Τα σημάδια ότι το Ισραήλ επιμένει να αναζητά όρους ώστε η σύγκρουση στη Γάζα να γίνει περιφερειακή έχουν φανεί από καιρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η ισραηλινή κυβέρνηση συμπεριλαμβάνει ως τροποποίηση των στόχων της τρέχουσας πολεμικής επιχείρησης την επιστροφή όσων έχουν εκτοπιστεί για λόγους ασφαλείας από οικισμούς στο βόρειο Ισραήλ, πράγμα που είναι μια έμμεση παραδοχή της επιθυμίας για κλιμάκωση της σύγκρουσης με τη Χεζμπολάχ. Αυτό είχε ήδη από τη δολοφονία του Φουάντ Σουκούρ ως πρόκληση προς τη Χεζμπολάχ και βεβαίως με τη δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη ως πρόκληση προς το Ιράν.

Το σκεπτικό μιας προσπάθειας να εμπλακούν και άλλοι και να γενικευτεί η σύγκρουση είναι προφανές. Παρότι το Ισραήλ εξακολουθεί να απολαμβάνει σημαντικής δυτικής υποστήριξης ακόμη, η στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα, με τους εξοντωτικούς βομβαρδισμούς, τα πάνω από 40.000 θύματα, το διαρκές ενδεχόμενο ανθρωπιστικής καταστροφής, που έχει οδηγήσει ακόμη και διεθνείς οργανισμούς να εντοπίζουν γενοκτονική πρόθεση, δεν προκαλεί μόνο ένα τεράστιο διεθνές κύμα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη αλλά κάνει όλο και πιο δύσκολο για αρκετές κυβερνήσεις να συνεχίσουν να στηρίζουν, την ώρα που αυξάνει την πίεση για κατάπαυση του πυρός.

Αντιθέτως, μία περιφερειακή σύγκρουση, στην οποία θα εμπλέκονταν το Ιράν και η Χεζμπολάχ, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ένας πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τους εχθρούς της Δύσης και άρα να εντάξει και τη σύγκρουση στη Γάζα σε αυτό το πλαίσιο.

Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε και την επιλογή των ισραηλινών να ενεργοποιήσουν το σχέδιο με τους παγιδευμένους βομβητές.

Καταρχάς,  το ίδιο το γεγονός είναι ένα σημαντικό πλήγμα για τη Χεζμπολάχ, καθώς απέδειξε ότι έχει σοβαρά προβλήματα ασφάλειας απέναντι στις ισραηλινές υπηρεσίες, όπως ακριβώς η δολοφονία Χανίγια απέδειξε πολλά κενά ασφαλείας των ιρανικών υπηρεσιών. Είναι ταυτόχρονα μια επίδειξη δύναμης από την ισραηλινή πλευρά και μήνυμα ότι μπορεί να κάνει αναπάντεχα πλήγματα.

Ωστόσο, υπάρχουν και ερωτήματα ως προς το ποια ακριβώς είναι η ισραηλινή στρατηγική. Καταρχάς θα περίμενε κανείς μια τέτοια τεχνική δυνατότητα να ενεργοποιούνταν την ώρα μιας ισραηλινής επίθεσης ώστε να δημιουργήσει τη μέγιστη σύγχυση μεταξύ των μαχητών της Χεζμπολάχ και να επιτρέψει στις ισραηλινές δυνάμεις να δημιουργήσουν συσχετισμό υπέρ τους.

Αντιθέτως ή ενεργοποίησή τους τώρα μπορεί να έχει ένα χαρακτήρα επίδειξης δύναμης (αν και με το επιπλέον κόστος από το θάνατο ακόμη και παιδιών), όμως δεν συνιστά ένα πραγματικό πλήγμα στην επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της Χεζμπολάχ.

Κάτι που με τη σειρά του γεννά το ερώτημα εάν ήταν μια όντως αναγκαστική πρόωρη ενεργοποίηση του συστήματος, επειδή, όπως γράφτηκε, είχαν ήδη εντοπιστεί τα εκρηκτικά και επρόκειτο να ενημερωθεί η ηγεσία της οργάνωσης, ή εάν η ισραηλινή πλευρά επέλεξε να το ενεργοποιήσει τώρα για να στείλει μεν μήνυμα ότι κάνει κάτι με τη Χεζμπολάχ χωρίς να επιλέγει ακόμη να προχωρήσει σε κανονική στρατιωτική επιχείρηση.

Γιατί το πραγματικό ζήτημα είναι ότι το Ισραήλ επιδιώκει μια περιφερειακή σύγκρουση που δεν ξέρει εάν μπορεί να την πετύχει και την ίδια ώρα δεν είναι δεδομένο ότι τελικά θα την κερδίσει.

Από τη μια είναι σαφές ότι μέχρι τώρα οι δυνάμεις του «άξονα της αντίστασης» δείχνουν να κινούνται με βάση την εκτίμηση ότι μεσοπρόθεσμα κερδίζουν περισσότερο από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει το Ισραήλ μετά την επιχείρηση στη Γάζα και άρα αποφεύγουν να πάρουν πρωτοβουλίες κλιμάκωσης.

Η Χεζμπολάχ ακόμη και όταν έστειλε εκατοντάδες ρουκέτες έκανε σαφές ότι δεν θα πήγαινε παρακάτω, ενώ ακόμη αναμένεται η προαναγγελθείσα απάντηση του Ιράν στις ισραηλινές προκλήσεις, καθώς είναι σαφές ότι στην Τεχεράνη ιεραρχήθηκε η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, που θυμίζουμε ότι έχει πρόεδρο από την πτέρυγα των «μετριοπαθών» που επιδιώκουν κάποια επαναπροσέγγιση με τη Δύση και άρση των κυρώσεων.

Άρα από αυτή την πλευρά υπάρχει μάλλον απροθυμία για περιφερειακή σύγκρουση άρα θα πρέπει το Ισραήλ να την εκβιάσει κάπως.

Από την άλλη, δεν είναι εύκολο για το Ισραήλ να πραγματοποιήσει πόλεμο εναντίον ενός συνόλου αντιπάλων και να τον κερδίσει.

Η αποτελεσματικότητα στις εξωδικαστικές δολοφονίες και δη εκτός των συνόρων δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε ικανότητα κατίσχυσης έναντι αντιπάλων στρατιωτικών δυνάμεων που παραμένουν ετοιμοπόλεμες και καλά εξοπλισμένες, ιδίως όταν ακόμη και στην ίδια τη Γάζα εξακολουθεί να μην έχει πλήρως αντιμετωπίσει τους μαχητές της Χαμάς.

Αυτό σημαίνει ότι σε συνθήκες πολέμου δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ο Ισραηλινός στρατός θα είναι νικηφόρος. Και ή ήττα στον Λίβανο το 2006 πάντα επανέρχεται ως προειδοποίηση.

Ούτε είναι δεδομένο ότι και οι σύμμαχοι του Ισραήλ θα επιθυμούσαν σήμερα μια γενικευμένη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή που θα ξεκινούσε από τη Συρία και το Λίβανο και θα έφτανε μέχρι την Υεμένη και το Ιράν, την ώρα που συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την παράμετρο Νετανιάχου. Γιατί όπως έχει σημειωθεί επανειλημμένα τους τελευταίους μήνες, ο ισραηλινός πρωθυπουργός γνωρίζει πολύ καλά ότι το πολιτικό μέλλον περνά μέσα από τη συνέχιση της εμπόλεμης κατάστασης.

Οποιαδήποτε προοπτική ειρηνευτικής διαδικασίας θα φέρει τον Νετανιάχου αντιμέτωπο με τις σε βάρος του κατηγορίες και το ισραηλινό πολιτικό σύστημα με τη βαθιά διαίρεσης της χώρας που άλλωστε καταγράφηκε στο μεγάλο κύμα διαδηλώσεων ενάντια στις νομοθετικές του πρωτοβουλίες.