«Τρύπα» πολλών δισεκατομμυρίων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
«Αγκάθι» για την ελληνική οικονομία το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τι δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Η ανησυχητική πορεία του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιβεβαιώνεται και με τη «βούλα» της Τράπεζας της Ελλάδος και του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ένα σημαντικό μακροοικονομικό μέγεθος που μετρά την σχετική θέση μια χώρας αναφοράς σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλώντας τις παραγωγικές δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αναφοράς.
Στο τελευταίο ενημερωτικό δελτίου του ΚΕΠΕ εξετάζεται ενδελεχώς το επίμονο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας με τους δείκτες να δείχνουν πως η Ελλάδα επενδύει και καταναλώνει περισσότερα από όσα έχει λάβει από ιδίους πόρους.
«Η ελληνική οικονομία πρέπει να αναδιαρθρώσει την παραγωγική της δομή, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος», αναφέρει το ΚΕΠΕ
Το έλλειμμα προέρχεται κυρίως από το Ισοζύγιο Αγαθών εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων. Οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής και στο υψηλό ποσοστό εισαγόμενου περιεχομένου των ελληνικών εξαγωγών. Παρότι το ισοζύγιο υπηρεσιών, κυρίως μέσω των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, συνεισφέρει θετικά στο ΙΤΣ, αυτό δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει το συνολικό έλλειμμα. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανισορροπία, η ελληνική οικονομία πρέπει να αναδιαρθρώσει την παραγωγική της δομή, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος.
Δυστυχώς, οι αρχικές εκτιμήσεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ότι οι εξαγωγές αναμενόταν να ανακάμψουν το δεύτερο εξάμηνο του 2024, φαίνεται ότι πλέον αλλάζουν, καθώς η ανάκαμψη της Ευρώπης που απορροφά περίπου το 60% των ελληνικών εξαγωγών, δεν είναι ορατή. Ίσως και το αντίθετο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και άνοδος των εισαγωγών.
Αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος είναι εξίσου ανησυχητικά. Την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3 δισεκ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 8,6 δισεκ. ευρώ. Μόνο τον μήνα Ιούλιο, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 600,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και διαμορφώθηκε σε 246,2 εκατ. ευρώ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, λόγω της μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με την αύξηση των εξαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 8,3% (5,9% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών παρουσίασαν αύξηση κατά 8,4% (10,6% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 7,5% (4,8% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 13,6% (13,2% σε σταθερές τιμές).
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών μειώθηκε λόγω της επιδείνωσης πρωτίστως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και δευτερευόντως του ισοζυγίου μεταφορών, ενώ το ισοζύγιο λοιπών υπηρεσιών βελτιώθηκε. Σε σχέση με τον Ιούλιο του 2023, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 4,1%, ενώ οι σχετικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 4,2%.
Διευρύνθηκε το έλλειμμα
Τον Ιούλιο του 2024, το πλεόνασμα του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων (το οποίο αντιστοιχεί στις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό) μειώθηκε κατά 559,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και διαμορφώθηκε σε 247,4 εκατ. ευρώ.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, το έλλειμμα του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων διευρύνθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 9,1 δισεκ. ευρώ.
Το α’ εξάμηνο του έτους, το ΙΤΣ διαμορφώθηκε στα 8,8 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023.
Ένα από τα κυριότερα ενδογενή προβλήματα είναι το επίμονο και μεγάλο έλλειμμα
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, την τελευταία τριετία (2021-23) παρατηρείται μια αρνητική τάση στο ΙΤΣ, η οποία πρέπει να αναχαιτιστεί προκειμένου να διασφαλιστεί ο στόχος της εξωτερικής ισορροπίας της οικονομίας μας. Η συνιστώσα του ΙΤΣ που αποτελεί την πηγή του προβλήματός του, είναι το έλλειμμα του Ισοζυγίου Αγαθών.
Η ανισορροπία του ΙΑ οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες: i) το υψηλό επίπεδο των ελληνικών εισαγωγών, ii) τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές και το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Διότι αν και είχαμε σημαντική βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας τιμών και κόστους αυτή δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στο ότι η μετακύλιση των μεταβολών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις τιμές παραγωγών και εξαγωγών παραμένει ατελής, αντανακλώντας παράγοντες όπως (α) η διατήρηση των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και (β) οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, iii) το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών, iv) η εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής, v) ο χαμηλός βαθμός εξαγωγικής διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων, vi) η ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου
Ένας σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης του ΙΑ είναι το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, το οποίο είναι υψηλό, η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων της, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωζώνης, επιπλέον αυτό δείχνει μια αυξητική τάση. Αυτή η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από ξένα αγαθά έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά παραμέτρων, όπως η απασχόληση, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, και ο βαθμός ευαισθησία της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι η εισαγόμενη συνιστώσα των εξαγωγών είναι υψηλή, ένα σημαντικό μέρος των κερδών από τις εξαγωγές διοχετεύεται σε ξένες οικονομίες, μειώνοντας έτσι τα οφέλη για την εγχώρια οικονομία.
«Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αναστραφεί, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής με κάθε διαθέσιμο μέσο», σημειώνει το Κέντρο.
Όσον αφορά την εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας, αναφορικά με τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, το ΚΕΠΕ διαπιστώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση σε σύγκριση με τις 20 χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων συρρικνώνονται σταθερά. Η βαθιά οικονομική ύφεση είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, έπληξε και τον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας. Ο ρυθμός συρρίκνωσης των μεριδίων των ελληνικών εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, πριν και μετά τη βαθιά ύφεση, ανήλθε στο 31,3%. Παρά τη επιβράδυνση αυτής της αρνητικής τάσης, η μείωση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Υστέρηση στον βαθμό τεχνολογικής έντασης των βιομηχανικών προϊόντων
Σχετικά με τον βαθμό τεχνολογικής έντασης των βιομηχανικών προϊόντων, η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όσον αφορά τα μερίδια των προϊόντων μέσης τεχνολογικής έντασης.
Στη βελτίωση της εικόνας του ΙΤΣ συνέβαλε σημαντικά το Ισοζύγιο Υπηρεσιών. Το ΙΥ διαχρονικά χαρακτηρίζεται από σταθερά πλεονάσματα και συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ. Οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες είναι αυτές που κυρίως οδηγούν τη βελτίωση του ισοζυγίου, οι οποίες την τελευταία διετία έχουν επανέλθει στα επίπεδα προ πανδημίας.
Τέλος, την τελευταία διετία παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση στις πληρωμές για ταξιδιωτικές υπηρεσίες, υποδεικνύοντας μια ξεκάθαρη τάση των Ελλήνων για ταξίδια στο εξωτερικό, γεγονός που αποτελεί αρνητική εξέλιξη για το ΙΥ.
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με την ΤτΕ η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 25,3 δισ. ευρώ, έναντι 26,12 δισ. ευρώ που είχαν φτάσει οι εξαγωγές το ίδιο διάστημα του 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,2%.
Χωρίς να υπολογίζονται τα πετρελαιοειδή στην εξίσωση, οι εξαγωγές παρουσίασαν μείωση κατά 758,4 εκατ. ευρώ, δηλαδή 4,1% σε σύγκριση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου το 2023.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις