλος Σαλονικιός, τα ‘χω ξαναπεί, μου ζήτησε να γράψουμε ένα τραγούδι για να το στείλουμε στους αγώνες αυτούς. Με ιντριγκάρισε αυτό και γυρνώντας στο σπίτι κάθισα και σε λιγότερο από μισή ώρα έγραψα το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη». Το 1982 βέβαια, αν θυμάμαι καλά, δεν έγινε το Φεστιβάλ της Κέρκυρας. Τον στίχο φυσικά τον στείλαμε και τον διάβασε ο Μάνος πριν γίνει το Φεστιβάλ. Και είχε τον στίχο στην παρέα του Μαγεμένου Αυλού. Εκεί έβαλε τον Μίνωα Αργυράκη να τον διαβάσει σε όλη την ομήγυρη. Και λέει ο Μάνος: «Ιδού ένας στίχος που και μόνο γι’ αυτόν αξίζει να γίνει ένα φεστιβάλ».
Ο στίχος όμως πάει τελικά στον Μάριο Τόκα που τον μελοποιεί, ύστερα από δέκα χρόνια. Πώς έγινε αυτό;
Είχα έναν παλιό, καλό φίλο, τον τραγουδιστή Διονύση Θεοδόση, έναν σπουδαίο ερμηνευτή που «έφυγε» νωρίς. Ηλθε με ένα σχήμα με τον Μάριο Τόκα και τον Γιώργο Χατζηνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει τότε «δώσε στίχους σου να τους πάω στον Τόκα». Εγώ, να φανταστείς, ντρεπόμουν. Ηξερε πως γράφω και είχα μπει στη δισκογραφία, αλλά όχι κάτι τρομερό. Του έδωσα ντοσιέ με είκοσι στίχους και τους πήγε στον Μάριο. Ο Μάριος εκείνη την εποχή ήταν πολύ ανερχόμενος και τον βομβάρδιζαν με στίχους. Τους έβαλε στο συρτάρι του. Σε έναν χρόνο τον ρώτησε ξανά τι έκανε. Τότε ασχολήθηκε ο Μάριος, τους ξαναδιάβασε και σε ένα σημείο που γράφω «βρες το μαχαίρι που στα δύο μάς χωρίζει» συγκινήθηκε και εμπνεύστηκε πολύ από αυτόν τον στίχο γιατί του θύμισε τη διαιρεμένη Κύπρο.
Πώς έφτασε στον Δημήτρη Μητροπάνο; Τομή για την πορεία του μεγάλου ερμηνευτή.
Ηταν να κάνουν δίσκο, μου ‘λεγε ο Μάριος, με τη Χαρούλα Αλεξίου. Πήρε ο Μάριος τον στίχο και την κιθάρα και πήγε στο σπίτι της Χαρούλας. Η συνεργασία όμως τελικά δεν ευοδώθηκε. Η Χαρούλα ήθελε να το πει πάντως. Με πήρε τηλέφωνο ο Τόκας έπειτα από ημέρες και μου λέει: «Θες να το δώσουμε στον Μητροπάνο;». Και το ρωτάς; του λέω.
Τομή σίγουρα. Κι έρχεται ο δίσκος «Παρέα με έναν ήλιο» (1994), που κάνετε μετά με τον Τόκα, πάλι για τον Μητροπάνο, με μεγάλη επιτυχία π.χ. «Τα Λαδάδικα».
Βέβαια.
Στο «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» πρώτα και μετά στα «Λαδάδικα» βάζετε την πόλη σας να την τραγουδάει όλη η Ελλάδα. Γίνονται εθνικά σουξέ. Ποια τα δικά σας ερεθίσματα;
Εγώ από μικρός, στην Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης, όταν άκουγα ιστορίες, τις κυρίες με τα σκαμνάκια έξω να μιλάνε για τα Λαδάδικα και τι ακολασία επικρατούσε εκεί, η φαντασία μου κάλπαζε. Κατέβαινα προς τα ‘κεί λοιπόν και προσπαθούσα να μάθω τι ήταν. Κάτω ήταν τα εμπορικά και πάνω τα κόκκινα φώτα. Δεκαετία ’60 όλα αυτά. Ακουγα καβγάδες, κλάματα, γέλια, φοβερές καταστάσεις. Ανθρώπους να φεύγουν βιαστικά από τα ξύλινα σκαλοπάτια ή να τα ανεβαίνουν. Εικόνες. Λίγο να έχεις μια έφεση στο γράψιμο, τα κρατάς όλα αυτά. Η Θεσσαλονίκη και κάθε γωνιά της είναι έμπνευση. Είναι εξάλλου πόλη όπου έχουν ζυμωθεί πολλοί πολιτισμοί. Κι έχουν μείνει αποτυπώματα και σήμερα. Οπου κοιτάξεις θα δεις κάτι διαφορετικό. Να μη μείνω στον βυζαντινό της χαρακτήρα αλλά στον πολυπολιτισμικό της που είναι κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Διάφοροι λαοί. Αυτά μείνανε. Το αληθινό τραγούδι είναι το σωστό. Ο,τι έχω γράψει για τη Θεσσαλονίκη είναι αληθινό.
Είχε κι άλλο στίχο; Το «στην τιμή περιλαμβάνεται ο καφές».
Το έλεγε πάντα και το τραγουδούσε όλο ο Μητροπάνος. Είναι η απάντηση της «κυρίας». Το ‘χα σκεφτεί για ντουέτο ερμηνευτικό, αλλά η εταιρεία ήθελε να το πει μόνος λόγω συναυλιών. Οταν συνεργάστηκε με τον Πασχάλη Τερζή, το έλεγαν όλο το τραγούδι.
Πώς είναι να σε τραγουδάει όλη η χώρα;
Ευτυχώς έμεινα ψύχραιμος. Εχω φρένα μέσα μου. Ετσι βάδισα τη ζωή μου. Πολλοί μου λέγανε «μίλα λίγο, βγες πιο μπροστά». Τι να πω, βρε παιδιά, εγώ είμαι τα γραπτά μου.
Βιοποριστήκατε έτσι;
Ημουν για χρόνια υπάλληλος του ΟΤΕ. Τριάντα χρόνια.
Πώς είναι αυτό; Μου θυμίζετε τον Γιώργο Ιωάννου που εργαζόταν ως εκπαιδευτικός.
Δεν το ήξεραν τότε οι συνάδελφοι. Δεν έδειχνα τα κείμενα και τα ποιήματά μου. Εγραφα τα βράδια σπίτι μου. Οταν ήμουν Τετάρτη Γυμνασίου, ένας φίλος ήξερε πως γράφω και μου λέει να του διαβάσω μια μέρα μερικά. Οταν το έκανα, γέλασε υποτιμητικά και αυτό με πείραξε πολύ. Δεν ξανάδειξα τίποτε σε κανέναν.
Μετά δεν μάθανε οι συνάδελφοί σας πως έχετε γράψει τέτοιες επιτυχίες;
Ναι, βέβαια. Και δείχνανε χαρούμενοι.
Μια πεζή δουλειά, αν μου επιτρέπετε, πώς αντιμετωπίζεται για να φτιάξετε τον δικό σας κόσμο;
Παίζανε μπάλα οι φίλοι μου – νεότεροι όταν ήμασταν – και εγώ ανέβαινα στις πολεμίστρες του Γεντί Κουλέ και άκουγα να τραγουδάνε οι φυλακισμένοι.
Συγκλονιστική εικόνα…
Αυτά πέρασαν μέσα μου. Εχω γράψει ένα τραγούδι με τον Πασχάλη Τερζή, το «Γεντί Κουλέ». Θυμάμαι τους συγγενείς να ανεβαίνουν προς τη φυλακή με σακούλες πράγματα για τους φυλακισμένους. Θεωρώ πως είμαι πολύ τυχερός. Πρώτον γιατί βίωσα αυτά τα πράγματα και δεύτερον γιατί τα κράτησα. Μεγάλη υπόθεση η μνήμη. Φύγαμε κάποια στιγμή από την ομορφιά του γείτονα και της αυλής και πήγαμε στη μοναξιά του διαμερίσματος της πολυκατοικίας.
Είχατε επιρροές;
Αν έχεις πρότυπο, φυσικά θα είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Τρελαινόμουν και με την απλότητα του ρεμπέτικου. Δεν τα συγκρίνω με τίποτε. Ηταν γερή βάση.
Την ίδια εποχή που γράφετε, υπάρχουν δημιουργοί εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Εγώ είμαι λίγο απ’ έξω. Δεν έβγαινα, δεν έκανα παρέες. Βρισκόμουν με τον Νίκο Παπάζογλου. Οταν ήλθε ο Κουγιουμτζής από την Αθήνα, γίναμε στενοί φίλοι. Ηθελε να συνεργαστούμε, αλλά δεν προλάβαμε. Οταν «έφυγε», είχε κάποιες μουσικές και η Minos έκανε κάποια δουλειά για την κόρη του Μαρία και έγραψα πάνω σε δύο μουσικές του. Πολύ φίλος μου ήταν ο Γιώργος Ζήκας. Εγραφε πολύ ωραία λαϊκά. Σαν τα τραγούδια της παρέας που ήθελε να γράφει κι ο Τόκας πάντα. Αυτό είναι το νόημα.
Γράφετε και πάνω σε μουσικές, και όχι.
Είναι άλλη τεχνική για τον στιχουργό και νομίζω πως τα καταφέρνω. Είναι δύσκολο γιατί είσαι δεσμευμένος σε κάποια μέτρα της μουσικής. Δεν μπορείς να αναπτύξεις το πνεύμα σου. Εν αρχή ην ο λόγος. Το πιστεύω. Αυτό δεν αναιρεί πως έχω γράψει πάνω σε πανέμορφες μουσικές. Οπως του Γιάννη Σπανού, παραδείγματος χάριν.
Με τον Τόκα συνδεθήκατε στενά.
Ναι. Ο Μάριος ήταν γεμάτος μουσική. Καθόμουν δίπλα του στο πιάνο, θέλω να το καταθέσω, και είχε τον στίχο μου. Ξεκινούσε να γράφει, γυρνούσε, με κοίταζε και αν δεν με έβλεπε χαρούμενο σταματούσε. Μου λείπει πάρα πολύ και κάθε μέρα. Δεν θα ξεχάσω τα τελευταία του λόγια. Είχα πάει στην Αθήνα στο νοσοκομείο. Είχε πυρετό και κάτσαμε και κουβεντιάσαμε και με τον γιατρό του Στρατή Παττακό. Κάθισα να τον δω. Κι έφυγα. Με παίρνει σε δύο ημέρες, μου λέει «έλα, ο πυρετός την έκανε, περιμένω τεμάχια για να ξαναγράψουμε Ιστορία». Ο πυρετός έκανε τη βόλτα του, αλλά δυστυχώς επανήλθε.
Επιμένετε να μένετε στη Θεσσαλονίκη.
Φεύγεις από εδώ; Από αυτή την ομορφιά; Πολλοί μου λέγανε «κατέβα στην Αθήνα». Δεν ήθελα να αφήσω την οικογένειά μου. Δεν ξέρω αν υπήρχε σχολή της Θεσσαλονίκης, μπορεί ο καθένας να επηρεαζόταν από τον άλλον.
Γράφατε κάτω από το καθεστώς συναισθημάτων;
Εχω γράψει και κατά παραγγελία, αλλά το συναίσθημα σου δίνει μοναδικά πράγματα. Τη στιγμή που νιώθεις κάτι και θες να την ακινητοποιήσεις. Αυτό δεν πληρώνεται.
Φλερτάρατε με άλλα είδη λόγου;
Ναι, είναι καιρός που έχω ξεκινήσει κάποιου τύπου διηγήματα. Μου είχαν πει όταν βγάλαμε τον τόμο για μένα στον Ιανό (2010) να γράψω κι έτσι.
Αλλάζει ο στίχος σήμερα;
Η γλώσσα έχει αλλάξει. Εχουμε αμερικανοποιηθεί πολύ. Ανήκω σε αυτούς που παλεύουμε να παραμείνει η ελληνική γλώσσα. Είναι τόσο πλούσια!
Ακούω μια μέρα τη Μαριώ στο ράδιο να λέει για τον «Αϊ-Γιώργη στρατιώτη τραυματία στα βουνά της Αλβανίας». Σε μουσική Λουδοβίκου των Ανωγείων και σε λόγια δικά σας.
Τρυφερή Μαριώ. Πιάνο – φωνή σε αυτό το κομμάτι. Η Ντόρα Ρίζου τότε εκ μέρους της Lyra σκέφτηκε να γράψουμε πολλοί δημιουργοί τραγούδι για τον πατέρα μας. Ο δικός μου πολέμησε στην Αλβανία και γύρισε τραυματίας με βλήμα στο αριστερό χέρι. Γνωρίστηκαν με τη μάνα μου στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου ήταν τότε νοσοκόμα – γνωρίστηκαν πριν από τον πόλεμο.
Τελευταία τι κάνατε και χαρήκατε;
Τον δίσκο με τον Γιώργο Θεοφάνους και τον μεγάλο Μανώλη Μητσιά «Ο,τι θέλω είναι αυτό». Αρέσει πολύ το «Να ‘ταν η Φραγκοσυριανή», που «κλείνει» το άλμπουμ, «συμμετέχει» και ο Μάρκος Βαμβακάρης με την πρωτότυπη πενιά του στο μπουζούκι, σε μια μουσική συνάντηση με τον Γιώργο Θεοφάνους στο πιάνο. Ενα δείγμα: «Να ‘ταν και πάλι ο έρωτας / να ‘βρισκε τη φωνή του / να πιάσει πάλι απ’ την αρχή / την πιο παλιά του προσευχή / τη Φραγκοσυριανή του».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις