Από πολύ μικρός είχα το ψώνιο της ζωγραφικής. Ήμουνα σίγουρος πως μια μέρα θα γινόμουνα ζωγράφος. Όπως άλλα παιδιά φτιάχνουν ιστορίες με λέξεις, εγώ έφτιαχνα ιστορίες με εικόνες τη μία πλάι στην άλλη, πάνω σε μία κορδέλα χαρτί, που καμιά φορά έφτανε και τέσσερα μέτρα μάκρος. Με αυτό που οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου νόμιζαν και μου έλεγαν πως ήταν τέχνη, τους εμπόδιζε να με πάρουν στα σοβαρά, αλλ’ όχι για τους λόγους που συνήθως δεν παίρνουν οι μεγάλοι στα σοβαρά ένα παιδί. Έτσι, δεν υπάρχει σήμερα ούτε μια από εκείνες τις παιδικές ζωγραφιές μου.


Δεκάξη χρονώ παράτησα το σχολείο κι αλήτεψα κοντά στο συχωρεμένο Γιώργο Μακρή (σ.σ. ποιητής και μεταφραστής, 1923-1968) και το Γιώργο Κούνδουρο (σ.σ. «φυσιογνωμία» του Κολωνακίου σε αλλοτινές εποχές, ένας αυθεντικός μπον βιβέρ, αδελφός του σπουδαίου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Νίκου Κούνδουρου). Τα ξενύχτια στο καφενείο «Βυζάντιο», τα φαινομενικά άσκοπα πήγαιν-έλα στη Θεσσαλονίκη, ύστερα δύο χρόνια γλυκόπικρης ζωής στο Παρίσι. Όλ’ αυτά στάθηκαν για μένα μία πρώτη μαθητεία στα μυστήρια του πραγματικά σύγχρονου κόσμου της τέχνης. Οι εμπειρίες αυτής της περιόδου (1956-60) εκφράστηκαν σε μία σειρά από πυκνά, σχεδόν αυτοματικά σχέδια, που όλα όμως σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά και χάθηκαν. Ύστερα πήγα στρατιώτης. Θα ήταν δύο χαμένα χρόνια, αν δεν με βοηθούσαν, έστω κι αρνητικά, να καταλάβω μερικές ακόμα απο τις πλευρές της ελληνικής πραγματικότητας. Ακολούθησαν άλλα τρία χρόνια ρέμπελης ζωής γεμάτης από ένα κύκλωμα άγχους-προσωρινής ευτυχίας-άγχους. Αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κι η ασύνειδη έστω πίστη μου σε μια πιο μόνιμη ευτυχία μ’ έκαναν να ξαναγυρίσω πεισματικά στη ζωγραφική. Το Δεκεμβριο του 1965 έκανα την πρώτη μου έκθεση, με μελάνια και τέμπερες, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Τον πρόλογο στον κατάλογο τον έγραψε ο Νάνος Βαλαωρίτης. Συγκρατώ μια φράση: «Και να επιτέλους το ανεκδιήγητο, διηγημένο σε εικόνες».


Το 1966 έζησα ένα μεγάλο διάστημα στο σπίτι του Κώστα Ταχτσή, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που με βοήθησε να πιστέψω τελεσίδικα στο ριζικό μου σα ζωγράφου. Μετά πήγα στο Βερολίνο κι εκεί συνδέθηκα στενά με καλλιτέχνες σαν τον Remotti, τον Engelmann, τον Brusse, τον Armitage, τον Castillo κ.ά. με τους οποίους η λεύτερη επικοινωνία μέσ’ την πολιορκημένη αυτή πόλη μού πρόσφερε τους πολλαπλούς ερεθισμούς, που είναι απαραίτητοι σ’ έναν καλλιτέχνη της δικής μου ιδιοσυγκρασίας.


Η βαλίτσα κι η γραφή στα έργα της τωρινής έκθεσης είναι η μεγέθυνση μιας λεπτομέρειας από προηγούμενα έργα, με σκοπό να γίνει ορατή και, κατά συνέπεια, αγωγός επικοινωνίας. Είναι τοπιογραφία μιας ζωής κάτω από ένα καταπιεστικό σύστημα, μα και συγχρόνως ένα ελπιδοφόρο σινιάλο.

Από τον κατάλογο της έκθεσης στην «Γκαλερί Ζουμπουλάκη» το 1971


Έτσι σκιαγραφούσε την επαναστατική προσωπικότητά του ο ίδιος ο Αλέξης Ακριθάκης, ένα πνεύμα ανήσυχο, που αρνήθηκε κάθε είδους συμβατικότητα και έκανε τέχνη την ίδια τη ζωή.

Ο Ακριθάκης, που είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1939, ουδέποτε έκανε συστηματικές σπουδές ζωγραφικής, έζησε δε επί μακρόν στο εξωτερικό, στο Παρίσι και κυρίως στο Βερολίνο.


Παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας το 1965. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές γκαλερί, καθώς και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1998 παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση του Αλέξη Ακριθάκη.

Στην πρώτη φάση της δημιουργίας του Ακριθάκη κυριάρχησαν συνθέσεις γραμμικές και ασπρόμαυρες — χαρακτηριστικό είναι το «τσίκι τσίκι», το οποίο δημιουργούσε εκκινώντας από μια τυχαία κουκκίδα στο χαρτί.


Ο Αλέξης Ακριθάκης εις τας δυσμάς του βίου του («ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.9.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)

Αργότερα ο Ακριθάκης στράφηκε σε έντονες χρωματικές αντιθέσεις και περιγράμματα, ενώ στο έργο του έκαναν την εμφάνισή τους συγκεκριμένα εκφραστικά σύμβολα, όπως ο ήλιος, η φωτιά, το μάτι, το πουλί, η καρδούλα, το ελικόπτερο, το αεροπλάνο, το καραβάκι, το βέλος, αλλά και η βαλίτσα, που συμβόλιζε την αιώνια φυγή.


Στο έργο του Ακριθάκη περιλαμβάνονται, επίσης, ιδιόρρυθμες ξύλινες κατασκευές, κολάζ, εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνικά και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις.

Ο Αλέξης Ακριθάκης απεβίωσε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 1994.