Η περίφημη Απολογία Σωκράτους, η οποία συνεγράφη από τον Πλάτωνα στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο θάνατο του δασκάλου του και το πρώτο δικό του ταξίδι στη Σικελία, θεωρείται περισσότερο ως μια ελεύθερη δημιουργία –και απαρχή μιας ολόκληρης απολογητικής φιλολογίας– και λιγότερο ως μια καθ’ όλα αξιόπιστη μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίον ο Σωκράτης υπερασπίστηκε στην πραγματικότητα τον εαυτό του στην ιστορική δίκη του 399 π.Χ., ενώπιον των μελών του δικαστηρίου της Ηλιαίας.

Ανεξαρτήτως αυτού, στο σύγγραμμα του Πλάτωνος, σε αυτό το υπέροχο αμάλγαμα του αττικού δικανικού λόγου και της υψηλής λογοτεχνίας, ο Σωκράτης εμφανίζεται ως ο σοφός εκείνος άνθρωπος που, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του θεού, ερευνά διαρκώς και αποκαλύπτει την ψευτογνώση των άλλων, των δοκησίσοφων, προτάσσοντας τη δική του άγνοια.

Η πρώτη κατηγορία που επιχειρεί να ανασκευάσει ο μέγας φιλόσοφος είναι κατά λέξη η ακόλουθη: «Σωκράτης αδικεί και περιεργάζεται ζητών τα τε υπό γης και ουράνια και τον ήττω λόγον κρείττω ποιών και άλλους ταυτά ταύτα διδάσκων» («Είναι ένοχος ο Σωκράτης και το παρακάνει, γιατί γυρεύει όσα κρύβει η γη και τα ουράνια και τον άδικο λόγο τον κάνει δίκαιο και τα διδάσκει αυτά τα ίδια και στους άλλους»).

Αμέσως μετά την αντίκρουση της πρώτης κατηγορίας ο Σωκράτης έρχεται αντιμέτωπος με τη δεύτερη εναντίον του κατηγορία, που έχει επακριβώς ως εξής: «Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα, έτερα δε δαιμόνια καινά» («Ο Σωκράτης είναι ένοχος και γιατί διαφθείρει τους νέους και γιατί δεν πιστεύει τους θεούς που πιστεύει ο τόπος αλλά νέες θεότητες, άλλες»). Η κατηγορία αυτή –η έλλειψη σεβασμού προς τους θεούς της πόλης και η εισαγωγή καινών δαιμονίων– συνδέεται με τη φωνή που ο ίδιος ο Σωκράτης ομολογεί ότι υπάρχει μέσα του και την ακούει από τα παιδικά του χρόνια, αυτό το θείο και υπεράνθρωπο, που τον εμποδίζει να ασχοληθεί με την πολιτική, τον αποτρέπει πάντα από εκείνο που πάει να κάνει και ποτέ δεν τον προτρέπει.

Ο Σωκράτης ισχυρίζεται στην απολογία του πως ουδέποτε υπήρξε δάσκαλος κανενός, ενώ αντιπροτείνει για την τιμωρία του, την τιμωρία ενός φτωχού ευεργέτη όπως αυτοαποκαλείται, είτε τη σίτισή του στο πρυτανείο είτε την καταβολή ενός λελογισμένου χρηματικού προστίμου – θεωρεί ασυμβίβαστες με το χαρακτήρα του τόσο τη φυλάκιση όσο και την εξορία.

Στον επίλογο της απολογίας του ο Σωκράτης απευθύνεται αρχικά σε εκείνους που εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση και προφητεύει πως αμέσως μετά το θάνατό του θα τους βρει τιμωρία πολύ πιο φοβερή από εκείνη που αυτοί του έδωσαν με τη θανάτωσή του. Ακολούθως στρέφεται προς εκείνους που τον κήρυξαν διά της ψήφου τους αθώο και τους λέει πως ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό αλλά κέρδος, είτε πρόκειται για ένα είδος ύπνου χωρίς όνειρα είτε για ένα ταξίδι στον Άδη, όπου μπορεί να συναντήσει κανείς ήρωες και σοφούς ποιητές, όπως ο Ησίοδος και ο Όμηρος.

Έχοντας πρώτα υπογραμμίσει ότι για τον καλό άνθρωπο τίποτα δεν είναι κακό ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατό του, καθώς και ότι προτιμά πολύ περισσότερο να πεθάνει με μια τέτοια απολογία παρά να ζήσει λέγοντας και κάνοντας πράγματα ανάξια για εκείνον, ο Σωκράτης απευθύνει τον ύστατο λόγο του προς τους δικαστές: «Αλλά γαρ ήδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω, υμίν δε βιωσομένοις. Οπότεροι δε ημών έρχονται επί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλην η τω θεώ» («Τώρα όμως ώρα είναι να πηγαίνω εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνος ο θεός»).

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η «Απολογία Σωκράτους» του Πλάτωνος (φιλολογική επιμέλεια Γεωργίου Ζηκίδου, εκδόσεις Σαλίβερου, Αθήνα, 1898).

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Α’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Β’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Γ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Δ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ε’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΣΤ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ζ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Η’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Θ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ι’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΑ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΒ’)