Πρέπει να το πάρουμε απόφαση μάλλον, ότι για το επόμενο χρονικό διάστημα αντιπολίτευση στην κυβέρνηση θα κάνουν βουλευτές της κυβέρνησης και όχι η ψηφισμένη από το λαό αντιπολίτευση. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε διαδικασία διευθέτησης των εσωκομματικών τους ζητημάτων και ηγεσιών, κατά συνέπεια ο χρόνος και ο χώρος γι’ αντιπολίτευση είναι μικρός.

Ο ντόρος που έχει γίνει με την ερώτηση των 11 βουλευτών της ΝΔ στον υπουργό κ. Χατζηδάκη για ένα τόσο καίριο για την κοινωνία ζήτημα όπως είναι αυτό της προστασίας των δανειοληπτών έναντι των funds είναι μεγαλύτερος από εκείνον που προκαλούν τελευταία τα κόμματα της αντιπολίτευσης μαζί.

Τι αλλάζει

Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θέμα εντός του κόμματός του, το οποίο σιγά, σιγά περνάει στο επόμενο επίπεδο. Έως σήμερα είχαμε τις «γκρίνιες», τις «μουρμούρες», μια αντίδραση τέλος πάντων που έμενε εντός των ορίων του κόμματος, παρά τις όποιες διαρροές. Πλέον, αυτό αλλάζει, ειδικά από τη στιγμή που όλα δείχνουν ότι τέτοιου είδους ερωτήσεις από βουλευτές της ΝΔ σε υπουργούς της ΝΔ θα συνεχιστούν, ενώ στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις από δεξιά χείλη.

Τα σημάδια είχαν φανεί εδώ και καιρό. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνεδρίαση της ΚΟ του κόμματος προς τα τέλη Ιουνίου, εκεί που περίπου 40 βουλευτές άσκησαν κριτική τόσο στον πρωθυπουργό, όσο και σε μέλη της κυβέρνησης, αλλά και συμβούλους και διάφορους παρατρεχάμενους του Μαξίμου.

Ακροδεξιά και ΝΔ

Από εκείνη τη συνεδρίαση αρκεί να θυμηθούμε την παρέμβαση που είχε κάνει ο Ευριπίδης Στυλιανίδης σχετικά με την ακροδεξιά. «Δεν πρέπει να την αναστήσουμε, γιατί βολεύει σε κάποιους. Δέστε που οδηγήθηκε ο Εμμάνουελ Μακρόν που επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την ενίσχυση της ακροδεξιάς και την πολυδιάσπαση των παραδοσιακών κομμάτων. Κινδυνεύει να τον καταπιεί η ιστορία με απίστευτες συνέπειες για τη Γαλλία και για την Ευρώπη», είχε τονίσει ο βουλευτής Έβρου.

Ας θυμηθούμε επίσης την απάντηση του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος είχε επισημάνει ότι η ΝΔ ουδεμία σχέση έχει με τον Μακρόν, καθώς αυτή νίκησε στις ευρωεκλογές με 15 μονάδες διαφορά, ενώ σε αντιστοιχία ο Γάλλος πρόεδρος έχασε με 15 μονάδες. Τόνιζε τότε, ο κ. Μητσοτάκης, ότι η ΝΔ είναι ένα ισχυρό κόμμα.

Σήμερα, σχεδόν τρεις μήνες μετά από εκείνη τη συνεδρίαση ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να μην έχει την ίδια άποψη, καθώς αν ισχύει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η ΝΔ δεν έχει αντιληφθεί τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν γύρω της. Η συντριπτική πλειονότητα των δημοσκοπήσεων του τελευταίου μήνα δείχνει τη Ν.Δ. σε ποσοστά από 21 έως 25% -ήτοι, στην καλύτερη περίπτωση, 5 μονάδες λιγότερες από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου- την ώρα που τα κόμματα της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα δείχνουν να φλερτάρουν με το 18-20%. Αυτό φέρνει τη διαφορά μεταξύ τους σε μονοψήφιο ποσοστό!

Τάση της κοινωνίας

Και μπορεί οι δημοσκοπήσεις να είναι μια «απεικόνιση της στιγμής» όπως συνηθίζεται να λέγεται, ωστόσο καταγράφει μια συγκεκριμένη τάση της κοινωνίας. Αυτή η τάση από τις ευρωεκλογές και μετά είναι πολύ συγκεκριμένη και καθόλου κολακευτική για την κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο λάθος για τον κ. Μητσοτάκη αυτή τη στιγμή θα ήταν να θεωρήσει πως όλους αυτούς στα δεξιά του, τους «έχει». Όπως φάνηκε στις ευρωεκλογές αλλά και από τις μετέπειτα μετρήσεις, η ΝΔ δεν κατάφερε να πάρει ικανό ποσοστό ψηφοφόρων από τα δεξιά της.

Το γεγονός ότι εξέλεξαν ευρωβουλευτές η Ελληνική Λύση, η Νίκη, έως και το κόμμα της κας Λατινοπούλου, σε συνδυασμό με την ελεύθερη πτώση της ΝΔ απέδειξε ότι η Ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν είναι τόσο «χειραγωγήσιμη», όσο ενδεχομένως ήταν στο παρελθόν και πως το ιδεολογικό αφήγημα που επικαλείται η λαϊκή δεξιά ταυτίζεται σε αρκετά σημεία με εκείνο της υπερδεξιάς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ενεργοί δεσμοί μεταξύ ΝΔ και Ακροδεξιάς, όπως και κανάλια επικοινωνίας εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα ελέγχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και αν σε κάθε ευκαιρία «κλείνει το μάτι» προς τα εκεί. Τώρα μάλιστα που ελέω Γερμανίας έρχεται και πάλι στο προσκήνιο το προσφυγικό ζήτημα, αποτελεί στοίχημα για τον πρωθυπουργό ο χειρισμός του απέναντι στις έξωθεν πιέσεις, αλλά κυρίως για το πως θα αντιμετωπίσει την κριτική εκ των έσω.

Γκρίνια στην επαρχία

Μέσα σ’ όλα, η διαρροή παλαιών κομματαρχών και στελεχών με έρεισμα στις τοπικές κοινωνίες, όπως αυτή των κ.κ. Κόλλια και Καμπόσου και η μεταπήδησή τους δεξιότερα της ΝΔ δημιουργεί έναν επιπλέον πονοκέφαλο στο Μαξίμου. Αφ’ ενός ουδείς μπορεί να βεβαιώσει ότι η «αφαίμαξη» θα σταματήσει εδώ, αφετέρου το κομματικό ακροατήριο της επαρχίας και δη εκείνο της λαϊκής βάσης πάντα ήθελε «ειδικούς χειρισμούς». Αυτή τη στιγμή, το επιτελείο που απαρτίζει το Μαξίμου φαίνεται αδύναμο να τους πραγματοποιήσει.

Κάποιοι ίσως να περίμεναν μια λαϊκή «στροφή» του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, πράγμα που δεν έγινε. Τα μέτρα που ανακοίνωσε αγνοήθηκαν σχεδόν από το σύνολο της κοινωνίας, ενώ ακόμα και κλάδοι που παραδοσιακά βρίσκονται κοντά στη ΝΔ (π.χ. αστυνομικοί), εμφανίζονται έντονα παραπονούμενοι από τους χειρισμούς της κυβέρνησης απέναντί τους.

Αποτελεί, δε, σχεδόν καθημερινό φαινόμενο όπως τα νέα από κυβερνητικούς βουλευτές της επαρχίας δεν είναι καλά, καθώς στις περιφέρειές τους το μόνο που συναντούν από τον κόσμο είναι γκρίνια και αρνητικά σχόλια. Την ίδια ώρα άλλοι βουλευτές με παρεμβάσεις τους πλην της ερώτησης των 11- φέρνουν σε δύσκολη θέση υπουργούς, καταρρίπτοντας το κυβερνητικό αφήγημα.

Μόλις πριν λίγες μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές κ.κ. Ανδριανός και Λοβέρδος αναφέρθηκαν στην «παραπλάνηση των σούπερ μάρκετ» και σε «κομπίνες που γίνονται στην αγορά», θέματα σχετιζόμενα με το φαινόμενο της ακρίβειας που επίσης δεν έχει καταφέρει ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η κυβέρνηση.

Κυβέρνηση που δεν μπορεί

Λέγεται πως αν δημοσκοπικά σε πάρει η κάτω βόλτα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιστρέψεις το κλίμα. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Προς το παρόν η κυβέρνηση δείχνει και να μη θέλει, αλλά κυρίως, να μην μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο εσωτερικό της, πόσο μάλλον εκείνα της χώρας.

Εν ολίγοις είναι πρόδηλο ότι φυσάει ένας διαφορετικός αέρας εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου και ότι ο πρωθυπουργός δεν λατρεύεται όπως παλιά από το σύνολο της ΚΟ και των στελεχών του κόμματος. Είναι εντυπωσιακό αυτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και πως αυτόν το ρόλο καλούνται να παίξουν πλέον -για τους δικούς τους λόγους- βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος.