Η σχέση μεταξύ της ελληνικής και της εβραϊκής γλώσσας –μέλους της σημιτικής γλωσσικής οικογένειας– ανάγεται στα βάθη της αρχαιότητας. Ορισμένες δάνειες λέξεις και, βεβαίως, το αλφαβητικό σύστημα γραφής (υπενθυμίζουμε ότι το ελληνικό αλφάβητο βασίζεται στη λεγόμενη φοινικική γραφή, δηλαδή σε βορειοσημιτικές γραφές του τέλους της 2ης και των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ.) φανερώνουν τις επιδράσεις που δέχτηκε η ελληνική από σημιτικές γλώσσες στα πρωιμότερα στάδια των εν λόγω επαφών. Η επιρροή αυτή έγινε ακόμα πιο αισθητή πολύ αργότερα, όταν μεταφράστηκαν οι Εβραϊκές Γραφές (η καθ’ ημάς Παλαιά Διαθήκη) και όταν συνεγράφησαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης.

Σε ό,τι αφορά το αντίστροφο, δηλαδή την επίδραση που άσκησε η ελληνική στην εβραϊκή γλώσσα, σχετικά δείγματα παρατηρούνται αφενός στην Εβραϊκή Βίβλο και αφετέρου στην εβραϊκή ραββινική γραμματεία, στην εβραϊκή που χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους οι ραββίνοι, οι θρησκευτικοί λειτουργοί των Εβραίων. Κατ’ αρχάς, σε σχέση με την ονομαζόμενη βιβλική εβραϊκή, οι όποιες ενδείξεις ελληνομάθειας εντοπίζονται κυρίως στα βιβλία της όψιμης φάσης και συνίστανται σε κάποιες δάνειες λέξεις, καθώς και σε μια διάχυτη τάση προσαρμογής των ρηματικών τύπων στους χρόνους του ελληνικού ρηματικού συστήματος (το ρηματικό σύστημα της παλαιότερης, κλασικής εβραϊκής δεν ήταν σαφές ως προς τη χρονική αναφορά). Οι ομοιότητες ανάμεσα σε λέξεις της βιβλικής εβραϊκής και της ελληνικής είναι πανθομολογούμενες –σε αυτές αναφέρονται ελληνόφωνοι Ιουδαίοι ήδη από τους Ρωμαϊκούς Χρόνους–, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών για το ποια είναι τα ελληνικά δάνεια. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πέρασαν ελληνικές δάνειες λέξεις στην εβραϊκή όχι άμεσα, αλλά διαμέσου της αραμαϊκής (σημιτικής επίσης γλώσσας, που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι της Παλαιστίνης και της πτολεμαϊκής Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας).

Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση στο πεδίο της εβραϊκής ραββινικής γραμματείας, όπου η παρουσία της ελληνικής –αλλά και έτι περαιτέρω της αραμαϊκής, οφείλουμε να προσθέσουμε– είναι εντονότατη. Στη ραββινική εβραϊκή λοιπόν, πιο συγκεκριμένα στα ραββινικά κείμενα της Παλαιστίνης των πρώτων έξι ή επτά χριστιανικών αιώνων, απαντούν ελληνικές παροιμίες στην ελληνική τους διατύπωση, όπως και λογοπαίγνια που προϋποθέτουν ικανή γνώση της ελληνικής, σε επίπεδο λεξιλογίου αλλά και ετυμολογίας. Επίσης, οι ρηματικοί τύποι –σε γενικές γραμμές– και διάφορες περιφραστικές συντακτικές δομές που χρησιμοποιούνται στα κείμενα αυτά αποσκοπούν στο να καταστήσουν σαφέστερη την αναφορά στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος) και στο μέλλον, προφανώς υπό την επίδραση των χρόνων του ελληνικού ρηματικού συστήματος. Εξάλλου, η ενεργητική μετοχή της ραββινικής εβραϊκής προσεγγίζει τον ενεστώτα της ελληνικής, η δε παθητική μετοχή χρησιμοποιείται όπως ο παθητικός ή και ο ενεργητικός κάποτε παρακείμενος της ελληνικής.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, παλαιότατη έκδοση της Εβραϊκής Βίβλου, αναγόμενη στα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα.