Ένας παραδοσιακός (και από ορισμένες απόψεις πλέον αμφισβητούμενος) ορισμός της προόδου επέμενε στη μετάβαση από τον «μαγικό» ή τον «μυθικό» τρόπο σκέψης στον ορθολογικό και επιστημονικό, δηλαδή αυτόν που στηρίζεται κατεξοχήν στην μελέτη και κατανόηση των φαινομένων. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε ξεπεράσει σε διάφορες πλευρές της ζωής μας τον «μαγικό» τρόπο σκέψης. Και αυτό επιβεβαιώνεται εάν κοιτάξουμε πώς διεξάγεται η συζήτηση για τα προβλήματα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι αποφάσεις για τα επιτόκια βάση είτε της Fed, είτε της ΕΚΤ, συχνά παραπέμπει σε αυτόν τον μαγικό τρόπο σκέψης. Δείτε για παράδειγμα πώς χαιρετίστηκε ως ιστορική τομή η απόφαση της FED να προχωρήσει σε μείωση κατά 0,5% είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική.

Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, γνωρίζω πολύ καλά ποια είναι η σημασία των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών για τα επιτόκια. Ουσιαστικά, ορίζοντας οι κεντρικές τράπεζες το βασικό επιτόκιο, άρα και μια ολόκληρη ακολουθία επιτοκίων που ρυθμίζονται με βάση αυτό, από τα επιτόκια στον διατραπεζικό δανεισμό μέχρι τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, επηρεάζουν το κόστος χρήματος.

Αυτό σημαίνει ότι εάν τα επιτόκια υποχωρούν, τότε μειώνεται το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, άρα οι πρώτες θα κάνουν πιο εύκολα επενδύσεις και τα δεύτερα θα καταναλώσουν περισσότερο, στοιχεία που θα οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη, με το ενδεχόμενο όμως να τροφοδοτήσουν πληθωριστικές τάσεις. Από την άλλη, υψηλότερα επιτόκια κάνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να είναι πιο επιφυλακτικά, μειώνουν τη συνολική συζήτηση, οδηγούν τις επιχειρήσεις να κάνουν απολύσεις και συγκρατούν τις τιμές.

Μόνο που εάν κανείς κοιτάξει προσεκτικά αυτή την κάπως κοινότοπη περιγραφή του τρόπου που λειτουργούν τα επιτόκια βλέπει αμέσως ότι στηρίζεται σε θεωρητικές παραδοχές που δεν είναι βέβαιο ότι ισχύουν πάντα. Καταρχάς, βλέπουμε την επιμονή σε μια κάπως μονεταριστική θεωρία για τον πληθωρισμό που συνδέει τις τιμές των εμπορευμάτων με βάση των όγκο του χρήματος. Δεύτερον βλέπουμε μια θεωρία που επικεντρώνει στην ενεργό ζήτηση σε σχέση με τη δυναμική της οικονομίας και συνδέει τον πληθωρισμό με το επίπεδο απασχόλησης (εξ ου και η παράλληλη θεωρία για το αναγκαίο ποσοστό ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληρωρισμό).

Όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή το πρόβλημα δεν είναι τόσο τα προφανή ψέματα, αλλά οι μισές αλήθειες. Και σε μεγάλο βαθμό η θεωρία πίσω από την επιμονή στην πολιτική των επιτοκίων είναι στην κατηγορία της μισής αλήθειας.

Αφήνω στην άκρη τα προβλήματα με τη διαχρονική επιβεβαίωση ή διάψευση τέτοιων θεωριών, από το ότι είχαμε και περιόδους χαμηλών επιτοκίων που συνδυάζονταν με αποπληθωριστικές και όχι πληθωριστικές τάσεις, μέχρι το γεγονός ότι η ίδια η έννοια του όγκου χρήματος που κυκλοφορεί σε μια εποχή ψηφιακής επέκτασης των συναλλαγών τίθεται υπό αίρεση ως προς το πώς μπορεί να μετρηθεί.

Το κυριότερο είναι να δούμε τι είναι αυτά που δημιουργούν αυτή την αίσθηση στασιμότητας σε πλευρές της παγκόσμιας οικονομίας. Καταρχάς βλέπουμε ότι ιδίως στην Ευρώπη (αλλά και συνολικότερα στις «δυτικές» οικονομίες) η έξοδος από την πανδημική ύφεση συνοδεύτηκε από υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό δεν οφείλεται μόνο σε εξωγενείς παραμέτρους όπως η αύξηση του ενεργειακού κόστους. Έχει και πιο βαθιά αίτια όπως είναι η δυσκολία στο να υπάρχουν τομές στην παραγωγικότητα που να αυξάνουν αντίστοιχα και την κερδοφορία, η αναβάθμιση των υπηρεσιών που είναι έντασης εργασίας και άρα με μεγαλύτερη δυσκολία στις τομές στην παραγωγικότητα, η απόσπαση μεγαλύτερων κερδών από χρηματoοικονομικές συναλλαγές παρά από πώληση εμπορευμάτων για αρκετούς μεγάλους ομίλους, η στροφή στην απόσπαση εισοδήματος από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων παρά στην επένδυση σε παραγωγικές μονάδες.

Σε ένα τέτοιο τοπίο είναι προφανές ότι οι απλές αυξομειώσεις στο κόστος δανεισμού, ακόμη και εάν κανείς συνυπολογίσει όλο τον αντίκτυπο που έχουν στην ούτως ή άλλως υπερδιογκωμένη χρηματοοικονομική σφαίρα, δεν μπορούν να αναμετρηθούν με το κουβάρι των αντιφάσεων που διαπερνούν τις σημερινές αναπτυγμένες οικονομίες. Και αυτό παρότι είδαμε ότι π.χ. η μεταπανδημική αύξηση του πληθωρισμού είχε να κάνει με την πλευρά της προσφοράς και την επιμονή στη διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους παρά με την υπερβάλλουσα ζήτηση (εξ ου και η αναφορά σε «πληθωρισμό κερδών»), για να μην αναφερθούμε ότι στην Ευρώπη η προηγούμενη φάση πολύ χαμηλών επιτοκίων μάλλον δεν οδήγησε σε έντονους αναπτυξιακούς ρυθμούς, για να πούμε μόνο δύο παραδείγματα όπου η οικονομική πραγματικότητα διέψευσε ορισμένους από τους θεωρούμενους ως αυτονόητους «κοινούς τόπους».

Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι οι περισσότεροι από όσους σήμερα παίρνουν αποφάσεις οικονομικής πολιτικής έχουν κυριολεκτικά μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε μια συγκεκριμένη εκδοχή οικονομικής ορθοδοξίας. Ένα περιβάλλον όπου η βασική αρχή ήταν ότι η αγορά παραμένει ο μόνος εγγενώς ορθολογικός μηχανισμός, όπου έννοιες όπως η αναδιανομή αποτελούν ανάθεμα, όπου η βιομηχανική πολιτική αποκλειόταν εκ προοιμίου ή θεωρείτο κατάλοιπο του παρελθόντος, όπου έννοιες όπως αυτή του «ποσοστού ανεργίας που δεν αυξάνει τον πληθωρισμό» (NAIRU) θεωρούνταν επιστημονικές και όχι ιδεολογικές κατασκευές, και όπου η ποσοτική θεωρία του χρήματος θεωρούνταν η βάση, ακόμη και όταν στην πράξη αυτό που έκαναν οι κεντρικές τράπεζες ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση.

Είναι αυτή η αδυναμία κατανόησης των ίδιων των όρων με τους οποίους λειτουργεί η οικονομία που καταλήγει να είναι διαμορφώνει αυτή την αδυναμία στοχασμού πέραν των ορίων μιας ορισμένης ορθοδοξίας και απόληξη έχει την αντιμετώπιση ερωτημάτων όπως αυτά των επιτοκίων με όρους «μαγικής σκέψης» τελικά και όχι οικονομικής πολιτικής.